Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το χρήμα λειτουργεί, κυρίως, ως μέσο ανταλλαγής για την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών, ως λογιστική μονάδα για τον καθορισμό των τιμών και ως μέσο αποθήκευσης αξίας για την αποταμίευση των ατόμων σε μία οικονομία. Επιπλέον, χρησιμοποιείται από μια μερίδα επενδυτών και για κερδοσκοπία στην αγορά συναλλάγματος και χρήματος.
Χρήμα στην οικονομική θεωρία μπορεί να θεωρηθεί ένα σπάνιο καθαρό εμπόρευμα (π.χ. χρυσός, ασήμι κ.α.), τίτλοι/πιστοποιήσεις που αντιπροσωπεύουν αξιώσεις για ένα εμπόρευμα και χρησιμοποιούνται αντί του ίδιου του εμπορεύματος για τις συναλλαγές (κανόνας χρυσού), καθώς, επίσης, και το λεγόμενο fiat money, δηλαδή, το χρήμα που καθορίζεται με κυβερνητικό διάταγμα και δεν έχει εγγενή αξία (αυτό που ισχύει στο σήμερα).
Ακόμη μία διάκριση του χρήματος γίνεται μεταξύ του «εξωγενούς» και του «ενδογενούς». Με τον όρο εξωγενές αναφερόμαστε στο χρήμα που αποτελεί ενεργητικό στοιχείο μιας οικονομίας, αλλά δεν είναι στοιχείο του παθητικού κανενός και δημιουργείται από τις Κεντρικές Τράπεζες των κρατών. Ενδογενές ονομάζεται το χρήμα που στηρίζεται στις πιστώσεις του ιδιωτικού τομέα και παράγεται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (κυρίως τις εμπορικές τράπεζες).
Για να κατανοήσουμε τον όρο του εξωγενούς χρήματος στην οικονομία, πρέπει να κατανοήσουμε τον ρόλο των Κεντρικών Τραπεζών, οι οποίες λειτουργούν ως τράπεζες για τους χρηματοοικονομικούς διαμεσολαβητές της αγοράς. Δηλαδή, μέσω της δυνατότητας που έχουν για άμεση, αλλά και έμμεση, παροχή ρευστότητας στις εμπορικές τράπεζες, μέσω ενός πακέτου εργαλείων, επηρεάζουν την προσφορά και τη ροή του χρήματος και των πιστώσεων στις αγορές, ασκώντας επεκτατική ή περιοριστική νομισματική πολιτική, ανάλογα την κατάσταση της οικονομίας και τους στόχους που έχει θέσει η Κεντρική Τράπεζα.
Οι περισσότερες σχολές οικονομικής σκέψης (νεοκλασικοί και νεοκεϋνσιανοί) συμφωνούν ότι μακροχρόνια το χρήμα είναι ουδέτερο, δηλαδή οι μεταβολές στον ρυθμό αύξησης της προσφοράς χρήματος επηρεάζουν τον πληθωρισμό, αλλά όχι τις πραγματικές οικονομικές μεταβλητές. Συνεπώς, για τους περισσότερους οικονομολόγους, υπάρχει κοινή τομή ως προς τους στόχους της Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή τη διατήρηση ενός χαμηλού και σταθερού πληθωρισμού, ώστε να επιτυγχάνεται χρηματοοικονομική σταθερότητα, εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, σταθερότητα των τιμών και πλήρης απασχόληση (το ποσοστό της οποίας είναι σχετικό).
Η ρήξη που υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις δύο σχολές οικονομικής θεωρίας, είναι σχετικά με το ποια πρέπει να είναι η νομισματική πολιτική και οι επιδράσεις της κατά τη βραχυχρόνια περίοδο σε μια οικονομία. Ουσιαστικά, το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το σημείο είναι: Στη νομισματική πολιτική, πρέπει να επιβάλλονται αυστηροί σταθεροί κανόνες ή πρέπει τα «χέρια» των Κεντρικών Τραπεζών να είναι λυμένα και να αφήνεται στη διακριτική τους ευχέρεια;
Γενικά, οι υποστηρικτές των κανόνων στη μακροοικονομική πολιτική είναι οι μονεταριστές, οι νεοκλασικοί και, παλαιότερα, οι κλασικοί οικονομολόγοι. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί πιστά ένα σύνολο απλών, προκαθορισμένων και δημοσίως γνωστών κανόνων, ώστε να ελέγχει συνετά και αποτελεσματικά την προσφορά του χρήματος και, συνεπώς, τον πληθωρισμό.
Αντίθετα, η πλειοψηφία των νεοκεϋνσιανών και, παλαιότερα, των κεϋνσιανών οικονομολόγων υποστηρίζουν την ελευθερία της Κεντρικής Τράπεζας να ασκεί νομισματική πολιτική, όπως κρίνει εκείνη απαραίτητη, ανάλογα με τις εκάστοτε συγκυρίες που συντρέχουν στην οικονομία. Απώτερος σκοπός της θα πρέπει να είναι ο χαμηλός πληθωρισμός, η σταθερότητα, η οικονομική μεγέθυνση και τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας, καθιστώντας την Κεντρική Τράπεζα πιο «ενεργή». Η συγκεκριμένη ομάδα οικονομολόγων, βέβαια, ισχυρίζεται πως όταν αρχίσει να γίνεται αναποτελεσματική η νομισματική χαλάρωση σε περιόδους ύφεσης, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να επέμβει στην οικονομία η Κυβέρνηση, ασκώντας επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η αιτία της δημιουργίας «φούσκας» σε χρηματιστήρια και αγορές και, κατ’ επέκταση, ύφεσης συνολικά στην οικονομία ήταν η υπερβάλλουσα προσφορά χρήματος, από το Μεγάλο «Κραχ» του ’29 στις Η.Π.Α., μέχρι και το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του ’70 (αυτά τα δύο αποτελούν τρανταχτά παραδείγματα της ιστορίας). Η λογική πίσω από αυτό βασίζεται στις θεωρίες των μονεταριστών. Βραχυπρόθεσμα, καθώς η διαθεσιμότητα χρημάτων στο σύστημα αυξάνεται, η συνολική ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, επίσης, αυξάνεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγήσει σε βραχύβια οικονομική μεγέθυνση και μείωση της ανεργίας, αλλά μακροπρόθεσμα οδηγεί μόνο στην άνοδο του πληθωρισμού. Κάτι που διαπιστώνεται και σήμερα, έπειτα από μια δεκαετία ακραίας νομισματικής χαλάρωσης σε πολλά ανεπτυγμένα κράτη παγκοσμίως.
Στους μονεταριστές συμπεριλαμβάνονται πολλοί καταξιωμένοι οικονομολόγοι της σύγχρονης Ιστορίας. Αυτός, όμως, που ξεχωρίζει είναι ο Milton Friedman. Έπειτα από έρευνά του, μαζί με τη συνεργάτιδά του Anna Schwartz, για τη νομισματική ιστορία των Η.Π.Α., υποστήριξαν ότι οι διακυμάνσεις στην προφορά του χρήματος ιστορικά είναι ίσως η βασική πηγή διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου. Το χρήμα λειτουργεί όπως και ένα εμπόρευμα. Όταν η προσφορά δεν ακολουθεί τη ζήτηση, δημιουργείται είτε μεγάλη κάθοδος στην αξία του είτε μεγάλη άνοδος. Για τις Κεντρικές τράπεζες είναι ιδιαίτερα δύσκολο να παρέχουν τις ακριβώς απαραίτητες «ενέσεις» ρευστότητας, για να τονώσουν τη ζήτηση στις επενδύσεις και την κατανάλωση. Αρχικά, χρειάζεται πολύ χρόνος για να συλλέξει τα κατάλληλα δεδομένα από τις αγορές και να τα επεξεργαστεί. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά την επίδραση που έχει μία αύξηση της προσφοράς χρήματος στην οικονομία σε περίοδο ύφεσης. Μέχρι και οι οικονομολόγοι της κεϋνσιανής σχολής, τρέφουν μεγαλύτερη συμπάθεια στη δημοσιονομική πολιτική, θεωρώντας την πιο αποτελεσματική και άμεση. Επιπλέον, ο Friedman είχε τονίσει ότι υπάρχουν μεγάλες και μεταβαλλόμενες χρονικές υστερήσεις ανάμεσα στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής και τα οικονομικά της αποτελέσματα.
