Του Σταύρου Μητσιάνη,
Το 1920 ήταν μια σημαντική χρονιά για το μέλλον της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μεγάλης Ιδέας. Αρχικά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατάφερε μια μεγάλη νίκη με την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ενώ τον προηγούμενο χρόνο είχε παρελάσει ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Τον Νοέμβριο, όμως, ηττήθηκε στις εκλογές και η βασιλική παράταξη επανήλθε στην εξουσία. Η εξέλιξη αυτή επέφερε σημαντικές αλλαγές. Πρώτον, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι άλλαξαν τη στάση τους προς την Ελλάδα, καθώς υπήρχε έχθρα μεταξύ τους και του βασιλιά ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διότι ο Κωνσταντίνος είχε σχέσεις με τον Kaiser της Γερμανίας. Επιπλέον, είχαν προειδοποιήσει πριν τις εκλογές ότι θα αμελούσαν τις οικονομικές συμφωνίες και τα δάνεια προς την Ελλάδα, εάν επανερχόταν στο προσκήνιο ο Βασιλιάς Κωσταντίνος.
Στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1921, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να καθησυχάσει τους συμμάχους, ενώ ο τότε πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος παρουσίαζε τον ελληνικό στρατό ως μια ασταμάτητη πολεμική μηχανή και τον τουρκικό ως αμελητέο. Αν και το αντιβενιζελικό καθεστώς προεκλογικά είχε υποσχεθεί ότι θα έληγε τον πόλεμο με την Τουρκία, έκανε ακριβώς το αντίθετο, καθώς έβλεπε την συνέχιση του πολέμου ως τη μονή λύση στο πρόβλημα. Με την επιστροφή του βασιλιά Κωσταντίνου στο προσκήνιο έπειτα από δημοψήφισμα, αποφασίστηκε πως οι όροι της συνθήκης των Σεβρών θα έπρεπε να επιβληθούν στην Τουρκία στρατιωτικά, επομένως στις αρχές του 1921 η Ελλάδα ετοιμαζόταν για τη μικρασιατική εκστρατεία. Η πρώτη και η δεύτερη επίθεση του Μαρτίου στη γραμμή Εσκί-Σεχίρ-Αφιόν-Καραχισάρ δεν επέφερε καρπούς, αλλά ούτε και απώλειες, αν και δοκιμάστηκε ο ελληνικός στρατός για αυτό που θα ακολουθούσε.
Στις 29 Μαΐου 1921 ο Κωσταντίνος ξεκίνησε για τη Σμύρνη μαζί με τον στρατηγό της Μικράς Ασίας Α. Παπούλα, τον αρχηγό του γενικού επιτελείου Β. Δουσμάνη, τον υπουργό στρατιωτικών Θεοτόκη και τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη. Εκεί σχηματίστηκε ένα στρατιωτικό επιτελείο, το οποίο θύμιζε εκείνο των βαλκανικών πολέμων και τον νικηφόρο Βασιλιά Κωσταντίνο. Βέβαια, ο ίδιος ήταν πια κουρασμένος και άρρωστος και η συμμετοχή του σε αυτό ήταν μόνο συμβολική.
Στις 10 Ιουλίου τα ελληνικά στρατεύματα για ακόμα μια φορά ετοιμάζονταν για επίθεση. Ο πρώτος στόχος του ελληνικού στρατού ήταν να καταληφθεί η σιδηροδρομική γραμμή Εσκί-Σεχίρ-Αφιόν-Καραχισάρ. Ο δεύτερος ήταν η κατάληψη του σημείου Τουλού-Μπουνάρ προς τα βόρεια του σιδηροδρομικού σταθμού και, τέλος, ο σημαντικότερος στόχος, αφού καταληφθούν οι προηγούμενες δυο περιοχές, οι ενωμένες φάλαγγες να κατακτήσουν την πόλη-κλειδί της Κιουτάχειας.
