Της Νόρας Κούρτη,
Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες προβλέπεται στον νόμο 4557/2018, ο οποίος πρόσφατα τροποποιήθηκε από τον νόμο 4816/2021, κατόπιν συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με την υπ’ αριθμ. 1673/2018 (ΕΕ) οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται η τέλεση μίας χρονικά και ουσιαστικά προγενέστερης αξιόποινης πράξης, του αποκαλούμενου και ως βασικού εγκλήματος, δηλαδή του εγκλήματος από το οποίο προκύπτει η προς νομιμοποίηση περιουσία.
Τα βασικά αδικήματα συνιστούν ρητώς απαριθμούμενες στον νόμο (ίδ. αρθ. 4 ν. 4557/2018) εγκληματικές πράξεις –η εγκληματική οργάνωση, η δωροληψία και η δωροδοκία υπαλλήλου, η εμπορία ανθρώπων, η απάτη, η κλοπή, η ληστεία, η πλαστογραφία, η σωματεμπορία, η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, η λαθρεμπορία, η φοροδιαφυγή, η μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, η απιστία, τα χρηματιστηριακά αδικήματα κ.ο.κ.– καθώς και κάθε αδίκημα για το οποίο απειλείται στον νόμο ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με αδίκημα που συναντάται σε διάφορες μορφές, των οποίων ο δράστης δεν πρέπει να αποκομίσει κέρδος.
Το λεγόμενο «ξέπλυμα χρήματος», εν ολίγοις, είναι η διαδικασία απόκρυψης ή εξαφάνισης ιχνών παρανόμως αποκτηθεισών εγκληματικών πράξεων και, στη συνέχεια, «μεταμφιεσμένων» χρημάτων για την επίσημη οικονομία σε συνδυασμό με έννομα συμφέροντα. Με βάση επίσημες εκθέσεις της διακρατικής επιτροπής χρηματοπιστωτικής δράσης FATF (Financial Action Task Force on Money laundering), η νομιμοποίηση εσόδων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες λαμβάνει χώρα κυρίως μέσω: α) σύστασης και λειτουργίας εικονικών εταιρειών, β) αξιοποίησης ειδικών γνώσεων ορισμένων ομάδων επαγγελματιών (όπως συμβολαιογράφων, φοροτεχνικών, συμβούλων επιχειρήσεων κ.ο.κ.), γ) επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, έργα τέχνης και αγαθά πολυτελείας, δ) σύστασης και λειτουργίας καταπιστευμάτων (trusts) και ιδρυμάτων, ε) σύστασης και λειτουργίας υπεράκτιων εταιρειών (offshore) και στ) σύστασης και λειτουργίας άτυπων συστημάτων μεταφοράς χρημάτων.
Στο άρθ. 2 του ν. 4557/2018, συναντάμε τους τέσσερις πια τρόπους τέλεσης του αδικήματος, το οποίο διαπράττει όποιος προβαίνει, κατά τη διατύπωση του νομοθέτη, σε:
α) μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή, για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Παράδειγμα: μεταβίβαση σε τρίτο αυτοκινήτου που προέρχεται από κλοπή ή ληστεία τελεσθείσα από τον πωλητή ή από τρίτο εν γνώσει, σε κάθε περίπτωση, του πρώτου,
β) απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας, ή τον τόπο, όπου αυτή βρίσκεται, ή την κυριότητα επ’ αυτής, ή τα σχετικά με αυτή δικαιώματα, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα. Παράδειγμα: τοποθέτηση χρημάτων προερχόμενων από το αδίκημα της απάτης σε θυρίδες ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης,
γ) απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο κτήσης, ή κατά τον χρόνο περιέλευσης της κατοχής ή της χρήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα. Παράδειγμα: κατοχή χρημάτων προερχόμενων από λαθρεμπορία δίχως μεταβίβαση της κατοχής τους σε τρίτο πρόσωπο και δίχως λήψη προληπτικών μέτρων τοποθέτησής τους. Είναι αντιληπτό πως ο νομοθέτης με αυτόν τον τρόπο τέλεσης προσπαθεί να ποινικοποιήσει κάθε άλλη περίπτωση που δεν εμπίπτει στις δύο πρώτες περιπτώσεις εγκληματικής δράσης,
δ) χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα. Παράδειγμα: κατάθεση χρημάτων προερχόμενων από απιστία σε βάρος νομικού προσώπου σε πληθώρα λογαριασμών, περαιτέρω διακίνηση αυτών μέσω ενσωμάτωσής τους σε τραπεζικές επιταγές και οπισθογράφηση σε έτερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν συνιστούν πια μετά τον ν. 4816/2021 ξεχωριστούς τρόπους τέλεσης του αδικήματος οι λεγόμενες υποστάσεις της οργάνωσης του ξεπλύματος –δηλαδή η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον προσώπων προς τέλεση των ως άνω πράξεων των περιπτώσεων α – δ– και της απόπειρας διάπραξης ξεπλύματος, της υποκίνησης, διευκόλυνσης ή παροχής συμβουλών προς τέλεση αυτού, καθώς η αξίωση ποινικής τιμώρησης καλύπτεται, ήδη, από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ξέπλυμα Χρήματος, ΑΑΔΕ, διαθέσιμο εδώ
- Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά το νόμο 4557/2018 (μετά το ν. 4816/2021), διαθέσιμο εδώ