Του Μενέλαου Γιώτη,
Στο προηγούμενο άρθρο, ξεκινήσαμε μια αναδρομή στην παρουσία της Σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας. Σε αυτό το άρθρο συνεχίζεται η ανασκόπηση, καλύπτοντας μια περίοδο από τη Μεταπολίτευση έως και το 1989.
Η 3η Σεπτέμβρη 1974 και η νέα αρχή
Ήταν 3 Σεπτεμβρίου 1974, όταν άνοιγε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο στην ελληνική σοσιαλδημοκρατία, καθώς με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Ανδρέας Παπανδρέου ιδρύει ένα νέο κόμμα, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ). Για πρώτη φορά για τα ελληνικά δεδομένα, δημιουργείται ένας πολιτικός σχηματισμός με ξεκάθαρο σοσιαλιστικά – σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Μέχρι πριν τη δικτατορία δεν είχε υπάρξει άλλο κόμμα με κορμό τη σοσιαλδημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ θα αποτελούσε μια νέα προοπτική για την προοδευτική και δημοκρατική παράταξη. Ακόμη, το πιο βασικό ήταν ότι θα την εκπροσωπούσε ένας σχετικά άφθαρτος, αλλά εξαιρετικά χαρισματικός, όπως αποδείχτηκε, πολιτικός. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αντιληφθεί ήδη πως η Ένωσις Κέντρου, που επανεμφανίστηκε, δεν είχε τίποτα περισσότερο να προσφέρει, αφού πλέον δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ότι η Ένωσις Κέντρου ήταν διαμορφωμένη, έτσι ώστε να μην έθετε ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές με τη Δεξιά συντήρηση, η οποία πλέον εκπροσωπούνταν από το νεοσύστατο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι.
Ο Α. Παπανδρέου, λοιπόν, παρά την πρόταση που είχε να ηγηθεί της ΕΚ, επέλεξε για τους παραπάνω λόγους να ανοίξει έναν νέο δρόμο στην πολιτική. Όντας απόλυτα ικανός να πιάσει τον παλμό της κοινωνίας, πήρε το πολιτικό ρίσκο να αφήσει την «ασφάλεια» της ΕΚ, έτσι ώστε να δημιουργήσει ο ίδιος την ευκαιρία να γράψει ένα μεγάλο μέρος της Ιστορίας της Μεταπολίτευσης με τον δικό του τρόπο και, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, δικαιώθηκε για την επιλογή αυτή.
Το ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, στις πρώτες εκλογές, το 1974, συγκέντρωσε το 13,58% της λαϊκής ψήφου και αναδείχθηκε ως η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Μπορεί το ποσοστό να έμοιαζε μικρό ως πρώτη εικόνα, όμως ήταν ένα μεγάλο πρώτο βήμα προς την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Κι αυτό αποδείχθηκε μετέπειτα, καθώς παρά το ότι η ΕΚ ήταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Α. Παπανδρέου ήταν αυτός ο οποίος ασκούσε την πιο δυναμική κριτική στον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και στην κυβέρνησή του. Αυτό συνέβαινε, διότι το ΠΑΣΟΚ αποδεικνυόταν πως είχε ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές από τη ΝΔ και τα δύο κόμματα σύντομα θα διαμόρφωναν τους δύο πόλους ενός υγιούς δυτικοευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, τους πόλους της Προόδου και του Συντηρητισμού.
Επιπροσθέτως, το ΠΑΣΟΚ συνδέθηκε έντονα, εκείνη την εποχή, με ένα μεγάλο μέρος του αντιδικτατορικού αγώνα, αφού πολλά από τα στελέχη προέρχονταν από την ΕΑΜική Αντίσταση και την παραδοσιακή Αριστερά. Η ΕΚ, ωστόσο, ήταν πλέον μια ξεθωριασμένη πολιτική δύναμη που παρέμενε ένα συνονθύλευμα απόψεων και θέσεων, που σε καμία περίπτωση, για τη νέα εποχή που έμπαινε η δημοκρατία μας, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια ελκυστική επιλογή για τον ελληνικό λαό. Η δυναμική του ρεύματος του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώθηκε και εκλογικά το 1977, καθώς το Κίνημα σχεδόν διπλασίασε τα ποσοστά του και ανέβηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο καταποντισμός της ΕΚ και η σημαντική πτώση των ποσοστών της ΝΔ άνοιξε τον δρόμο στο ΠΑΣΟΚ και στον ιδρυτή του να ανέλθουν, τελικά, στην εξουσία, 4 χρόνια αργότερα.
Η άνοδος στην εξουσία (1981-1989)
Πριν πούμε οτιδήποτε για την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Α. Παπανδρέου, θα ήταν χρήσιμο να αναλύσουμε το κλίμα που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία μέχρι τις εκλογές του 1981. Ο ελληνικός λαός και ειδικά οι γενιές που βίωσαν στο πετσί τους το μετεμεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς της ΕΡΕ, αλλά και της δικτατορίας, επιθυμούσαν μια πραγματική πολιτική αλλαγή. Το ΠΑΣΟΚ και ο Παπανδρέου έδειχναν ικανοί να κάνουν πράξη πολλά από τα αιτήματα και τις θέσεις τους, για τα οποία πάλευαν πολλές δεκαετίες. Επιπλέον, η κοινωνία στο σύνολό της είχε πραγματική ανάγκη να κάνει μεγάλα και πολλά βήματα προόδου. Για παράδειγμα, οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ για αποκέντρωση των εξουσιών, για το νέο οικογενειακό δίκαιο, για την κατάργηση του θεσμού της προίκας, την ανάγκη να υπάρξει ένα καλύτερο δημόσιο σύστημα υγείας, τη θέσπιση του πολιτικού γάμου ως ισότιμου με τον θρησκευτικό κ.λπ., ήταν μια σειρά από προτάσεις και θέσεις που η κοινωνία πλέον τις απαιτούσε, ενώ μια συντηρητική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να τις κάνει πράξη με την ίδια ευκολία. Κι αυτό για δύο λόγους: αρχικά, θα έπρεπε να έρθει σε σύγκρουση με το εκλογικό της ακροατήριο, που σε δύο λέξεις μεταφράζεται σε «πολιτικό κόστος», και δευτερευόντως, διότι δεν θα τις πίστευαν πραγματικά, πόσο μάλλον να τις υλοποιήσουν με σωστό τρόπο.
Συμπερασματικά, λοιπόν, οι κυβερνήσεις της ΝΔ 1974 – 1981 με πρωθυπουργούς τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Γεώργιο Ράλλη, ήταν ομολογουμένως ένας πολύ ασφαλής τρόπος για να επιστρέψει και χτιστεί πιο ισχυρή η κοινοβουλευτική δημοκρατία στη χώρα μας. Πράγματι, έγιναν σπουδαία βήματα στη σωστή κατεύθυνση και η σοβαρή κρίση με την Τουρκία αντιμετωπίστηκε με επιτυχία και αποτελεσματική διπλωματία. Έτσι, οι κυβερνήσεις της ΝΔ δεν ήταν κυβερνήσεις που έκαναν ζημιά στη χώρα και στον λαό, αντιθέτως, υπηρέτησαν τον σκοπό τους, που ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας, η περαιτέρω εκδημοκράτιση των θεσμών και του κοινοβουλευτισμού (νομιμοποίηση ΚΚΕ) και, το πιο σημαντικό, η στρατηγικής σημασία ολοκλήρωση της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ μετέπειτα Ε.Ε.). Επομένως, η νίκη του ΠΑΣΟΚ πολιτικά σήμαινε ότι για πρώτη φορά μια καθαρόαιμη πολιτική δύναμη με κορμό τη Σοσιαλδημοκρατία και την Αριστερά κερδίζει κατά κράτος τη Δεξιά παράταξη, υποβάλλοντάς την στη μεγαλύτερη και βαρύτερη ήττα στην Ιστορία, η οποία, μάλιστα, δεν θα ήταν προσωρινή. Η κοινωνία ήταν πιο έτοιμη από ποτέ για βαθιές και ριζικές τομές, αλλά προφανώς είχε ανάγκη και για μια πιο δίκαιη διανομή του εισοδήματος, ένα πιο ισχυρό κράτος πρόνοιας και, γενικότερα, μια καλύτερη ποιότητα δημοκρατίας και ελευθερίας.
Η μέρα της μεγαλης νίκης του ΠΑΣΟΚ έφτασε. Στις 18 Οκτωβρίου του 1981 πραγματοποιούνται οι εκλογές όπου το Κίνημα θριαμβεύει με 48% έναντι 35% της ΝΔ. Η πρώτη τετραετία επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου θεωρείται από πολλούς ιστορικά η καλύτερη περίοδος διακυβέρνησης από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Σε αυτά τα 4 χρόνια νομοθετηθηκαν και και εκτελέστηκαν μερικά απο τα πιο σημαντικά έργα τα οποία έχουν κρατήσει μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, την τετραετία θεσπίστηκε το νέο οικογενειακό δίκαιο, αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, δημιουργήθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, πραγματοποιήθηκε η μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που εκδημοκράτησε σε μεγάλο βαθμό τα πανεπιστήμια, τονώθηκε το εισόδημα και έγινε μεγάλη προσπάθεια να στηριχθεί ο αγροτικός τομέας που ακόμα αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα, ενώ έγινε γενναία ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων υπέρ των εργαζομένων, ενδυναμώνοντας και τα συνδικάτα. Επιπλέον, ενισχύθηκε σημαντικά το κράτος πρόνοιας ή αλλιώς κοινωνικό κράτος, κάνοντας το πιο ευνοϊκό για τους πιο αδύναμους και τους “μη προνομιούχους”οπως τους είχε χαρακτηρισει ο Α. Παπανδρέου. Τέλος, καθιερώθηκε με νόμο του κράτους η ισότητα των δύο φύλων. Όλες αυτές οι τομές στην κοινωνία, ο ελληνικός λαός τις αποδέχθηκε και τις ενσωμάτωσε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από τον κόσμο. Αυτό συνέβη διότι, όπως προείπαμε, ο λαός ήταν έτοιμος για τις μεγάλες αλλαγές στην δομή της κοινωνίας.
Η σοσιαλδημοκρατία και ο Ανδρέας Παπανδρέου, μέσα από αυτή την τετραετία έδειξαν ότι για να γίνουν μεγάλες και σημαντικές τόμες, υπάρχει και ο τρόπος ενός οργανωμένου σχεδίου που να είναι κατανοητό για τον λαό, να είναι ελκυστικό και πάνω απ όλα να υπάρχει όραμα και προοπτική. Και τελικά ναι, αυτό μπορεσε να πραγματοποιηθεί σε μια περίοδο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, πολιτικά ομαλή.
Τον Ιούλιο του 1985 το ΠΑΣΟΚ και ο πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου ανανεώνουν την εμπιστοσύνη τους με τον ελληνικό λαό και, μάλιστα, παρόλο που χάνουν περίπου μια ποσοστιαία μονάδα, αυξάνουν τις συνολικές ψήφους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Επίσης, η ΝΔ με τον νέο αρχηγό της, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, κατέχοντας πιο κεντρώες-φιλελεύθερες (έως και νεοφιλελευθερες) θέσεις καταφέρνει να ανακάμψει σημαντικά, καθώς έλαβε το 40% της λαϊκής ψήφου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