Η επιχείρηση αύτη στέφθηκε με επιτυχία και στις 17 Ιουλίου η Κιουτάχεια κατακτήθηκε από τα ελληνικά στρατεύματα. Οι Έλληνες, βέβαια, ήλπιζαν να μπορέσουν να περικυκλώσουν τον τουρκικό στρατό στην περιοχή της Κιουτάχειας και να τον εξολοθρεύσουν. Για αυτόν τον λόγο, μια ελληνική φάλαγγα τοποθετήθηκε ανατολικά του Εσκί-Σεχίρ στα μετόπισθεν των τουρκικών δυνάμεων, με σκοπό να αποτρέψει τη φυγή των τούρκων. Η τακτική αυτή, αρχικά, φαινόταν να πετυχαίνει και αργά και σταθερά ο τουρκικός στρατός περικυκλωνόταν, γεγονός που θα έφερνε την απόλυτη νίκη στην Ελλάδα.
Όμως, ο Κεμάλ, ο οποίος είχε μεταφερθεί με τρένο από την Άγκυρα για να επιβλέψει την πορεία της σύγκρουσης, αντιλήφθηκε τον σκοπό του ελληνικού στρατού και διέταξε άμεση υποχώρηση. Τότε οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή αντεπίθεση κατά μήκος των θέσεων του ελληνικού στρατού, έτσι ώστε να καταφέρουν να κερδίσουν χρόνο για τη μεταφορά των εφοδίων και των πυρομαχικών τους. Αν και στην αντεπίθεση το τουρκικό στράτευμα υπέστη βαριές απώλειες, το μεγαλύτερο μέρος του στρατού κατάφερε να απεγκλωβιστεί από τον ελληνικό κλοιό και βάδισε βαθύτερα στη Μικρά Ασία, με σκοπό την υπεράσπιση της Άγκυρας.
Οι ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη του Εσκί-Σεχίρ στις 19 Ιουλίου και την βρήκαν έρημη από Τούρκους υπερασπιστές. Η θερινή επίθεση μέχρι αυτό το σημείο ήταν άκρως θετική και η επιχείρηση προσέφερε στους Έλληνες πυρομαχικά, πολλά όπλα και αιχμαλώτους, ενώ η ψυχολογία και η φήμη για την αποτελεσματικότητά του στα μάτια των Ευρωπαίων συμμάχων ανέβηκαν στα ύψη. Το στράτευμα ζητωκραύγαζε για τη νίκη του.
Οι Έλληνες τώρα βρίσκονταν σε δίλημμα. Να προχωρήσουν βαθύτερα και να ακολουθήσουν τον τουρκικό στρατό, αγνοώντας, έτσι, το εφοδιαστικό τους πλεονέκτημα ή να παραμείνουν και να οχυρώσουν την περιοχή; Αν και φαντάζει απλό, η αλήθεια ήταν πολύ πιο περίπλοκη. Εάν προχωρούσαν, θα απομακρύνονταν από τον σιδηροδρομικό σταθμό και τα εφόδια που τους παρείχε Σμύρνη, εάν όμως παρέμεναν στις θέσεις τους, οι Τούρκοι θα είχαν χρόνο να ανασυντάξουν τον στρατό τους και να αντεπιτεθούν. Σε αυτό το δίλλημα ευελπιστούσε να τους βάλει ο Κεμάλ και το κατάφερε. Γυρνώντας στην Άγκυρα το συμβούλιο του επιτέθηκε, λέγοντας πως με τη γενική υποχώρηση παρέδωσαν στους Έλληνες τουρκικά εδάφη αμαχητί. Ο Κεμάλ, βέβαια, τους έπεισε πως ήταν η καλύτερη λύση και του παραχωρήθηκε η δυνατότητα κήρυξης στρατιωτικής δικτατορίας για τρεις μήνες χωρίς περιορισμούς. Ήθελε ακριβώς να προσελκύσει τους Έλληνες κοντά στον φυσικά οχυρωμένο Σαγγάριο ποταμό, όπου θα είχε το πάνω χέρι.
Οι Έλληνες, από την άλλη, διαφωνούσαν μερικώς για την καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος, όμως, στο τέλος κυριάρχησε η γνώμη του Γούναρη και του Θεοτόκη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να καταβληθεί και η τελευταία υπέρτατη προσπάθεια, για να λήξει ο πόλεμος. Από την άλλη, ο Στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας και ο βασιλιάς δεν συμφωνούσαν, αλλά παρέμειναν στο μέτωπο.
