Της Μαρίας Κελεπούρη,
Ανά περιόδους η εποχή του Εμφυλίου έχει συστηματικά διερευνηθεί από διαφορετικές σκοπιές, προκειμένου να αναδειχθούν τα αίτια και ο βαθμός των συνεπειών τους. Το πόνημα του Γεώργιου Παλαιόπουλου Στα ίχνη των παιδιών του Εμφυλίου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, αναλαμβάνει να συγκεντρώσει στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν μία ακόμη πτυχή αυτού του πολέμου, τη διαδικασία του παιδομαζώματος που αποσκοπούσε στην προστασία των παιδιών.
Ο Γεώργιος Παλαιόπουλος είναι ιστορικός ερευνητής και έχει αποφοιτήσει από το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα στις Γλώσσες και τον Πολιτισμό των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι συνεργάτης του ΙΜΧΑ και της ΕΜΣ. Στο επίκεντρο της επιστημονικής ενασχόλησής του βρίσκεται η Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, η οποία αποτελεί συνήθως το αντικείμενο των μελετών του. Εξού και σε αυτό το εγχείρημα εργάστηκε για να παρουσιάσει μεθοδικά και εμπεριστατωμένα τα σχετικά γεγονότα.
Πρόκειται για αδημοσίευτα τεκμήρια που έρχονται πλέον στο φως για να αποσαφηνίσουν το πλαίσιο και τις ενέργειες της εποχής. Καταγράφονται, λοιπόν, οι προσπάθειες για τη μεταφορά των Ελληνόπουλων από τους τόπους που αποτελούσαν κέντρο των δράσεων του Εμφυλίου προς περιοχές που κρίνονταν περισσότερο ασφαλείς. Ανάμεσα σε αυτές, μετακινήσεις με προορισμό τις Λαϊκές Δημοκρατίες, όπως η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία που αργότερα κλήθηκαν να έρθουν σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση για τον επαναπατρισμό των παιδιών. Γεγονός που αποδείχτηκε περισσότερο περίπλοκο από ό,τι φάνταζε. Έτσι, σταδιακά το ζήτημα άρχισε να διεθνοποιείται, κυρίως με την εμπλοκή του ΟΗΕ, διότι οι χώρες αυτές αποσκοπούσαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως καταφύγιο των παιδιών-προσφύγων που είχαν διωχθεί.
Με την απόφαση υποδοχής των Ελληνόπουλων, οι βαλκανικές χώρες άρχιζαν να προετοιμάζουν το πλαίσιο φιλοξενίας, υποχρεώνοντας οικογένειες να δεχτούν τα νεοφερμένα παιδιά μέσα στο περιβάλλον τους. Ωστόσο, τα γειτονικά της Ελλάδας κράτη δεν ήταν τα μόνα που λειτούργησαν ως περιοχές νέας εγκατάστασης. Η Πολωνία και η ανατολική Γερμανία υποδέχτηκαν σημαντικό αριθμό Ελλήνων. Το βιβλίο, επίσης, αναδεικνύει το πώς η παρουσία των παιδιών σε αυτές τις χώρες είχε πολιτικό και ιδεολογικό αντίκτυπο.
Οι διπλωματικές επαφές φάνηκε πως δεν θα ευδοκιμούσαν εύκολα, καθώς το ζήτημα είχε μοιραστεί μεταξύ Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας, σε συνδυασμό με την ανάμειξη του ΟΗΕ. Μάλιστα, κάποια από τα παιδιά μπορεί να έφυγαν από τα Βαλκάνια, αλλά ο προορισμός τους δεν ήταν η Ελλάδα. Αντιθέτως, στάλθηκαν στην Αυστραλία. Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις ζητείτο να αποφευχθεί ο επαναπατρισμός των παιδιών, διότι οι γονείς τους είχαν υποστηρίξει τους αντάρτες, ενώ τα ίδια εγκυμονούσε ο κίνδυνος να είχαν υιοθετήσει την κομμουνιστική ιδεολογία, ως απόρροια της προπαγάνδας της Σοβιετικής Ένωσης.
Η απομάκρυνση των παιδιών από τις πατρογονικές εστίες τους, υπό όποιες συνθήκες συνέβη αυτό, καθώς και η δημιουργία παιδοπόλεων υπήρξαν γεγονότα που επιδείνωσαν το ήδη αναδιοργάνωτο πλαίσιο, μέσα στο οποίο η μετεμφυλιακή Ελλάδα προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί. Παράλληλα, ο παρορμητικός τρόπος με τον οποίο λάμβαναν χώρα οι διαδικασίες μετακίνησης των παιδιών αντίβαινε στο Διεθνές Δίκαιο, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει τις προσπάθειες συνεννόησης σε μια ήδη δυσάρεστη κατάσταση για τους απογόνους του έθνους.
Το υλικό που αξιοποιεί ο Γεώργιος Παλαιόπουλος αντλείται από το Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, ενώ ο ίδιος ανατρέχει εύστοχα και με πολλή προσοχή στο παρελθόν, για να ανιχνεύσει κάθε σταθμό της πορείας των παιδιών του Εμφυλίου. Κάθε ιστορικό στοιχείο είναι μία ακόμη μαρτυρία για το παιδοφύλαγμα, συνδράμοντας στη διερεύνησή του.