11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΗ πορεία του ελληνικού χρέους (Μέρος Α')

Η πορεία του ελληνικού χρέους (Μέρος Α’)


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Σε προηγούμενο άρθρο είχε επισημανθεί η σημασία της επιβολής αυστηρών κανόνων στην άσκηση νομισματικής πολιτικής προς την Κεντρική Τράπεζα, με σκοπό τη διατήρηση ενός υγιούς πληθωρισμού –που δεν θα ξεπερνάει κατά πολύ τους ρυθμούς ανάπτυξης– τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την εμπιστοσύνη των πολιτών στο τραπεζικό σύστημα και την πλήρη απασχόληση, της οποίας το ποσοστό είναι σχετικό. Αντίστοιχα, αυστηροί κανόνες χρειάζεται να υπάρχουν και στη δημοσιονομική πολιτική, η οποία ασκείται από την Κυβέρνηση.

Αυτοί οι κανόνες ορίζονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου. Αυτό επιτρέπει στα δημοσιονομικά ισοζύγια να ποικίλουν με βάση την πορεία της οικονομίας, αφήνοντας τους αυτόματους σταθεροποιητές να λειτουργούν ελεύθερα για να βοηθούν στην εξομάλυνση της πορείας της οικονομίας στον αντίκτυπο των μεταβολών της ζήτησης.

Σκοπός των υπεύθυνων χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής είναι να επιτύχουν σταθερότητα στην οικονομία, επηρεάζοντας τη ζήτηση και προσφορά, που, με τη σειρά τους, θα μεταβάλλουν την παραγωγή, την απασχόληση, τον πληθωρισμό και το ισοζύγιο πληρωμών. Επιπλέον, στοχεύουν στην πιο δίκαιη και αποτελεσματική κατανομή και διανομή των πόρων, μέσω της φορολογικής πολιτικής και των δημόσιων δαπανών. Συνεπώς, με αυτά ως γνώμονα και με συνετές πολιτικές επιλογές, μπορούν να συμβάλλουν στην εσωτερική και εξωτερική ισορροπία της οικονομίας, στην πιο εύρυθμη λειτουργία των αγορών και στην ώθηση της ανάπτυξης.

Για κάθε επιπλέον κρατική δαπάνη πρέπει να υπάρχει και ένα δημοσιονομικό ισοδύναμο, ώστε να εξισορροπείται ο προϋπολογισμός. Αυτό, όμως δεν συμβαίνει πάντα. Συνήθως, στην αντιμετώπιση μιας ύφεσης, πραγματοποιείται ένα μίγμα νομισματικής και δημοσιονομικής «χαλάρωσης». Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από ελλείμματα, όταν οι κρατικές δαπάνες καταλήγουν να υπερβαίνουν τις εισπράξεις από φόρους και από άλλες πηγές. Συνήθως, αυτά τα ελλείμματα προκύπτουν από τον συνδυασμό φορολογικών περικοπών και αυξημένων δαπανών.

Για να χρηματοδοτηθούν και να καλυφθούν όλες οι υποχρεώσεις και πολιτικές υποσχέσεις, εκδίδεται χρέος. Θεωρητικά, μετά την τόνωση της ζήτησης και της προσφοράς και τη δημιουργία ανάπτυξης, εισερχόμαστε σε περίοδο δημοσιονομικής «σύσφιξης», ειδικά αν υπάρχει «υπερθέρμανση» στην οικονομία. Έτσι, ανακόπτεται η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού και δημιουργούνται δημοσιονομικά πλεονάσματα, που θα χρηματοδοτήσουν το χρέος ή θα ξανά γεμίσουν τα δημόσια ταμεία που άδειασαν κατά την περίοδο της δημοσιονομικής επέκτασης. Αυτή η πολιτική χρησιμοποιείται σπάνια, καθώς είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλής. Συνεπώς, προτιμάται η συσταλτική νομισματική πολιτική για τον περιορισμό του πληθωρισμού και η έκδοση νέου χρέους για την κάλυψη των τρέχων υποχρεώσεων.

Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει κάποιο εργαλείο που να μας δείχνει εάν ένα χρέος είναι βιώσιμο ή όχι. Κατά καιρούς, έχουν βγει έρευνες για τέτοια μοντέλα, που μπορούν να υπολογίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά η εφαρμογή τους στην πράξη είναι δύσκολη και επισφαλής. Επιπλέον, στην Οικονομική Επιστήμη, υπάρχει ο λεγόμενος “Golden Rule”. Σύμφωνα με αυτόν τον δημοσιονομικό κανόνα, απαιτείται ο τρέχων προϋπολογισμός να είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να δανείζεται μόνο για πραγματικές επενδύσεις. Για να τηρηθεί σίγουρα αυτός ο κανόνας, το καθαρό χρέος θα πρέπει να βρίσκεται κάτω από το 40% του Α.Ε.Π. σε κάθε έτος του τρέχοντος οικονομικού κύκλου.

Αυτό για πολλές χώρες έχει σταματήσει να τηρείται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού μέχρι και σήμερα, τα κεϋνσιανά οικονομικά έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις σύγχρονες απόψεις των οικονομολόγων. Όμως, ενώ δημιουργούνταν έλλειμμα κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, έπρεπε να υπάρξει ένα αντίστοιχου μεγέθους πλεόνασμα κατά την περίοδο της ανάκαμψης, ώστε μακροπρόθεσμα ο προϋπολογισμός να είναι ισοσκελισμένος και να παρουσιάζεται δημοσιονομική σταθερότητα. Κάτι, που σε πολλές περιπτώσεις δεν συνέβη, καθώς η μείωση των δημόσιων δαπανών, η αύξηση της φορολογίας και η κατάργηση ή μείωση επιδομάτων επιφέρουν πολιτικό κόστος στους κυβερνώντες.

Κλασική περίπτωση αποτελεί η Ελλάδα. Εδώ και δεκαετίες, επικρατούσε ο λεγόμενος «μακροοικονομικός λαϊκισμός», όπως ονομάστηκε από τον πρώην καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκο Χριστοδουλάκη, σε άρθρο του στον Οικονομικό Ταχυδρόμο τον Ιούνιο του 1995. Αναφερόταν στην περίοδο 1980 μέχρι και 1994, αλλά στην πραγματικότητα είχε ήδη αρχίσει από την περίοδο της Χούντας.

Πηγή εικόνας: imerodromos.gr

Ένας από τους λόγους ανοχής τους κόσμου απέναντι στη δικτατορία ήταν η διαγραφή των χρεών των αγροτών, που τους έδωσε μια οικονομική «ανάσα» και τους διευκόλυνε στη μελλοντική παραγωγή. Όμως, παρά τη διαγραφή των χρεών στην αγροτικό τομέα, το κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτών μειώθηκε, με πολλούς από αυτούς να αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για την αναζήτηση νέας καλύτερης εργασίας. Αυτός ήταν και ένας λόγος που βοήθησε στη μείωση της ανεργίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Συγκεκριμένα, παρά τις προβλέψεις και τα οικονομικά βοηθήματα που παρείχαν, η αγροτική οικονομία αναπτύχθηκε μόνο κατά 1,8%, με τις εξαγωγές να μειώνονται κατά 25%.

Μέσα στην εφταετία της Χούντας, το δημόσιο χρέος της χώρας μας υπερδιπλασιάστηκε, σπαταλώντας άσκοπα και αυθαίρετα δημόσιο χρήμα, το εμπορικό έλλειμμα πενταπλασιάστηκε, ενώ ο πληθωρισμός κινούταν σε υψηλά επίπεδα βάσει των ρυθμών ανάπτυξης και μισθών. Το μόνο θετικό της υπόθεσης είναι ότι αυτό το υψηλό δημόσιο χρέος (για τα τότε δεδομένα της Ελλάδας) ήταν εσωτερικό. Παρ’ όλα αυτά, η επιβάρυνση για τους φορολογούμενους ήταν μεγάλη.

Γενικά, τέτοιους είδους αυταρχικά καθεστώτα, που ασκούν πατερναλιστικές και προστατευτικές οικονομικές πολιτικές, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιτυγχάνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (π.χ. Νότια Κορέα την δεκαετία του ’50 και του ’60). Από την άλλη, όμως, υποβαθμίζουν τις οικονομικές ελευθερίες των ατόμων και δεν δομείται ένα μακροπρόθεσμο μοντέλο σταθερής ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, η οικονομική μεγέθυνση που παρουσιάζεται, πολλές φορές, είναι φαινομενική, όπως και στην περίπτωση της Ελλάδας κατά την περίοδο της δικτατορίας.

Παρά τη σπατάλη που ξεκίνησε αυτή την εφταετία της Χούντας, το χρέος παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ξεκίνησε να διογκώνεται με ταχείς ρυθμούς την περίοδο της Μεταπολίτευσης, με τους επόμενους 13 Πρωθυπουργούς να ανταγωνίζονται ποιος θα δανειστεί και θα δαπανήσει τα περισσότερα, ώστε να πετύχουν το μέγιστο πολιτικό κέρδος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Μακροοικονομική, Andrew B. Abel, Ben S. Bernanke, Dean Croushore, Εκδόσεις Κριτική
  • Τα οικονομικά εγκλήματα και τα σκάνδαλα της Χούντας, news247.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Φάκελος Προϋπολογισμοί – Ποιοι πρωθυπουργοί «φούσκωσαν» το χρέος στα 400 δισ. ευρώ, ot.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης
Κωνσταντίνος Γκότσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.