21.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠόσες ημέρες άδειας για ανάπαυση αντιστοιχούν στους μισθωτούς;

Πόσες ημέρες άδειας για ανάπαυση αντιστοιχούν στους μισθωτούς;


Της Κωνσταντίνας Λάμπου,

Ο όρος «άδεια αναψυχής» αναφέρεται στην παροχή ελεύθερου χρόνου στον εργαζόμενο, σε κάθε ημερολογιακό έτος, με σκοπό την ανάπαυσή του, ενώ διατηρεί κανονικά την αξίωση του για παροχή μισθού. Βέβαια, είναι υπόθεση του εργαζόμενου το αν θα τηρήσει την άδεια αυτή για ανάπαυλα και ανανέωση των δυνάμεών του, τηρώντας, βέβαια, τον περιορισμό του ά. 5 παρ. 2 α.ν 539/1945, σύμφωνα με τον οποίον απαγορεύεται ο εργαζόμενος κατά την άδεια αναψυχής να εργάζεται σε άλλον εργοδότη. Με λίγα λόγια, η άδεια αναψυχής τεκμαίρεται από τον νομοθέτη αμάχητα και δεν εξαρτάται από τον αν ο εργαζόμενος έχει ανάγκη από αναψυχή και ανάπαυση.

Ο ελάχιστος χρόνος ετήσιας άδειας, σύμφωνα με το ά. 2 παρ. 1 του α.ν 539/1945, όπως ισχύει με το ά. 1 του ν. 3302/2004, ανέρχεται σε 24 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους που εργάζονται έξι ημέρες την εβδομάδα και σε 20 ημέρες για αυτούς που απασχολούνται με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Στους τελευταίους, βέβαια, από τις ημέρες της εβδομάδας δεν υπολογίζεται αυτή κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του πενθημέρου. Ο συνολικός χρόνος άδειας προβλέπεται με μια κλιμάκωση από τον νόμο, που βασίζεται στον χρόνο εργασίας του εργαζόμενου στον τελευταίο εργοδότη και, μάλιστα, όταν συμπληρωθεί το δωδεκάμηνο, γεννάται το δικαίωμα για το συνολικό κατώτατο όριο άδειας. Αναμφίβολα, θα παρατηρούσε κανείς πως η συγκεκριμένη κλιμάκωση είναι πολύ εξασθενημένη, αν λάβει υπόψιν του πως σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, όταν συμπληρωθούν 12 μήνες, η άδεια αυξάνει κατά μία μέρα. Σε αυτή την αύξηση, όμως, υπάρχει ο περιορισμός ότι για όσους εργάζονται με το σύστημα της εξαήμερης εργασίας δεν μπορεί η άδεια να ξεπεράσει τις 26 εργάσιμες μέρες και τις 22 για αυτούς που εργάζονται με το σύστημα της πενθήμερης, οπότε, ύστερα από το τρίτο έτος εργασίας, δεν γίνεται άλλη κλιμάκωση.

Πηγή Εικόνας: athensmagazine.gr

Αφ’ ότου έγιναν εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αυξήθηκε το χρονικό διάστημα άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος, με τις προϋποθέσεις που ορίζονται. Για την ακρίβεια, με την από 21.2.1990 ΕΓΣΣΕ, καθορίστηκε πως όσοι εργαζόμενοι συμπλήρωσαν τα 25 έτη υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, έχοντας οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένης εργασίας, έχουν δικαίωμα να λάβουν άδεια 3 εργάσιμων ημερών μαζί με τη νόμιμη, σε περίπτωση που εργάζονται πενθήμερο και 4, αν οι εργάσιμες μέρες τους είναι 6. Έπειτα, με την από 18.5.1998 ΕΓΣΣΕ ορίστηκε ότι οι εργαζόμενοι που απασχολήθηκαν επί 15 έτη στον ίδιο εργοδότη ή έχουν συμπληρώσει 17 έτη προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένης εργασίας, έχουν δικαίωμα σε άδεια 30 εργάσιμων ημερών, εάν ο εργαζόμενος εργάζεται 6 ημέρες ή 25, εάν εργάζεται 5 ημέρες.

Αντιθέτως, με την από 1.1.1999 ΕΓΣΣΕ, τα έτη που απαιτούνται για προϋπηρεσία μειώθηκαν σε 12 και 14 αντίστοιχα. Τέλος, με την από 23.5.2000 ΕΓΣΣΕ, ορίστηκε ότι από 1.1.2000, όσοι εργαζόμενοι εργάστηκαν 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωσαν προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, έχουν δικαίωμα άδειας 30 ημερών, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για σύστημα εξαήμερης εργασίας, ή 25 εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για σύστημα πενθήμερης. Έτσι, με αυτή τη ρύθμιση και με εκείνη της από 18.5.1998 ΕΓΣΣΕ, υπήρξε σιωπηρή κατάργηση, όσον αφορά την περίπτωση των εργαζομένων με 12 έτη προϋπηρεσίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, της κλιμάκωσης του αριθμού ημερών αδείας ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη.

Πηγή Εικόνας: makeleio.gr

Ο μισθωτός έχει δικαίωμα να λάβει άδεια αναψυχής από το πρώτο ημερολογιακό έτος απασχόλησης, αναλογικά με τον χρόνο εργασίας που συμπληρώνει αυτός στον εργοδότη, και, μάλιστα, δεν είναι απαραίτητη η συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας. Ο υπολογισμός της παραπάνω αναλογίας γίνεται βάσει της ετήσιας άδειας 24 εργάσιμων ημερών, εκτός κι αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή 20 εργάσιμες μέρες, οπότε δεν υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας, όπου οι μισθωτοί δεν εργάζονται λόγω του συστήματος εργασίας που εφαρμόζεται. Σύμφωνα με το ά. 1 παρ. 1 ν.3302/2004, η συγκεκριμένη άδεια είναι απαραίτητο να χορηγείται στον εργαζόμενο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του πρώτου ημερολογιακού έτους.

Η άδεια επαυξάνεται κατά μία μέρα, στη διάρκεια του δεύτερου ημερολογιακού έτους και από το χρονικό σημείο κατά το οποίο συμπληρώνονται 12 μήνες απασχόλησης. Επίσης, για το τρίτο ημερολογιακό έτος η άδεια ανέρχεται σε 21 ή 22 μέρες με την πενθήμερη εργασία και σε 25 ή 26 με την εξαήμερη. Αυτό, όμως, εξαρτάται από τον αν αυτός ο μισθωτός, όταν έλαβε την άδεια, είχε συμπληρώσει ή όχι 24 μήνες απασχόλησης στον εργοδότη.

Από την άλλη, η ετήσια άδεια χορηγείται αν υπάρχει μερική απασχόληση με μειωμένο ωράριο και, έτσι, ακολουθεί μια προσμέτρηση όλων των ημερών, όπου εργάσθηκε ο μισθωτός. Βέβαια, οι αποδοχές του εργαζόμενου θα είναι μειωμένες και αυτό εξαρτάται από τον αριθμό των μειωμένων ωρών απασχόλησης, καθώς το ά. 2 παρ. 8 ν.2639/1998, εστιάζει στις αποδοχές που θα ελάμβανε όποιος απασχολείται μερικώς, με την προϋπόθεση να εργαζόταν, όταν είχε άδεια.

Άλλη μια μορφή μερικής απασχόλησης είναι η διαλείπουσα, όπου όποιος μισθωτός εργάζεται για 25 μέρες, δικαιούται το 1/12 της άδειας που λαμβάνει ο πλήρως απασχολούμενος. Οι μέρες άδειας που δικαιούται εξαρτώνται από τους μήνες που θα εργαστεί πραγματικά μέσα στο πρώτο έτος απασχόλησής του. Πιο συγκεκριμένα, για να βγάλουμε ακριβώς το αποτέλεσμα θα διαιρέσουμε το άθροισμα των ημερών που εργάσθηκε ο μισθωτός μέσα στον χρόνο με τον αριθμό 25. Στη συνέχεια, πολλαπλασιάζουμε με το 1/12 του αριθμού, το πηλίκο που προκύπτει που αποτελεί τις ημέρες άδειας και τα ημερομίσθια άδειας που δικαιούται ο μισθωτός πλήρους απασχόλησης και ουσιαστικά είναι 24 εργάσιμες ημέρες, αφού συμπληρωθεί ένα έτος απασχόλησης ή 20 εργάσιμες μέρες, ύστερα από τη συμπλήρωση ενός έτους απασχόλησης που ισχύει για αυτούς που απασχολούνται 6 ή 5 μέρες αντίστοιχα.

Πηγή Εικόνας: aftodioikisi.gr

Ο υπολογισμός της διάρκειας της άδειας γίνεται σε εργάσιμες μέρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να αυξάνεται η ημερολογιακή διάρκειά της, καθώς όλες οι νόμιμες αργίες, Κυριακές και άλλες εορτάσιμες μέρες που συμπίπτουν χρονικά με αυτήν προστίθενται στις ημέρες της άδειας. Σε περίπτωση, βέβαια, που ασθενήσει ο εργαζόμενος, οι ημέρες που νόσησε ο μισθωτός προστίθενται στις ημέρες της άδειας, καθώς δεν θεωρούνται εργάσιμες μέρες. Αντιθέτως, όσοι απασχολούνται με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, στον χρόνο άδειας δεν περιλαμβάνεται η ημέρα της εβδομάδας, όπου δεν εργάζονται λόγω αυτού του συστήματος.

Αν, όμως, έχει χορηγηθεί άδεια στον μισθωτό, στη διάρκεια της οποίας δεν υποχρεούται να εργαστεί και ασθενήσει, δεν υπολογίζονται ως εργάσιμες ημέρες, συνεπώς μπορούν να προστεθούν στον χρόνο της άδειας.

Πηγή Εικόνας: ergasiaka-gr.net

Καταληκτικά, ο θεσμός της άδειας αναψυχής δεν έχει μόνο στόχο την προστασία του μισθωτού, αλλά και το δημόσιο συμφέρον. Συνδέεται αλληλένδετα με το κοινωνικό κράτος, επειδή πετυχαίνει να διατηρεί τον εργαζόμενο πληθυσμό σε ένα υψηλό επίπεδο υγείας και τους δίνει περισσότερο ελεύθερο χρόνο που αποτελεί μέρος του παραγωγικού μηχανισμού. Με λίγα λόγια, είναι ένα κομμάτι του προβλήματος του χρόνου εργασίας στη γενικότερη μορφή του και στην ετήσια διάστασή του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ζερδελής Δημήτρης, Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021
  • Η άδεια αναψυχής μέσα από 10+1 ερωτήσεις-απαντήσεις, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Λάμπου
Κωνσταντίνα Λάμπου
Γεννήθηκε το 2002 στη Ναύπακτο και σήμερα είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στη Νομική σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά, ενώ έχει πάρει μέρος σε διάφορα συνέδρια προσομοίωσης διεθνών και εθνικών οργανισμών. Της αρέσει να ασχολείται με τον εθελοντισμό, για αυτό και είναι ενεργό μέλος σε διάφορες φοιτητικές οργανώσεις. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων και παρακολουθεί σχετικά σεμινάρια με τον τομέα των σπουδών της. Η αρθρογραφία για αυτήν αποτελεί νέο εγχείρημα.