Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Συχνά στο ποινικό δίκαιο ανατρέχουμε στον ορισμό της αξιόποινης πράξης στο άρθρο 14 του Ποινικού Κώδικα. «1. Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της, η οποία τιμωρείται από τον νόμο». Τι ακριβώς, όμως, είναι μια πράξη στο σύστημα του ποινικού δικαίου; Μπορεί μια αυτοματοποιημένη κίνηση ή κάτι που κάνατε στον ύπνο σας να σας καταστήσει μια μέρα αξιόποινους δράστες;
Το θέμα αυτό έχει αναλυθεί σε σελίδες επί σελίδων, στα πλαίσια του ποινικού δικαίου. Πρόκειται για κάτι αρκετά πιο θεωρητικό από την ανάλυση ενός συγκεκριμένου εγκλήματος, αλλά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς δείχνει το πόσο δύσκολο είναι πολλές φορές να προβεί κανείς σε νομικές δηλώσεις για να περιγράψει φαινόμενα του ορατού κόσμου. Για την πράξη, λοιπόν, διατυπώθηκαν πολλές και διάφορες θεωρίες. Η πρώτη από αυτές είναι η θεωρία της αιτιότητας ή φυσιοκρατική θεωρία. Με βάση αυτήν, κρίσιμο είναι απλά να υπάρχει πράξη η οποία δημιουργεί κάποια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, χωρίς να ενδιαφέρει η όποια κοινωνική της διάσταση. Πάντως, αυτή η θεωρία δέχτηκε ιδιαίτερα μεγάλη κριτική, πράγμα αρκετά λογικό, διότι δεν μπορούσε να προβλέψει για ορισμένες καταστάσεις. Με βάση αυτήν τη θεωρία, η παράλειψη δεν θα γινόταν να αντιμετωπιστεί ως πράξη, γιατί απουσιάζει το στοιχείο της μυϊκής κίνησης και της εξωτερικής μεταβολής.
Μια εναλλακτική και κάπως αντίθετη θεωρία ήταν η θεωρία της πράξης ως σκόπιμης δύναμης. Ο H. Welzel, εμπνευστής αυτής της θεωρίας, δεν ενδιαφερόταν κατά βάση για το καθαρό αποτέλεσμα της πράξης στον εξωτερικό κόσμο, αλλά για τον σκοπό του πράττοντος. Παρόλα αυτά, και αυτή η θεωρία δεν μπορούσε να επικρατήσει. Αν η ποινική σκέψη ενδιαφερόταν μόνο για τους σκοπούς, καταστάσεις στις οποίες το αποτέλεσμα επήλθε από αμέλεια, ακόμη και εγκληματική, θα μπορούσαν να παραμείνουν εντελώς ατιμώρητες. Παρόλα αυτά, η αξία αυτής της θεωρίας έγκειται στο ότι προσέφερε μια θεώρηση της υποκειμενικής υπόστασης μιας πράξης, η οποία μέχρι τότε ίσως δεν είχε διερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό.
Μια τρίτη θεωρία είναι η κοινωνική θεωρία περί της πράξης. Αυτή η θεωρία προσπάθησε ουσιαστικά να επιλύσει τα προβλήματα των προηγούμενων δύο, κρίνοντας τις πράξεις από το κοινωνικό τους πρόσημο. Οι πράξεις στα πλαίσια αυτής της θεωρίας είναι προϊόντα της βούλησης με κοινωνική σημασία, δηλαδή γίνονται προς άλλα άτομα. Παρόλα αυτά, αν έπρεπε να γίνει δεκτό κάτι τέτοιο, θα μπορούσαν να θεωρούνται πράξεις ακόμη και κατηγορίες που σήμερα το ποινικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει ως τέτοιες, όπως οι ασυνείδητες κινήσεις ή η πράξη που προκαλείται από vis absoluta (απόλυτη σωματική βία). Άλλες θεωρίες επιχείρησαν να ορίσουν το τι είναι πράξη ανατρέχοντας στο τι δεν είναι πράξη, πράγμα όμως που γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Σήμερα, η συζήτηση για την πράξη έχει σε μεγάλο βαθμό χάσει το ενδιαφέρον που είχε κάποτε. Άλλωστε, οι εφαρμοστές του ποινικού δικαίου ασχολούνται πολύ περισσότερο με ζητήματα του πραγματικού κόσμου, παρά με το τι αποτελεί πράξη. Παρόλα αυτά, ας δούμε τη λύση που υιοθετεί το σύγχρονο ποινικό μας σύστημα. Πράξη είναι στα πλαίσια αυτά: «κάθε κίνηση ή αδράνεια του ανθρώπινου σώματος που αποτελεί εκδήλωση της συνείδησης και δύναται να ελεγχθεί από τη βούληση του ανθρώπου». Ο ορισμός αυτός μας βοηθά να καταλάβουμε και τι δε λογίζεται ως πράξη. Το ποινικό δίκαιο αναφέρεται σε πράξη ως ανθρώπινη ενέργεια, συνεπώς η ενέργεια ζώου δεν είναι πράξη (εκτός αν το ζώο έχει χρησιμοποιηθεί ως όργανο, π.χ. επίθεση με εκπαιδευμένο σκύλο). Ομοίως, πράξη δεν είναι ούτε οι αλλαγές που επέρχονται στον εξωτερικό κόσμο από φυσική καταστροφή ή από αντικείμενα.
Εννοιολογικό στοιχείο της πράξης είναι η εξωτερίκευση. Το εσωτερικό γεγονός δεν μπορεί να αποτελεί πράξη. Μια σκέψη δεν είναι σε καμία περίπτωση πράξη. Το ότι η παράλειψη θεωρείται πράξη είναι λόγω των αποτελεσμάτων της στον εξωτερικό κόσμο. Παρομοίως, δεν είναι πράξη η ενέργεια του σώματος που γίνεται λόγω vis absoluta. Με άλλα λόγια, εάν τύχει να σας σπρώξει κάποιος πάνω σε άλλον και ο τελευταίος πέσει στη θάλασσα, χωρίς να γνωρίζει κολύμπι, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη. Τέλος, πράξεις δεν είναι ούτε αυτές που συμβαίνουν ασυνείδητα, όπως παραδείγματος χάριν μια κίνηση κατά την ώρα του ύπνου ή μια πτώση σε λιποθυμικό επεισόδιο, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που μπορούν να φέρουν, αλλά ούτε και οι αντανακλαστικές, όπως η κίνηση που προκαλείται όταν κανείς πάθει ηλεκτροπληξία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη θεωρία έχουν προκαλέσει οι περιπτώσεις στις οποίες το άτομο δρα μεν συνειδητά, αλλά η βούλησή του έχει επηρεαστεί από παράγοντες όπως την επίμονη πειθώ (πλύση εγκεφάλου). Πρόκειται για ένα θέμα που έχει απασχολήσει και τη νομολογία, και στο οποίο θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μυλωνόπουλος, Χ. (2007). Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, τ.1. Αθήνα: Δίκαιο & Οικονομία, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας
- Κιούπης, Δ. (2019). Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική, 2η έκδοση εμπλουτισμένη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.