14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΤο πράσινο μέλλον της γερμανικής πολιτικής με άρωμα Σουηδίας

Το πράσινο μέλλον της γερμανικής πολιτικής με άρωμα Σουηδίας


Του Κωνσταντίνου Λίκα, 

Στις 20 Αυγούστου 2018, ένα κορίτσι από τη Στοκχόλμη της Σουηδίας αρνείται να παραστεί στο μάθημά της. Αντ’ αυτού, για τρεις εβδομάδες καθόταν έξω από το Κοινοβούλιο της Σουηδίας με ένα πανό με τίτλο: “Skolstrejk för klimatet’’. Ένα δεκαπεντάχρονο τότε κορίτσι, το οποίο αργότερα παραδέχτηκε ότι πάσχει από Σύνδρομο Asperger, καλούσε μια «σχολική απεργία για το κλίμα». Τότε ήταν, σύμφωνα με την κοινή γνώμη, μόνο ένα κορίτσι το οποίο δεν πήγαινε σχολείο και καθόταν να διαδηλώνει για το κλίμα, κατακρίνοντας πολιτικούς. Ελάχιστοι την πήραν στα σοβαρά στην αρχή.

Η Greta Thunberg, ωστόσο, δε βγήκε έτσι απλώς να διαδηλώσει. Στην ηλικία των 11, ενημερώθηκε για το τι εστί κλιματική αλλαγή. Απορούσε γιατί δε συνέβαινε κάτι προς αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος και κατέληξε ανορεξική εξαιτίας του. Αποτέλεσμα είναι οι νευρωτικές διαταραχές, από τις οποίες υποφέρει σήμερα, το σύνδρομο Asperger και το OCD. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι πυρκαγιές στη Σουηδία το καλοκαίρι του 2018, πράγμα που ώθησε τη μικρή Greta να αναλάβει ένα σκοπό πιο μεγάλο από την ίδια.

Αρχικά, βέβαια, ζητούσε από τη Σουηδική κυβέρνηση όπως εφαρμόσει τη Συνθήκη του Παρισιού για το κλίμα. Ο αντικειμενικός της σκοπός, ωστόσο, όπως επίσης και η εικόνα που είχε ήδη σχηματιστεί για εκείνη, αλλάζει σταδιακά. Μια σειρά από ομιλίες σε διάφορα events σε όλη την Ευρώπη αλλά και τον κόσμο, την καθιστούν μια προσωπικότητα καθολικής δημοσιότητας, εφάμιλλη με τους πιο γνωστούς πολιτικούς, χωρίς καν να έχει ενηλικιωθεί.

Κατόπιν τούτου, ξημερώνει η 23η Ιανουαρίου 2019. Η Greta μεταβαίνει σιδηροδρομικώς από τη Σουηδία στο Davos της Ελβετίας και αρθρώνει λόγο μπροστά στην ελίτ της διεθνούς κοινότητας. Ενώ οι άλλοι delegates έφτασαν στον προορισμό τους με 1.500 πτήσεις, η Greta ταξίδεψε 32 ώρες με το τρένο. Και λίγες ημέρες αφότου έφτασε, εξέφρασε με σαφήνεια τη θέση της, λέγοντας: «Δε θέλω να έχετε ελπίδες. Θέλω να πανικοβληθείτε. Θέλω να βιώσετε το φόβο που αισθάνομαι κάθε ημέρα. Και μετά θέλω να δράσετε. Θέλω να δράσετε σαν να ήσασταν σε κρίση. Θέλω να αντιδράσετε σαν να ήταν το σπίτι σε φλόγες –επειδή είναι».

Με τη στάση αυτή, μονιμοποιήθηκε η δημόσια θέση της Greta στο πολιτικό γίγνεσθαι του πράσινου κινήματος στην Ευρώπη. Ξεσπούν έκτοτε διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία και τη Σουηδία, και το κίνημα Fridays for Future είναι πλέον γεγονός και στην Ελλάδα, με ισχυρές μελλοντικές προοπτικές. Η δημόσια θέση της κορυφώνεται στις 23 Σεπτεμβρίου 2019, όταν άρθρωσε τον πλέον διάσημο λόγο της στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, την οποία κατηγορώντας την ότι έκλεψε το μέλλον της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποδεικνύεται πλέον ότι η Greta Thunberg δεν είναι απλώς ένα κοριτσάκι, το οποίο ουρλιάζει για το κλίμα με ένα πανό, αλλά ενσαρκώνει την ίδια την ψυχή των Πρασίνων της Ευρώπης.

Εν τω μεταξύ, στη Γερμανία…

Το παρόν γράφημα συνιστά απεικόνιση αποτελεσμάτων μίας δημοσκόπησης του γερμανικού κρατικού καναλιού ZDF. Σύμφωνα μ’ αυτή, εάν την επόμενη Κυριακή λάμβαναν χώρα εκλογές στη Γερμανία, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Πράσινοι θα είχαν ακριβώς το ίδιο ποσοστό, ήτοι το 27% των ψήφων. Παρατηρούμε, έτσι, δύο πράγματα. Πρώτον, οι Χριστιανοδημοκράτες βρίσκονται σε πτώση 1% μεν, η οποία είναι σημαντική δε. Δεύτερον, οι Πράσινοι αναπτύσσονται ραγδαία, με αύξηση που φτάνει ένα ποσοστό της τάξεως του 3%, η μεγαλύτερη στην περίπτωσή μας. Ενώ η κυρίαρχη δύναμη της κεντροαριστεράς ήταν μέχρι πρότινος οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), εκείνοι βιώνουν τη μεγαλύτερη μείωση, της τάξεως του 2%, στα ποσοστά τους. Αυτό οφείλεται, τόσο στα εσωτερικά προβλήματα των Σοσιαλδημοκρατών, όσο και στην έλλειψη ξεκάθαρων πολιτικών απόψεων, με αποτέλεσμα τη στροφή πολλών ψηφοφόρων στους Πράσινους. Εφόσον πολλοί νέοι Γερμανοί δίνουν μεγάλη σημασία στο κλίμα, είναι αναμενόμενη η εδραίωση των Bündnis 90/Die Grünen ως ναυαρχίδα της Αριστεράς στη Γερμανία γενικότερα. Για τον ίδιο λόγο, παραμένει στάσιμη η αριστερά (Die Linke) όσον αφορά τα ποσοστά της.

Από την άλλη, υφίστανται δύο ανησυχητικές τάσεις. Η μία είναι και η πλέον προφανής, τόσον από άποψη μεγέθους, όσο και από άποψη ιδεολογίας. Η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) αυξάνεται σε απήχηση, κυρίως στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, αλλά και στα δυτικά κρατίδια, αν και σε μικρότερο βαθμό απήχησης, δεδομένης της σφοδρότερης αντίστασης. Για την ακρίβεια, εκπροσωπείται πλέον σε όλα τα κοινοβούλια των κρατιδίων και, όπως αποδείχτηκε στις πρόσφατες εκλογές στη Σαξονία και το Βρανδεμβούργο, έχει τάσεις ανόδου.

Ο λόγος είναι διττός. Αφενός μεν η προσφυγική κρίση απασχολεί ολοένα και περισσότερους Γερμανούς, οι οποίοι αισθάνονται απειλούμενοι. Αφετέρου δε, τα ρήγματα στην GroKo (CDU/CSU & SPD) όπως και η άνοδος των Πρασίνων, που πέραν από ριζικές οικολογικές πολιτικές, προωθούν και αριστερές πολιτικές θέσεις (μεταξύ των οποίων και η υποδοχή περισσότερων προσφύγων), ωθούν ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στην AfD, δεδομένου του γεγονότος ότι αρκετοί ψηφοφόροι όντως θεωρούν την AfD ως βάσιμη εναλλακτική έναντι των Χριστιανοδημοκρατών. Επίσης, για την AfD η κλιματική αλλαγή συνιστά ένα hype, επομένως η απήχησή της Greta στους ψηφοφόρους της αποκτά αρνητική χροιά.

Η άλλη είναι η στασιμότητα των Φιλελεύθερων (FDP). Οι φιλελεύθεροι με πολλές δυσκολίες παραμένουν στο 6%, γεγονός που σημαίνει ότι απειλούνται με έξοδο από το Bundestag εάν αποτύχουν να ξεπεράσουν το 5%. Οι φιλελεύθεροι έχουν τη φήμη ότι στηρίζουν επενδύσεις, την επιχειρηματικότητα, τη μείωση φόρων και τις κεντρώες πολιτικές θέσεις, ενώ με το CDU ομοιάζουν σχετικά με την οικονομική πολιτική, με τους δε Πράσινους έχουν ορισμένα κοινά στην κοινωνική πολιτική, ιδίως στο ζήτημα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων (τονίζεται το «ορισμένα» από τον αρθρογράφο, διότι υφίστανται και σημαντικές διαφορές σχετικά με την οικογενειακή πολιτική).

Ανέκαθεν, το ποσοστό του κόμματος δεν ξεπερνούσε ποτέ το 12% (το μεγαλύτερο που έλαβε ποτέ της), ελέω του κεντρώου χαρακτήρα του. Επομένως, η παράταξη διατηρούσε πάντοτε μια κεντρώα θέση και ήταν προσεκτική στην κριτική των άλλων πολιτικών παρατάξεων. Αυτό δεν την τίμησε πάντοτε, ωστόσο. Το 2013 το FDP έμεινε εκτός της Bundestag, αφότου απέτυχε να ξεπεράσει το 5%, αλλά ο Christian Lindner, ο νέος πρόεδρος της παράταξης, κατάφερε το 2017 να αναστήσει το FDP μετά από την εκλογική του ήττα το 2013. Έκτοτε ακολούθησε την ίδια πολιτική της λογικής κριτικής και πρότασης ορθολογικών, κοστολογημένων πολιτικών με έμφαση στην αποτελεσματικότητα. Συγχρόνως, όμως, έχει αναπτύξει τη φήμη ότι πιο πολύ εξυπηρετεί τα συμφέροντα των επιχειρήσεων (όσο λανθασμένη κι αν είναι η υπεργενίκευση) και αυτή η φήμη εδραιώθηκε με ένα Tweet του Christian Lindner στις 10 Μαρτίου 2019.

«Βρίσκω τέλεια την ενασχόληση των μαθητριών και μαθητών με τα κοινά. Από παιδιά και νέους, όμως, δε μπορεί κανείς να περιμένει ότι αυτοί ήδη βλέπουν όλες τις παγκόσμιες σχέσεις, το τεχνικά λογικό και το οικονομικά εφικτό [πράγμα]. Αυτό είναι ένα πράγμα για επαγγελματίες»

Με τον τρόπο αυτό ο Christian Lindner, ωστόσο, άσκησε κριτική στους Πράσινους (και πολύ συγκεκριμένα, στο Fridays for Future), δεδομένης της απήχησης των αντιλήψεων των τελευταίων για το κλίμα, προκαλώντας δύο συνέπειες. Αφενός μεν εκφράζει πολιτικά τους μετριόφρονες ψηφοφόρους, που δε στηρίζουν τις απόψεις της Greta στο ακέραιο ή στους οποίους δεν αρέσει η ριζοσπαστική φύση του κινήματος Fridays for Future και δεν είναι ευχαριστημένοι με την κλιματική πολιτική του CDU/CSU (οι δε ακραίοι τείνουν να ψηφίζουν AfD ούτως ή άλλως) και κατά συνέπεια αύξησε την απήχησή του σε αυτούς. Αφετέρου δε, όμως, έβαλε το κόμμα στο στόχαστρο ενός σημαντικού μέρους της νεολαίας, που τείνει να ψηφίζει τους Πράσινους –για όλους τους λάθος λόγους, καθώς εκείνοι λαμβάνουν την κριτική αυτή ως προσβολή. Αυτό θα έχει συνέπειες ως προς την πηγή ψηφοφόρων και για τις τυχόν συγκυβερνήσεις με τους Πράσινους.

