Της Αθηνάς-Νεφέλης Βούκουνα
Τα αποτελέσματα της, πολύ πρόσφατης, πρώτης συμμετοχής της Ελλάδας στην παγκόσμια έρευνα αξιών, World Values Survey(WVS), παρουσιάζουν έναν στους τρεις Έλληνες να μην θέλει ομοφυλόφιλους γείτονες, έναν στους πέντε να μην θέλει μετανάστες ή άτομα άλλης φυλής στο κτίριο που διαμένει και περίπου το 22% να μην επιθυμεί αλλόθρησκους στην διπλανή πόρτα.
Για άλλη μια φορά, η σαθρότητα της ελληνικής κοινωνίας ξεδιπλώνεται απλόχερα μπροστά στα μάτια μας. Σύσσωμοι οι Έλληνες πολίτες δηλώνουν ξεκάθαρα στο πόρισμα της έρευνας ότι ένας από τους χειρότερους γείτονες που θα μπορούσε να τους «τύχει» είναι ένας ομοφυλόφιλος. Ναι (!) καλά ακούσατε. Η απάντηση δεν ήταν ένας δολοφόνος, ένας ληστής, ένας βιαστής, ένας παιδεραστής. Ήταν ένας gay, ένας bisexual, ένας trans, μια lesbian. Όταν ένας Έλληνας αισθάνεται περισσότερη ασφάλεια να ζει στο διπλανό του διαμέρισμα ένας κακοποιός, παρά ένα άτομο της LGBTQ κοινότητας ,αυτόματα κατανοούμαι ότι ο ρατσισμός και η ομοφοβία έχουν ριζώσει στην ελληνική κοινωνία και ολοένα πιο πολύ διαβρώνουν τα αξιακά της θεμέλια. Ας πιάσουμε ,όμως, τα πράγματα από την αρχή…
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, διερευνώντας τις αιτίες ,που καλλιεργούν το μίσος για την σεξουαλική διαφορετικότητα, στην Ελλάδα. Η άγνοια αποτελεί σίγουρα έναν παράγοντα που προκαλεί τον φόβο και την επιφυλακτικότητα. Πολλοί Έλληνες, κυρίως, οι μεγαλύτερης ηλικίας, μη γνωρίζοντας επακριβώς τα είδη των ποικίλλων σεξουαλικών ταυτοτήτων, καθώς και μη όντας εξοικειωμένοι με το διαφορετικό κυριεύονται από το φόβο προς το άγνωστο και γίνονται επιφυλακτικοί και καχύποπτοι. Ίσως, βέβαια, είναι και τα κοινωνικά στεγανά και στερεότυπα που επιδεινώνουν τον ρατσισμό. Ο σεξουαλικά διαφορετικός αποτελεί , κατά κανόνα, για την ελληνική κοινωνία τον πιο αδύναμο, τον νοητικά υποδεέστερο, τον ανήθικο, τον αναξιοπρεπή. Όταν ,λοιπόν, τα ελληνόπουλα καθημερινά ακούνε το σχολικό, οικογενειακό ή φιλικό τους περιβάλλον να αναπαράγει αυτές τις κοινωνικές προκαταλήψεις σε συνδυασμό με την παραπληροφόρηση και την έλλειψη παιδείας και σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης , είναι επακόλουθο να εντυπωθεί στην συνείδησή τους η ιδέα ότι τα μέλη της LGBTQ κοινότητας υστερούν σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ανθρώπους . Από την άλλη, τόσο η εμμονική προσκόλληση σε θρησκευτικές δοξασίες και ο μεγάλος βαθμός επιρροής της εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία , όσο και η αναβίωση εθνικιστικών και φασιστικών θεωριών διαιωνίζουν το αέναο μίσος και τον σεξουαλικό ρατσισμό. Ο «διαφορετικός» στιγματίζεται, περιθωριοποιείται.
Ωστόσο, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, έτσι και ο σεξουαλικός ρατσισμός διαθέτει και μια πολιτική οπτική και χροιά. Συχνά, παρατηρούμε ότι τα ζητήματα και τα προβλήματα των ομοφυλόφιλων αποτελούν αντιπαράθεση ανάμεσα στους κομματικούς φορείς της πολιτικής ζωής της χώρας. Πολλές φορές θεωρούμε δεδομένο ότι τα περισσότερο συντηρητικά κόμματα θα είναι εκείνα που θα τάσσονται κατά της ελευθερίας και των διευρυμένων δικαιωμάτων της ΛΟΑΤ κοινότητας. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγοι οι κατ’ επίφαση προοδευτικοί κομματικοί φορείς που σπεύδουν να καταδικάσουν και να κατακρίνουν καθετί «διαφορετικό» , θέτοντάς το στο στόχαστρο. Άλλες πάλι φορές, όταν αυτό συμπλέει με τα εκάστοτε συμφέροντά τους , τα ίδια κόμματα χρησιμοποιούν τακτικές ψηφοθηρίας κάνοντας δεκτά κάποια πάγια αιτήματα των ομοφυλόφιλων, με απώτερο σκοπό να καρπωθούν την ψήφο τους. Εξάλλου, κάθε θέμα σχετικό με τις σεξουαλικές ταυτότητες λειτουργεί ως «άσσος στο μανίκι » των φορέων πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι γνωρίζοντας πολύ καλά το πολιτικό παιχνίδι ,θέτουν σε ψηφοφορία ζητήματα των ΛΟΑΤ, προκαλώντας (εν γνώσει τους) θύελλα αντιδράσεων στην ελληνική κοινωνία και αποπροσανατολίζοντας τους πολίτες από τα αληθινά τους προβλήματα.