Στο σημείο που καταλήγουν οι μονεταριστές είναι ότι οι αγορές, αν και δεν είναι τέλειες, είναι πιο αποτελεσματικές από την κεντρική διαχείριση του κράτους. Μέχρι να συνειδητοποιήσει η Κεντρική Τράπεζα το μέγεθος της ύφεσης και να λάβει τις αποφάσεις για τα μέτρα που θα λάβει, πολλές ανοιχτές αγορές, που έχουν έντονα τα χαρακτηριστικά του υγιούς ανταγωνισμού, έχουν καταφέρει να προσαρμόσουν ήδη τιμές και μισθούς. Συνήθως, όποια καθυστέρηση μπορεί να υπάρξει και να δημιουργήσει ακαμψία στις τιμές και τους μισθούς οφείλεται στην ύπαρξη εμποδίων στην αγορά, αλλά και στην αβεβαιότητα και αστάθεια που έχουν δημιουργήσει πολιτικοί παράγοντες. Επιπρόσθετα, ο μηχανισμός των τιμών στο σύστημα της αγοράς δουλεύει καλύτερα, όταν οι τιμές είναι σταθερές και οι σχετικές τιμές μπορούν να προσαρμοστούν σύμφωνα με τις δυνάμεις του οικονομικού συστήματος. Κάτι που πρέπει να εγγυάται από τους κανόνες της νομισματικής πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας.
Εν κατακλείδι, τόσο οι ενέργειες μιας Κυβέρνησης όσο και μιας Κεντρικής Τράπεζας πρέπει να είναι συγκεκριμένες και να ακολουθούν κάποιους βασικούς κανονισμούς. Οι συνεχόμενες παρεμβάσεις των Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και οι αντισυμβατικές πολιτικές που χρησιμοποιήθηκαν, ειδικά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του ’08, δημιούργησαν «ανοσία» στις αγορές, αφού αυτές καταφέρνουν να προεξοφλούν σε μεγάλο βαθμό κάθε μελλοντική τους κίνηση. To forward guidance (σηματοδότηση) των Κεντρικών Τραπεζών, έπειτα πολύ καιρό, έχασε την αποτελεσματικότητά του, όπως και αλλά εργαλεία τους. Το μόνο, πλέον, αποτελεσματικό εργαλείο που έχει στη «φαρέτρα» της μια Κεντρική Τράπεζα για να «δαμάσει», τη συγκεκριμένη περίοδο, το «τέρας» του πληθωρισμού είναι η άμεση αύξηση των βασικών επιτοκίων διευκόλυνσης καταθέσεων και δανεισμού. Οι διακριτικές παρεμβάσεις των Κεντρικών Τραπεζών φαίνεται πως έχουν αρχίσει, για ακόμα μια φορά, να εξασθενούν. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας πως ο ρόλος του κράτους και των Κεντρικών Τραπεζών είναι να προσφέρουν διαφάνεια και σταθερότητα και όχι περαιτέρω αβεβαιότητα και αστάθεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τι είναι το χρήμα;, bankofgreece.gr, διαθέσιμο εδώ
- Μακροοικονομική, Andrew B. Abel, Ben S. Bernanke, Dean Croushore, Εκδόσεις Κριτική
- Οι επιπτώσεις του κυρίου Keynes, James M. Buchanan, Richard E. Wagner, John Burton, Εκδόσεις Φιλελεύθερος