Του Αλέξη Κωνσταντόπουλου,
Το 1921, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γουόλερ Λίπμαν διατύπωσε την άποψη ότι «η τέχνη της Δημοκρατίας» απαιτεί αυτό που τότε ονόμαζαν «βιομηχανία της συναίνεσης». Ο Όργουελ αναφέρθηκε σε αυτήν τη «βιομηχανία» με έναν όρο ο οποίος χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, ονομάζοντάς την «έλεγχο της σκέψης». Ομολογουμένως, ο όρος αυτός έχει λάβει ιδιαίτερες προεκτάσεις, ωστόσο, θα εστιάσουμε στην αρχική του έννοια. Ο «έλεγχος της σκέψης» δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την ιδέα ότι ένα κράτος που δεν μπορεί να ελέγξει το λαό δια της βίας, το καλύτερο που μπορεί να κάνει για να εξασφαλίσει την υποταγή των πολιτών στις εντολές του, είναι να ελέγξει τη σκέψη τους. Έτσι, λοιπόν, τα ΜΜΕ είναι επιφορτισμένα με τον ρόλο της διαμόρφωσης αυτού που αποκαλούμε «κοινή γνώμη» και το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο συνδυασμός της προπαγάνδας των ΜΜΕ, της επιθυμίας του μέσου κοινωνού να ζει απροβλημάτιστος την καθημερινότητά του.
Ο τίτλος αναφέρεται στην τηλεόραση, αφού αυτή είναι το πιο οικείο ΜΜΕ των ημερών μας, ωστόσο, θα εξετάσουμε γενικά την ενημέρωση και το πως λειτουργεί. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, πρέπει να εξασφαλίζεται η ισότητα των πολιτών. Όπως, λοιπόν, συζητάμε για ισότητα και δικαιώματα σε διάφορους τομείς της πολιτικής, κοινωνικής και εργασιακής ζωής των πολιτών, έτσι υπάρχει και δικαίωμα ενημέρωσης και ισότητας στην ενημέρωση. Ως πραγματική ισότητα νοείται να μπορεί ο καθένας, σε κάθε στάδιο της ζωής του, να έχει πρόσβαση σε μια μεγάλη ποικιλία πληροφοριών προερχόμενων από διάφορες πηγές και να μπορεί να αποφασίσει για τα θέματα που τον απασχολούν βασιζόμενος σε αυτές δίχως εικονικούς φόβους και πάθη, τα οποία συχνά προκύπτουν από τις ελεγχόμενες πηγές πληροφόρησης. Εμμένοντας στον κλασικό ορισμό της Δημοκρατίας -και στην ιδέα του τι είναι η «Σοβαρή Δημοκρατία» κατά τον Έντουαρντ Άμπεϋ- ένα πραγματικά δημοκρατικό σύστημα διακίνησης πληροφοριών θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από μια εκτεταμένη λαϊκή συμμετοχή και να εξυπηρετεί λαϊκά συμφέροντα και πραγματικές αξίες, όπως η αλήθεια, η αλληλεγγύη, η δημοσιοποίηση και η πληρότητα, και όχι τα συμφέροντα εμπορικών εταιριών που έχουν ως μοναδικό τους στόχο το κέρδος.
Τα ιδιωτικά κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες, είναι στη βάση τους εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνεργάζονται με εταιρίες για να έχουν κέρδος μέσα από τις διαφημίσεις, και με το κράτος για να μπορούν να εξασφαλίζουν την ανεμπόδιστη λειτουργία τους. Έτσι, καταλήγουν πρώτον εξαρτημένα από το κράτος, το οποίο θέλουν να τους επιτρέπει να λειτουργούν, αφού αυτό δίνει τις άδειες και δεύτερον, εξαρτημένα από τους επιχειρηματίες-επενδυτές, των οποίων τα συμφέροντα πρέπει να εξυπηρετούνται, ώστε αυτοί να μένουν ικανοποιημένοι και να πληρώνουν. Ουσιαστικά, τα μέσα ενημέρωσης «πωλούν» το κοινό τους στις εταιρίες, οι οποίες εν συνεχεία πωλούν σε αυτό τα προϊόντα τους και παράλληλα, προωθούν κρατικά συμφέροντα για να εξασφαλίσουν τη λειτουργία τους.
Ωστόσο, ούτε οι επενδυτές-επιχειρηματίες, ούτε το κράτος, μπορούν να παρεβρεθούν στο στούντιο ή το τυπογραφείο για να εξασφαλίσουν ότι ο ρεπόρτερ, ο παρουσιαστής, ο δημοσιογράφος ή ο εκδότης θα μιλήσει ή θα γράψει έτσι όπως αυτοί θέλουν. Υπάρχουν πολυπλοκότεροι και «διακριτικότεροι» μηχανισμοί που -σε μεγάλο βαθμό- φροντίζουν πως οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν θέσεις στα ΜΜΕ θα λειτουργήσουν, σύμφωνα με τις επιταγές του κράτους και των επενδυτών. Υπάρχει μια μακρά διαδικασία «ξεκαθαρίσματος», η οποία αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο επιλέγονται όσοι θα προωθηθούν σε θέσεις όπως του διευθυντή, του αρχισυντάκτη και λοιπές.