Φαίνεται μεν ενδιαφέρον, εάν σκεφτεί κανείς ότι το κίνημα των Πρασίνων ξεκίνησε ως αποτέλεσμα της φοβίας των Γερμανών για την πυρηνική ενέργεια. Είχε επιτυχίες, ιδίως μετά από το ατύχημα στην Fukushima Ιαπωνίας το 2011, οπότε η Γερμανική Κυβέρνηση ανακοίνωσε τη σταδιακή απενεργοποίηση των πυρηνικών της εργοστασίων. Η κλιματική αλλαγή άρχισε να γίνεται σημαντική από αυτό το σημείο και εντεύθεν. Η Greta Thunberg, με τις πράξεις της, εδραίωσε τους Πράσινους στην κορυφή της Γερμανικής πολιτικής. Πλέον, όπως προαναφέρθηκε, όποιος τολμήσει να αντισταθεί στο πράσινο κύμα, χάνει τους πιο πολλούς νεαρούς ψηφοφόρους του, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το εκλογικό του μέλλον (δε σημαίνει ότι θα εξαφανιστεί απαραίτητα από τον εκλογικό χάρτη, αλλά δε θα μπορεί να είναι και σίγουρος για την πολιτική του πορεία).

Είναι όντως το μέλλον που έρχεται πράσινο για τη Γερμανία;

Αναπόφευκτα, ναι. Όταν λέμε «πράσινο μέλλον», βέβαια, τονίζεται ότι οι Πράσινοι θα έχουν από εδώ και στο εξής έναν κυρίαρχο ρόλο στη Γερμανική πολιτική σκηνή και δε θα υφίσταται κανένα ενδεχόμενο συνασπισμού χωρίς αυτούς. Δεν απαιτείται να είναι η πρώτη ή η δεύτερη σε ισχύ παράταξη για αυτόν το σκοπό, καθώς και οι Χριστιανοδημοκράτες παραμένουν ισχυροί, σε όλες τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, ήτοι σε ομοσπονδιακό και σε επίπεδο κρατιδίων.

Από εκεί και πέρα, υπάρχουν δύο σενάρια συγκυβέρνησης. Καθώς η GroKo αποδείχτηκε προβληματική και δεν υπάρχει καμία περίπτωση συγκυβέρνησης με το AfD, δύο είναι τα πιθανά σενάρια.

  • Jamaika (CDU/CSU, Grüne, FDP). Φαινομενικά μια αποτυχημένη συνταγή, διότι είχε αποπειραθεί στο παρελθόν. Τα αποτελέσματα δεν ήταν και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Ο Christian Lindner, με το περιβόητό του: «Es ist besser, nicht zu regieren, als falsch zu regieren», το οποίο σημαίνει στα ελληνικά: «Είναι καλύτερο να μην κυβερνήσουμε από το να κυβερνήσουμε λάθος», ακύρωσε τις διαπραγματεύσεις με τους Πράσινους και τους Χριστιανοδημοκράτες το 2013, λόγω της τεράστιας ιδεολογικής απόστασης με τους Πράσινους. Μπορεί για το FDP να σήμαινε ότι δε θα ανεχόταν ιδεολογικές εκπτώσεις, πράγμα θετικότατο για τους ψηφοφόρους του, οι άλλες παρατάξεις όμως -και πολλές Γερμανίδες και πολλοί Γερμανοί μαζί, ακόμα και από τους Χριστιανοδημοκράτες– το έκριναν ως πολιτικά ανώριμο και κρίνονται υπεύθυνοι για την υποχρέωση σχηματισμού της GroKo. Από το 2021, όμως, δεδομένης της φθοράς της GroKo, εάν δε μπορεί να σχηματιστεί Rot-Rot-Grün κυβέρνηση, ιδίως βάσει της δημοσκόπησης, συνιστάται ως το μοναδικό ρεαλιστικό ενδεχόμενο συγκυβέρνησης. Το άλλο, δεδομένου του γεγονότος ότι κανείς δε θέλει να συνεργαστεί με την AfD, είναι η ακυβερνησία της χώρας, πράγμα που στην Γερμανία δεν είναι επιθυμητό, ακόμα και από το FDP. Εκτιμάται σε αυτήν την περίπτωση ότι θα βάλουν νερό στο κρασί τους.
  • Rot-Rot-Grün (SPD, Linke, Grüne). Βάσει της προαναφερθείσας δημοσκόπησης, τα κόμματα αθροιστικά συγκεντρώνουν το 47% των ψήφων. Ναι μεν δε μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση με αυτά τα ποσοστά, αλλά απαιτείται μια μικρή αλλαγή στις πραγματικές εκλογές για να ανατραπούν τα πράγματα. Λόγω της στασιμότητας της αριστεράς και της ελεύθερης πτώσης των Σοσιαλδημοκρατών, αυτό ρεαλιστικά σημαίνει ότι, ceteris paribus για την SPD, πρέπει οι Πράσινοι να αυξήσουν τα ποσοστά τους, πράγμα που δεν είναι και αδύνατο. Άλλωστε, αυτός ο συνασπισμός ήδη υπάρχει σε διάφορα κρατίδια, όπως π.χ. στο Βερολίνο και στη Βρέμη. Εφόσον η Jamaika θα αντιμετώπιζε δυσκολίες, εάν τα ποσοστά είναι ιδανικά, αυτό θεωρείται ως το πιο πιθανό ενδεχόμενο.
  • Τονίζεται ως τρίτο ενδεχόμενο η περιβόητη GroKo (CDU/CSU, SPD). Η GroKo με πολύ μεγάλες δυσκολίες και μόνο εάν και εφόσον αποτύχουν όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να σχηματιστεί (αυτό άλλωστε συνέβη το 2017 με την αποτυχία της Jamaika). Δεδομένων των προαναφερθέντων, ωστόσο, και πάλι δε θεωρείται πιθανό σενάριο. Άλλωστε στην δημοσκόπηση η GroKo αποτυγχάνει να μαζέψει την απαραίτητη πλειοψηφία, ενώ συγκεντρώνει μόνο ένα σεβαστό αλλά ανεπαρκές 40%. Κατά πάσα πιθανότητα θα ζητούταν η συνεισφορά των Πρασίνων ή/και των Φιλελεύθερων, πράγμα που περιπλέκει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ δύο παρατάξεων, με συνακόλουθες πτώσεις στα ποσοστά τους.

Συμπερασματικά, το «πράσινο μέλλον» της Γερμανίας, με άρωμα Σουηδίας ελέω Greta Thunberg, ήρθε για να αλλάξει τη Γερμανική πολιτική. Το εάν θα είναι μόνιμη ή περιστασιακή η εν λόγω αλλαγή θα κριθεί από τις επόμενες εκλογές. Ωστόσο, η Γερμανική πολιτική γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκη, με ολοένα και περισσότερους πολίτες να δηλώνουν απογοήτευση με την κατάσταση στη χώρα. Αυτό που είναι γνωστό, ωστόσο, είναι η εδραίωση της AfD ως μιας ακραίας, περιφερειακής παράταξης με ολοένα και αυξανόμενο βαθμό απήχησης, άνευ προοπτικής κυβερνήσεως μεν, υπαρκτής δε ως ζωντανού στοιχείου της πλέον ακραίας έκφρασης δυσαρέσκειας με το πολιτικό status quo της Γερμανίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.


Κωνσταντίνος Λίκας

Γεννήθηκε το 1995 στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Εφαρμοσμένα Οικονομικά και Χρηματοοικονομικά του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Master of Finance της Frankfurt School of Finance and Management. Ενδιαφέρεται κυρίως για διεθνή χρηματοοικονομικά, τραπεζικά, φορολογικά και εμπορικά ζητήματα, όπως και για γερμανικά, αλβανικά, ιαπωνικά και διεθνή πολιτικά ζητήματα. Ενδιαφέρεται επίσης για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Είναι υπότροφος της διεθνούς ακαδημαϊκής υποτροφίας (IPS) του Γερμανικού Κοινοβουλίου και της DAAD. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, τουρκικά, αλβανικά και ελληνικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