Ως απόρροια όλων αυτών των ελλείψεων και των παθογενειών της κοινωνίας αλλά και της ελληνικής πολιτικής ζωής, την θέση της ανεκτικότητας και της αγάπης προς τον συνάνθρωπο έχει καταλάβει η ομοφοβία και οι κοινωνικές διακρίσεις. Καθημερινά, οι Έλληνες με διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις βιώνουν ακραίες συμπεριφορές και διακρίσεις στο σχολικό, οικογενειακό, φιλικό ή και εργασιακό τους περίγυρο. Συχνά, οι ομοφυλόφιλοι τυγχάνουν διαφορετικής αντιμετώπισης και δεν έχουν της ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης, εργασίας ή κοινωνικής ζωής. Αντιμετωπίζονται ως μιάσματα της κοινωνίας , στιγματίζονται για όλη τους την ζωή και αντιμετωπίζουν την περιθωριοποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε πιο ακραίες εκφάνσεις της ομοφοβίας, τα μέλη της LGBTQ κοινότητας έρχονται αντιμέτωποι με λεκτική, ψυχολογική ,σωματική βία ή ακόμα και με «λιντσάρισμα» σε κάθε τους δημόσια εμφάνιση. Ως φυσικό επακόλουθο, πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν συμπλέγματα κατωτερότητας , ενώ άλλοι γίνονται αντιδραστικοί, προκλητικοί ή βίαιοι , βιώνοντας την βαθιά απόρριψη και βλέποντας τον εαυτό τους να μετατρέπονται σε «αποδιοπομπαίο τράγο». Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος βίας και απογοήτευσης που διογκώνεται μέρα με την μέρα, στενεύοντας ασφυκτικά τον κλοιό.
Όταν η ίδια η ελληνική κοινωνία δεν είναι σε θέση να αποδεχτεί το σεξουαλικά «διαφορετικό» και έχει αργοπορήσει τόσο πολύ, σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες, στο να δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για την ομαλή ένταξη και αποδοχή των LGBTQ μελών, τα τελευταία αντιμετωπίζουν δυσκολίες ακόμη και σε απλά καθημερινά ζητήματα. Διστάζουν να ανοιχτούν στο οικογενειακό τους περιβάλλον, να ντυθούν όπως αυτοί θέλουν, να κυκλοφορήσουν ή να πιαστούν χέρι-χέρι με το ταίρι τους δημόσια, καθώς η «πουριτανή» ελληνική κοινωνία σοκάρεται με το «αποτρόπαιο» θέαμα , όταν την ίδια στιγμή μπροστά στα μάτια της, πατεράδες βιάζουν τα παιδιά τους και σκοτώνουν τις γυναίκες τους. Όταν στα ελληνικά σχολεία απουσιάζει το μάθημα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, αλλά και οι ψυχολόγοι που θα βοηθούν τα παιδιά να ανακαλύψουν την σεξουαλική τους ταυτότητα και να αποδεχθούν πρώτα τα ίδια τον εαυτό τους, τότε η άγνοια και ο φόβος για το «διαφορετικό» θα διαιωνίζεται και θα βασιλεύει. Όταν ένα ελληνόπουλο βλέπει τους γονείς του να ψηφίζουν σε μια έρευνα ότι δεν θέλουν για γείτονα έναν ομοφυλόφιλο ,πώς θα τολμήσει να τους αποκαλύψει την σεξουαλική του διαφορετικότητα; Κι έτσι, αντικρίζουμε παιδιά που μεγαλώνουν καταπιέζοντας τον εαυτό τους, αρνούμενα την ίδια τους τη φύση και έχοντας ενοχές για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις , που μετατρέπονται σε δυστυχισμένους ενήλικες, διότι πολύ απλά σε όλη τους την ζωή αναζητούν την αποδοχή που δεν ένιωσαν από την οικογένεια και την κοινωνία. Διότι, δεν τους έμαθε κανείς ότι δεν είναι «μη κανονικοί» ή «διαφορετικοί» , είναι απλά «ξεχωριστοί» και «μοναδικοί», όπως κάθε άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη…