Του Παύλου Πετίδη,
Καθώς η Ευρώπη καταφέρνει με βραδέα βήματα να απομακρύνεται από την πιο ζοφερή οικονομική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, παρά τα σημάδια μιας νέας ύφεσης στη γερμανική οικονομία, οι ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για τις νέες προκλήσεις που αναδύονται και το επίπεδο ετοιμότητας της Ευρώπης απέναντι σε αυτές. Μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του Μαΐου, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα θα υποδεχθούν τους νέους επικεφαλής, οι οποίοι αναμένεται να αναλάβουν άμεσα δράση, αφού οι παγκόσμιες προκλήσεις παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία και αξία ως προς τη διάνοιξη νέων οικονομικών προτεραιοτήτων και πηγών δραστηριοποίησης για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Ποιες είναι, όμως, οι επείγουσες προκλήσεις που απαιτούν συλλογική ευρωπαϊκή δράση; Κατά την προσωπική μου γνώμη, οι προτεραιότητες για τα επόμενα πέντε χρόνια εμπίπτουν σε τρεις ευρείες κατηγορίες.
Η πρώτη και, κατά την άποψη των περισσότερων αξιωματούχων, η πιο επείγουσα, εντοπίζεται στις οικονομικές συνέπειες του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Όντας ήδη μάρτυρες εκτεταμένων φυσικών καταστροφών, το στοίχημα της προσαρμογής της ευρωπαϊκής οικονομίας στα νέα δεδομένα κρίνεται από την ταχύτητα της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παραμένει κεντρικής σημασίας στη συζήτηση για το σχεδιασμό νέων πολιτικών με βιώσιμα αποτελέσματα η επίκληση της πραγματικότητας, η οποία επιβεβαιώνει τα μεγάλα ποσοστά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τον άνθρακα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν χώρες, όπως η Πολωνία και η Εσθονία με 80% παραγωγή από άνθρακα, ενώ είναι πάνω από 40% για την Ελλάδα και τη Γερμανία. Παράλληλα, το περιεχόμενο των επενδυτικών αποφάσεων των επιχειρήσεων, καθώς και των εμπορικών συμφωνιών απαιτείται να συγχρονισθεί με τις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας που υφίσταται.
Η δεύτερη σειρά προκλήσεων εμπίπτει στην κατηγορία ενός μεταβαλλόμενου παγκόσμιου συστήματος εξουσιών. Από τη μία πλευρά, παρατηρούμε τη σταθεροποίηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ως παράγοντα παγκόσμιου οικονομικού ενδιαφέροντος και δραστηριότητας, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για τη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως το 2025. Επιτυγχάνοντας τη μεταφορά του κέντρου της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας από την Αμερική και την Ευρώπη προς την Ασία, η Κίνα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μία ανηλεή εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, που στοχεύει στην αντιμετώπιση των αθέμιτων πρακτικών, που επιτυγχάνονται από τις πρακτικές ανταγωνισμού της Κίνας και στηρίζεται σε δασμολογικά και μη δασμολογικά εμπόδια. Πολλοί αναλυτές, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι με την ακολουθούμενη πολιτική απέναντι στη Κίνα επιδιώκουν να παρουσιάσουν ένα ισχυρό πρόσωπο στη διεθνή αρένα, υποκρύπτουν, όμως, την ερμηνεία της σταθεροποίησης της Κίνας ως ζήτημα ασφάλειας.
Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε έναν ισχυρό οικονομικό προστατευτισμό από τις ΗΠΑ που μεταφράζεται, εν τοις πράγμασι, σε αντίθεση στην πολυμερή διπλωματία και το διεθνές status quo. Οι δύο αυτές προκλήσεις απαιτούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα ξεκάθαρο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο όλα τα πιθανά σενάρια θα εξετάζονται, ενώ βασικές κατευθυντήριες γραμμές θα ορίζουν το πλαίσιο δράσης της ΕΕ στη διεθνή αρένα, ώστε η τελευταία να θέσει τις βάσεις για να γίνει δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια. Σε ό,τι αφορά την Κίνα, παρότι δεν εγκρίνει τους εμπορικούς πολέμους ως μέσο επιβολής πειθαρχίας, η Ευρώπη παρουσιάζεται να μη διαθέτει μία ολοκληρωμένη θέση απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις. Σε σχέση με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της. Καθώς, όμως, οι ευρωπαϊκές προτιμήσεις για την εξωτερική πολιτική αποκλίνουν όλο και περισσότερο από αυτές των ΗΠΑ, στο εγγύς μέλλον, το ζήτημα της μείωσης της στρατιωτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ θα τεθεί επί τάπητος. Η Ευρώπη θα είναι και πάλι απροετοίμαστη.
Η τελευταία κατηγορία προκλήσεων αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η οικονομία της ΕΕ λειτουργεί. Είναι γεγονός ότι μία νέα ύφεση θα βρει την οικονομία της ΕΕ εμφανώς εκτεθειμένη. Πρώτον, υπάρχει μια εμφανής αύξηση των οικονομικών αποκλίσεων μεταξύ περιφερειών και χωρών. Η κοινωνική και οικονομική συνοχή έχει μειωθεί και οι διαιρέσεις είναι πολύ πιο ορατές. Δεύτερον, υπάρχει ελάχιστη ανάγκη να υπερεθνικοποιηθούν τμήματα της εθνικής οικονομικής πολιτικής, που είναι απαραίτητα για την προώθηση και τη διατήρηση μιας νομισματικής ένωσης. Τρίτον, οι λαϊκίστικες και ακόμη εθνικιστικές δυνάμεις, σε πολλές χώρες, δημιουργούν φυγόκεντρες δυνάμεις, όπως αποδεικνύει το Brexit, που αποδυναμώνουν τη συνοχή της ΕΕ.
Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές. Έχει πραγματοποιήσει πρακτικές ασκήσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ενώ έχει συμμετάσχει σε πλήθος συνεδρίων και προσομοιώσεων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών (MUN). Απασχολείται σε Ερευνητικό Κέντρο Οικονομικής Πολιτικής, Διακυβέρνησης και Ανάπτυξης (ΕΚΟΠΔΑ) του Πανεπιστημίου Αθηνών.