Ο ελληνικός στρατός με 120.000 άνδρες εγκατέλειψε τις θέσεις του στις 14 Αύγουστου και άρχισε να κατευθύνεται προς την Άγκυρα. Το σχέδιό του ήταν η αστραπιαία επίθεση κατά των τουρκικών θέσεων, προτού προλάβουν να εξαντληθούν. Μετά από εννέα μέρες πορείας, αντίκρυσαν τον εχθρό στις 23 Αύγουστου. Στις 26 Αυγούστου ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση. Αρχικά, οι Έλληνες κατάφεραν να υπερφαλαγγίσουν τους Τούρκους και να καταλάβουν κομβικά σημεία, πλησιάζοντας ολοένα περισσότερο την Άγκυρα. Τότε, όμως, ο ελληνικός στρατός έμεινε σε ακινησία και τα προβλήματα άρχιζαν να εμφανίζονται.
Δεν υπήρχε δυνατότητα ανεφοδιασμού, το νερό ήταν λιγοστό, ο ήλιος ήταν εξαντλητικός και η περιοχή γύρω από τον Σαγγάριο δεν είχε ούτε βλάστηση, ούτε ζώα, προκειμένου οι στρατιώτες να εκμεταλλευτούν το κρέας. Η κούραση άρχισε να εξαπλώνεται στο στράτευμα. Στις 8-10 Σεπτέμβριου οι Τούρκοι πραγματοποίησαν αντεπίθεση στις ελληνικές θέσεις. Αν και οι Έλληνες κατάφεραν να τους απωθήσουν, είχαν εξαντληθεί και σωματικά, αλλά και ψυχικά. Μόνο μια λύση είχε απομείνει. Στις 11 Σεπτεμβρίου ο Στρατηγός Παπούλας διέταξε γενική υποχώρηση προς το Εσκί-Σεχίρ. Στις 14 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες είχαν περάσει τον ποταμό και γύρισαν πίσω, ενώ εφάρμοσαν την τακτική της καμένης γης κατά τη διάρκεια της πορείας τους. Οι απώλειες που δέχτηκαν στον Σαγγάριο έφταναν τους 20.000 άνδρες.
Η υποχώρηση από τον Σαγγάριο απέδειξε πως η Συνθήκη των Σεβρών δεν μπορούσε πια να επιβληθεί με όπλα, αλλά με τη διπλωματία. Ωστόσο, η ελληνική ήττα είχε πολυάριθμες συνέπειες. Στο εσωτερικό ο εθνικός διχασμός ήταν ολοκληρωτικός, ενώ οι δύο παρατάξεις απέρριπταν τις ευθύνες η μία στην άλλη. Στο εξωτερικό οι σύμμαχοι άλλαξαν τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα και προσπάθησαν να προσεγγίσουν τον Κεμάλ με οικονομικές συμφωνίες, όπως έκανε η Γαλλία.
Επιπλέον, αφού τελείωσε η εκστρατεία, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν χείριστη και σε συνάρτηση με το εμπάργκο των δανείων που πραγματοποίησαν οι Ευρωπαίοι μετά την ανάρρηση του βασιλιά, το μέλλον ήταν αβέβαιο. Τέλος, η αξιοπιστία του ελληνικού στρατού είχε ελαχιστοποιηθεί και λόγω των οικονομικών δυσχερειών δεν ήταν πια καλά συντηρημένος και μάχιμος. Όλοι αυτοί οι λόγοι άνοιξαν τον δρόμο προς την καταστροφή, ενώ το όραμα της Μεγάλης Ιδέας ξαφνικά έμοιαζε πολύ μακρινό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μαυρογορδάτος, Θ. Γιώργος (2020), 1915: O Εθνικός Διχασμός, Αθήνα: Εκδ. Πατάκη
- Driault, Eduard (1999), Ελλάδα και Α’ Παγκόσμιος πόλεμος: Από το κίνημα των Νεότουρκων (1908) μέχρι την συνθήκη της Λωζάνης (1923), Αθήνα: Εκδ. Πελασγός
- Llewellyn-Smith, Michael (2009), Το όραμα της Ιωνίας: Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922, Αθήνα: MIET
- Zurcher, J. Erik (2004), Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια