Του Θανάση Κουκόπουλου,
Σε απόσταση 30 χλμ. ανατολικά της Σμύρνης, στο κέντρο της σημερινής πόλης Kemalpaşa (στα βυζαντινά χρόνια ονομαζόταν Νυμφαίο) εντοπίζεται ένα άκρως ενδιαφέρον βυζαντινό κτίσμα. Πρόκειται για ένα απλό, τριώροφο, ορθογώνιας κάτοψης παλάτι, κτισμένο με λαξευμένους λίθους σε όλο το ύψος του ισογείου ως το σημείο που θα άρχιζε ο πρώτος όροφος και στο ανώτερο τμήμα με εναλλασσόμενες, ισοϋψείς ζώνες λίθων και πλίνθων με κονίαμα (συνδετικό υλικό). Έχει θεωρηθεί πως αυτός ο τύπος ανακτόρου, στην πραγματικότητα, έλκει την καταγωγή του από τα δυτικά παλάτια και έχουν γίνει συγκρίσεις και με τον Μυστρά, όπου το δυτικό αποτύπωμα είναι εμφανέστατο.
Αν προσπαθήσει να εστιάσει κανείς σε λεπτομέρειες, τότε θα καταφέρει να εντοπίσει μικρά πλίνθινα κοσμήματα στην τοιχοποιία, ενώ απαντάται τουλάχιστον μία μαρμάρινη πλάκα στη νοτιοδυτική γωνία ως spolium (=σε δεύτερη χρήση). Οι μακρές πλευρές, οι οποίες προσανατολίζονται στον άξονα Α.-Δ., έχουν μήκος περίπου 25 μ., ενώ οι στενές, οι οποίες έχουν διεύθυνση Β.-Ν., 11,50 μ. Σημειωτέον ότι το ανάκτορο έχει δεχτεί αναστήλωση.
Η καλύτερα σωζόμενη πρόσοψη είναι η δυτική. Στον πρώτο όροφο της ανατολικής και δυτικής πλευράς σώζονται έξι ανοίγματα. Σε γενικές γραμμές, έχουμε να κάνουμε με λιτή τοιχοποιία. Ένα μεγάλο άνοιγμα στο κέντρο της ανατολικής και δυτικής όψης, αντίστοιχα με προοδευτικά μειούμενο πλάτος προς τα πάνω, μάλλον υποδηλώνει την είσοδο και την έξοδο. Δυστυχώς, οι αναστηλωτές κάλυψαν αυτά τα ανοίγματα, ίσως βέβαια για λόγους ενίσχυσης της στατικότητας του μνημείου.
Το εσωτερικό είχε γεμίσει με χαλάσματα και επιχώσεις σε μεγάλο ύψος. Μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου διακρίνεται μια σειρά από τόξα, τα οποία υποδηλώνουν την ύπαρξη σταυροθολίων. Τουλάχιστον στο ισόγειο θα διαμορφώνονταν δύο κλίτη, λόγω της ύπαρξης μιας σειράς υποστυλωμάτων. Ο πρώτος όροφος πρέπει να καλυπτόταν ταυτόχρονα με καμάρα και σταυροθόλιο, ενώ ο δεύτερος ίσως με ξύλινη οροφή. Σύμφωνα με μία άλλη πρόταση, και στον πρώτο όροφο υπήρχαν αποκλειστικά σταυροθόλια. Η στέγη ίσως ήταν τετράρριχτη. Στη βόρεια πλευρά σώζονται ίχνη κλιμακοστασίου.
Όσον αφορά τη χρήση των χώρων, στο ισόγειο θα υπήρχαν ενδεχομένως κάποιοι βοηθητικοί χώροι. Θεωρείται πως ο θρόνος θα βρισκόταν στον πρώτο όροφο, αν και τα επιχειρήματα είναι μάλλον υποθετικά. Η λογική υπαγορεύει, επίσης, πως τα ιδιαίτερα ενδιαιτήματα θα βρίσκονταν μάλλον στον τελευταίο όροφο, η πρόσβαση στον οποίο δεν θα επιτρεπόταν σε όλους. Τέλος, δεν είναι σίγουρο αν υπήρχαν άλλα προσκτίσματα, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για συγκρότημα.
Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι ποιος είναι ο παραγγελιοδότης αυτού του ανακτόρου και, κατ’ επέκταση, με ποιο ακριβώς κτίσμα των ιστορικών πηγών μπορεί να ταυτιστεί. Στη νεότερη εποχή, αυτός που ανακάλυψε και μελέτησε για πρώτη φορά το μνημείο ήταν ο Edwin Freshfield το 1886, ο οποίος και βασίστηκε σε αναφορές του σημαντικού ιστοριογράφου του 13ου αι., Γεωργίου Ακροπολίτη.
Ο Ακροπολίτης αναφέρει το Νυμφαίο με διάφορες αφορμές. Η μία αφορά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη (1208-1222), ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, ενός από τα ελεύθερα ελληνικά κράτη μετά την άλωση του 1204, τέσσερις αυτήν του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222-1254), μία αυτή του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη (1254-1258) και μία ακόμα τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282). Σύμφωνα με αυτές, το Νυμφαίο προτιμόταν ως τόπος διαχείμασης των νόμιμων διαδόχων του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, ενώ η Λάμψακος στην είσοδο των στενών του Ελλησπόντου ως τόπος «παραθερισμού».
Μάλιστα, ο Ακροπολίτης γράφει ότι λίγο πριν την εκδημία του ο Βατάτζης ζήτησε να μεταφερθεί στο Νυμφαίο. Αυτή είναι η πρώτη και τελευταία μαρτυρία του για την ύπαρξη ανακτόρου στην περιοχή. Εφόσον, όπως είδαμε, το υπό εξέταση κτίσμα παρουσιάζει συγγένειες με άλλα κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί ως παλάτια (πέρα από την περίπτωση του Μυστρά, είναι δυνατό να συγκριθεί και με το λεγόμενο «παλάτι του Πορφυρογέννητου» στην Βασιλεύουσα), κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το ανάκτορο που αναφέρει ο Ακροπολίτης. Ίσως, μάλιστα, να κτίστηκε από τον πρώτο αυτοκράτορα της Νίκαιας και όχι από τον Βατάτζη, όπως πιστεύεται μέχρι τώρα. Πού αλλού, άλλωστε, θα μπορούσε να μένει ένας αυτοκράτορας;
Τα παραπάνω μπορούν να μας οδηγήσουν σε ορισμένα πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Φαίνεται ότι στην περίπτωση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας αντιγράφηκε ένα δυτικό πρότυπο, όχι μόνο σε επίπεδο κάτοψης και άρθρωσης των χώρων (σε καμία περίπτωση σε επίπεδο τοιχοποιίας), αλλά και όσον αφορά την ανυπαρξία μίας σταθερής έδρας του ηγεμόνα. Είναι γνωστό ότι οι βασιλείς της Μεσαιωνικής Ευρώπης, στην ουσία, διοικούσαν τα κράτη τους ταξιδεύοντας από τόπο σε τόπο. Το ίδιο γινόταν και στην προκειμένη περίπτωση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2022), Κοσμική Τέχνη και Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο (4ος-15ος αι.), Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκη
- Jedamski, Julia (2007), “Nymphaion: A Byzantine Palace in Exile”, Annual of Medieval Studies at Central European University Budapest 13, σελ. 9-22
- Krautheimer, Richard (2006), Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Φανή Μαλλούχου-Τουφανό, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Τάντσης, Αναστάσιος (2012), Η αρχιτεκτονική σύνθεση στο Βυζάντιο: Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη: Εκδ. University Studio Press
- Türkoğlu, İncı (2004), “Byzantine Houses in Western Anatolia: An Architectural Approach”, Al-Masāq 16/1, σελ. 93-130