Από τη στιγμή που τα «κατάλληλα» άτομα έχουν επιλεγεί, μπορούν να περιγράφουν τους εαυτούς τους ως απόλυτα ελεύθερους, ακόμα και να πιστεύουν πως είναι, δηλώνοντας πως κανείς δεν τους επιβάλλει τι να πουν και πως το σύστημα ενημέρωσης είναι απόλυτα ελεύθερο. Μάλιστα, αυτό είναι εν μέρει αληθές, αφού όποιος αποδείξει πως είναι σύμφωνος με τα συμφέροντα τα οποία πρέπει να εξυπηρετήσει, αφήνεται ελεύθερος να λέει και να γράφει ό,τι θέλει, αφού αυτό είναι έτσι και αλλιώς υπέρ του δίπολου κράτος-επενδυτές.
Στο σημείο αυτό, γεννάται το ερώτημα: πώς ο πολίτης μπορεί να «οπλιστεί» απέναντι στις πλημμυρίδες ελεγχόμενων πληροφοριών που λαμβάνει από τα ΜΜΕ; Το πρόβλημα αυτό -όπως και πολλά άλλα προβλήματα της κοινωνίας μας- είναι κυρίως πρόβλημα παιδείας-εκπαίδευσης. Τα σχολεία υποτίθεται πως είναι ένας θεσμός με ρόλο να αναπτύσσει την κριτική σκέψη αυτών, κάτι το οποίο, αν ίσχυε, θα βοηθούσε και στην προστασία των ανθρώπων από την προπαγάνδα των ΜΜΕ, μαζί με πολλούς άλλους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής τους. Του εναντίον, όμως, τα σχολεία -τουλάχιστον στην τωρινή μορφή τους- είναι και τα ίδια κομμάτι του συστήματος παραπληροφόρησης και διαμόρφωσης «κοινής συνείδησης». Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν αναλογιστεί κανείς ποιος είναι ο ιδεατός και ποιος ο πραγματικός ρόλος του σχολείου.
Στην πρώτη περίπτωση, αυτά είναι επιφορτισμένα με τη διδασκαλία της αλήθειας για τον κόσμο και την κοινωνία, με στόχο τη δημιουργία νέων μελών της κοινωνίας, τα οποία θα έχουν μάθει από τα λάθη των προηγούμενων γενεών και θα έχουν τις γνώσεις και τη θέληση να τα διορθώσουν. Στη δεύτερη περίπτωση, στην πραγματικότητα τα σχολεία είναι ένας μηχανισμός κατήχησης των νέων, μέσα από μια εκπαίδευση που βασίζεται στην τεχνοκρατία και στοχεύει κατά βάση στην εργασιακή αποκατάσταση, τα παιδιά μαθαίνουν να δέχονται -και να ανέχονται- την επιβολή κανόνων για τους οποίους δεν εκφέρουν καμία γνώμη, μαθαίνουν να πειθαρχούν και να μην αναπτύσσουν ανεξάρτητη -επομένως και παραγωγική- σκέψη. Επομένως, τα σχολεία, αντί να προσφέρουν στους πολίτες «μηχανισμούς αυτοάμυνας» απέναντι στην «κατευθυνόμενη» ενημέρωση, αποτελούν απλά ένα προπαρασκευαστικό στάδιο που κάνει τους νέους πολίτες πιο δεκτικούς σε αυτή.
Επομένως, για να προστατευτεί κανείς από την παραπληροφόρηση των ημερών μας, και δεδομένου πως δεν είναι στο χέρι μας το να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος, το μόνο που του μένει να κάνει είναι να προσπαθήσει ο ίδιος, με όσα μέσα διαθέτει, να «θωρακίσει» τον εαυτό του απέναντι στις κατευθυνόμενες πληροφορίες και τα fakenews. Θα πρότεινα ένα είδος αυτομόρφωσης σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν γύρω μας και μας απασχολούν. Δηλαδή, αν ο άνθρωπος θέλει να μάθει την αλήθεια για την κοινωνική και πολιτική ζωή, δεν μπορεί να παραμένει στάσιμος, περιμένοντας την έτοιμη πληροφορία από τα ΜΜΕ, αλλά οφείλει να υιοθετεί μια ενεργητική στάση, να δραστηριοποιείται και να αναζητά την πραγματικότητα μέσα από διαφορετικές-εναλλακτικές πηγές, παραμένοντας σε επαφή με την κοινωνία γύρω του και διαμορφώνοντας κριτική σκέψη, η οποία θα του επιτρέπει να ανακαλύπτει τι είναι αληθές και να κρίνει ο ίδιος τι είναι σωστό και τι λάθος.
Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτητής στο τμήμα ιστορίας και φιλοσοφίας της επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα σπουδάζει και νομική στο γαλλικό Κολλέγιο id'EF. Έχει λάβει μέρος σε πλήθος ρητορικών αγώνων τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδος και στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό.