Της Μαρίας Κελεπούρη,
Ίσως στο πιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του ο Hans Fallada εξακολουθεί να τηρεί την περιγραφική του τακτική για την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Ο Εφιάλτης, που γράφτηκε μετά από την Κατάρρευση, το 1947, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg, σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου, αποδεικνύοντας τη μεταφορική και κυριολεκτική του διάσταση στη ζωή του συγγραφέα.
Ο Hans Fallada, ψευδώνυμο του Rudolf Wilhelm Friedrich Ditzen με λογοτεχνικές καταβολές, απεβίωσε λίγους μήνες μετά από τη συγγραφή του Εφιάλτη, έχοντας δημοσιεύσει μυθιστορήματα που ακολουθούσαν με μια παράδοξη πιστότητα τα πεπραγμένα της Γερμανίας του καιρού του, ενώ η δημοσιογραφική του πορεία μάλλον ήταν εκείνη που του έδειξε τον τρόπο για την υιοθέτηση μιας συγγραφικής μεθόδου που έτεινε προς το είδος του ντοκουμέντου. Μια λεπτομερής αποτύπωση της ζωής, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει πληγεί από κάποιο συγκλονιστικό γεγονός, όμως, η σταδιακά καθημερινή «πτώση» οδηγεί στον ίδιο βαθμό απελπισίας με τις συνέπειες μιας ξαφνικής απώλειας.
Τα γεγονότα αυτού του μυθιστορήματος φαίνεται να ταυτίζονται εν μέρει με μια περίοδο της ζωής του Fallada, γεγονός που προσδίδει στην πλοκή ένα ρεαλιστικό πλεονέκτημα, το οποίο καθαρά βασίζεται στην ιστορικότητα της εποχής, μα εμπεριέχει και μια αλληγορική διάσταση που μετεξελίσσεται σε σκοπό. Έτσι, ο εφιάλτης του κ. Ντολ –ήρωα του βιβλίου και αντικατοπτρισμού του συγγραφέα– υπερπηδά νοηματικά την κυριολεκτική του σημασία, για να καταδείξει τον συλλογικό εφιάλτη που πλανιόταν πάνω από τα ερείπια που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η πτώση του Τρίτου Ράιχ διαδέχθηκε την έλευση των Σοβιετικών σε μια επαρχιακή πόλη της Γερμανίας, την οποία έθεσαν υπό το καθεστώς τους. Οι κάτοικοι της περιοχής αντίκριζαν στους νεοφερμένους εκείνους που θα τους έσωζαν από τους «μάγκες των Ες Ες», όμως, η φήμη της εθνικότητάς τους τους καθήλωσε σε μια αναντίρρητη υποταγή και μπροστά στα αδιάφορα, ψυχρά βλέμματα των Ρώσων. Οι ίδιοι λάμβαναν τους εαυτούς τους ως θύματα του πολέμου, ενώ η άλλη πλευρά τους θεωρούσε θύτες. Ένα διφορούμενο παιχνίδι που τους ενέπλεξε στον λαβύρινθο της μαύρης αγοράς, των ασθενειών και των καταναγκαστικών εργασιών.
Για λίγους μόλις μήνες, από τον Απρίλιο ως το καλοκαίρι του ’45, αυτό το μυθιστόρημα παρακολουθεί ένα ζευγάρι, τον συγγραφέα Ντολ και τη σύζυγό του, που προσπαθούν να επιβιώσουν από την επιρροή της κοινής γνώμης στη ζωή τους και έπειτα από τη μεταπολεμική φθορά. Πέρα από αυτούς τους δύο πρωταγωνιστικούς ήρωες, ο Fallada εγκολπώνει έμμεσα, αλλά πολύ εύστοχα χαρακτηριστικές φιγούρες μιας τέτοιας εποχής. Μια εποχής απληστίας και διαφθοράς, η οποία προέταξε την ανάγκη για επιβίωση.
Όταν ο Ντολ καλείται να γράψει ένα βιβλίο για τα όσα συνέβησαν, έρχεται αντιμέτωπος με τις μνήμες που δεν έχει λησμονήσει και άρα τη δυσκολία να αποτυπώσει τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος, υποδηλώνοντας τη στάση της χώρας του απέναντι στα εγκλήματα που διέπραξε. Ο ίδιος γίνεται εκείνη τη στιγμή η προσωποποίηση του καταρρακωμένου γερμανικού κράτους που δεν έχει τη δύναμη να αντικρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη. Έτσι, η αδρανής στάση της Γερμανίας στην προσπάθειά της να αποδεχθεί –και ύστερα να συμφιλιωθεί με το εγκληματικό παρελθόν– παραλληλίζεται με την παθητική ρουτίνα των χαρακτήρων και προσπαθεί, μέσα από την περίθαλψη των προσώπων της, να επουλώσει τις πληγές της. Η προσωπική απελπισία, λοιπόν, φανερώνεται μέσα από τη συλλογική και αποτελεί συνέπειά της. Δύο ήρωες που αντιπροσωπεύουν τη γενιά των ερειπίων, αλλά και την ανάδυσή της από τις στάχτες της.
Με αυτό το βιβλίο ο Fallada αποδεικνύει πως η μεταπολεμική λογοτεχνία μπορεί να είναι βαθιά αντιπολεμική. Στο πλαίσιο των σπουδών μνήμης, κάθε παρελθούσα στιγμή μπορεί να είναι επώδυνη, παρόλα αυτά, τελικά, λειτουργεί λυτρωτικά για την επανεκκίνηση. Κι όμως, μέσα από τα ερείπια αναφύεται ένας σπόρος ελπίδας. Κι αν η ερειπωμένη, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Γερμανία μπορεί να αφήσει να ξεπροβάλλουν δειλά αχτίδες ανασυγκρότησης, τότε για τον καθένα υπάρχει η δυνατότητα αναγέννησης.