Της Αγγελικής Καλούδη,
Μία νέα σχολική χρονιά μόλις ξεκίνησε, με νέες απαιτήσεις και προσδοκίες από τους μαθητές και τους γονείς. Νέοι μαθητές, νέοι στόχοι, όλα μοιάζουν καινούργια. Ακόμη μία νέα γενιά υποψηφίων που θα ριχθεί στον αγώνα της επιτυχίας, στο στίβο των εξετάσεων, σε ένα αναχρονιστικό σύστημα. Μία ακόμη σύγκρουση του νέου με το παλιό. Γνωστό το σκηνικό, χίλιες φορές ιδωμένο. ’Ολοι έχουν περάσει από αυτό το στάδιο και όλοι θα το περάσουν, γνωρίζοντας πολύ καλά την προετοιμασία, το άγχος, την κούραση και τη μελέτη που επιβάλλεται. Προσφάτως, αναλογιζόμενοι τα τελευταία χρόνια, έγιναν διαδοχικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, με αποτέλεσμα μάλιστα σχεδόν κάθε γενιά να εξετάζεται με διαφορετικό τρόπο ή και ύλη. Το αν όντως άλλαξε κάτι θα το δείξει η ιστορία.
Μετά την ανακοίνωση των βάσεων, η Υπουργός Παιδείας προέβη σε μια δήλωση που είχε ήδη γίνει και από την κυβέρνηση προεκλογικά. Πρόκειται για τη θέσπιση ελάχιστης βάσης -όπως και παλαιότερα- εισαγωγής στο πανεπιστήμιο και στην ύπαρξη ελάχιστης βάσης πάνω από αυτήν για το κάθε πανεπιστήμιο ξεχωριστά, ενόψει της σημαντικής πτώσης που σημειώθηκε φέτος στις βάσεις. Ενδεικτικά, πέραν κάποιων οικονομικών σχολών σε περιφέρειες, οι βάσεις είχαν εξαιρετικά καθοδική τάση, με περιζήτητες σχολές να πέφτουν έως και 800 μόρια. Το 80% περίπου, εισάγεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και από αυτούς, το 23% στη σχολή προτίμησής τους, ενώ φέτος ο αριθμός των εισακτέων αυξήθηκε κατά 3.000. Χαρακτηριστικό είναι πως οι γυναίκες σημειώνουν επιτυχία περί το 53%, συγκριτικά με τους άνδρες που κυμαίνονται στο 46%. Το πιο αξιοσημείωτο είναι, όμως, ότι το 25% από τα Γενικά Λύκεια και το 40% από τα Επαγγελματικά, εισάγεται σε σχολές με μόρια κάτω της βάσεως του δέκα. Ως εκ τούτου, ποιοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τις βάσεις και τις προτιμήσεις των μαθητών;
Καταρχάς, η αύξηση των εισακτέων, συγκριτικά με το παρελθόν, είναι ο βασικότερος παράγοντας. Ανέκαθεν το πανεπιστήμιο θεωρούταν η ύψιστη μορφή εκπαίδευσης, η απόλυτη επιτυχία για έναν μαθητή. Η διαφορά έγκειται στο εξής: παλαιότερα, η εισαγωγή σε αυτό ήταν πολύ πιο δύσκολη, διότι και η παιδεία που παρεχόταν ήταν χαμηλότερου επιπέδου από τη σημερινή, αν σκεφτούμε τις πηγές που προσφέρονται σήμερα στους νέους, αλλά κυρίως οι εισακτέοι που ζητούσε το κάθε πανεπιστήμιο και ο αριθμός των υφιστάμενων ΑΕΙ ήταν σαφώς σημαντικά μικρότερος. Ο καθένας έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση, όλοι πλέον μπορούν να εισαχθούν σε ένα πανεπιστήμιο, έστω και χαμηλόβαθμο και ασχέτως αν θα ακολουθήσουν το επάγγελμα αυτό στο μέλλον.
Ακόμα ένας παράγοντας είναι οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών, οι οποίες καθορίζουν τη βάση στις σχολές. Αυτός ο παράγοντας σαφώς επηρεάζεται από τον προηγούμενο, αφού όσο περισσότεροι οι εισακτέοι, τόσο μεγαλύτερες αποκλίσεις μεταξύ της βάσης και της υψηλότερης βαθμολογίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Μαθηματικό της Σάμου με βάση 7.501 μόρια και το τμήμα ελληνικής Φιλολογίας Κομοτηνής με βάση 10.289 μόρια. Η δυσκολία των θεμάτων είναι αυτή που καθορίζει ριζικά την πτώση ή την άνοδο των βάσεων.
Οι προτιμήσεις των μαθητών, αλλά και των οικογενειών τους εν μέσω κρίσης, συμπληρώνουν το τρίπτυχο των παραγόντων που διαμορφώνουν τις βάσεις. Οι σχολές που θεωρητικά προσφέρουν μεγαλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση και έχουν ζήτηση, συνήθως κρατούνται ψηλά. Η ανεργία και η οικονομική δυσχέρεια έχει στρέψει πολλούς υποψηφίους στα τεχνικά και ναυτικά επαγγέλματα, ενώ οι περισσότεροι επιλέγουν ένα πανεπιστήμιο κοντά στο σπίτι τους, ώστε να μειώνονται τα έξοδα, αυξάνοντας έτσι τη διαφορά επαρχίας και αστικών κέντρων.
Όσον αφορά την κριτική αυτού του συστήματος, αποτελεί κοινή παραδοχή η αναποτελεσματικότητά του. Αδιαμφισβήτητα, είναι μια ελάχιστη ένδειξη γνώσεων, αλλά όχι μία απόδειξη αξίας, γεγονός που το καθιστά αναξιοκρατικό. Στην προετοιμασία επιλέγεται η μηχανική μάθηση, η στείρα αποστήθιση και ο τεχνοκρατισμός και καθόλου η κριτική σκέψη, που είναι απαραίτητο εφόδιο για την επιτυχή ακαδημαϊκή συνέχεια, αφού τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται πώς να σκέφτονται, όχι τι να σκέφτονται. Η παιδεία, το υπέρτατο αγαθό σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο ήλιος της γνώσης που εξιλεώνει τον άνθρωπο από τα σκοτάδια της άγνοιας, πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη. Με αυτή την εκπαίδευση, εισάγονται μαθητές σε πανεπιστήμια χωρίς την αρκετή και την ουσιαστική γνώση και τα προσόντα που απαιτούνται για τους ίδιους, αλλά και για τις ανάγκες της ακαδημαϊκής ολοκλήρωσης. Επιπλέον, ο αριθμός των εισακτέων είναι, σίγουρα, πολύ μεγαλύτερος από τις απαιτήσεις της ελληνικής κοινωνίας, που οδηγείται σε κορεσμό επαγγελμάτων. Το άγχος, ο φόβος της αποτυχίας συνοδεύει τους μαθητές για έναν ολόκληρο χρόνο, καλλιεργείται ο ανταγωνισμός, ενώ παράλληλα η συγκεκριμένη εξέταση αποτελεί και μια εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία για τους γονείς που πληρώνουν όλα τα ιδιαίτερα μαθήματα και τα φροντιστήρια των παιδιών.
Ο Oscar Wilde λέει: «Η εκπαίδευση είναι ένα θαυμάσιο πράγμα, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε ότι τίποτα από όσα αξίζει να γνωρίζουμε, δεν μπορεί να διδαχθεί.» Και πράγματι, ο δρόμος για τη γνώση είναι ανωφερής και συχνά απροσπέλαστος, είναι ένας προσωπικός στόχος που σίγουρα οι πανελλήνιες δεν ικανοποιούν. Οι πανελλήνιες είναι ο πρώτος αγώνας στη ζωή, πάντως όχι ο τελευταίος και ο σημαντικότερος. Οι εξετάσεις συνοδεύουν όλη μας τη ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε κάθε περίπτωση είναι μία αναποτελεσματική μέθοδος, αφού μετά από κάθε φορά γινόμαστε δυνατότεροι, σοφότεροι και ανταγωνιστικότεροι ως προς τον ίδιο μας τον εαυτό, μέσω της προσωπικής ανέλιξης, ακόμα και όταν αποτυγχάνουμε. Μήπως, λοιπόν, το πρόβλημα της εκπαίδευσης εντοπίζεται στη ρίζα και όχι στα κλαδιά του δέντρου; Μήπως η σωστή εκπαιδευτική πολιτική, απαιτεί την εκ θεμελίων αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος και όχι την απλή επιστροφή σε προηγούμενα συστήματα, και οι μαθητές πράγματι με μια ελάχιστη βάση να δίνουν εξετάσεις στη σχολή προτίμησής τους, δίνοντας ένα γερό χτύπημα και στην παραπαιδεία; Ποιος θα τολμήσει, όμως, να κάνει τέτοιες τομές, δυσαρεστώντας μία μερίδα της κοινωνίας;