Της Κατερίνας Σφυράκη,
Οι σχολικές γραμματικές αποτελούν διδακτικά εγχειρίδια που δέχονται συνεχώς κριτική για τον κανονιστικό τρόπο διδασκαλίας των γραμματικοσυντακτικών φαινομένων, τον οποίο προωθούν. Τι θα γινόταν, άραγε, αν μια γραμματική περιλάμβανε ιστορίες από την καθημερινότητα ενός/μιας μικρού/-ής μαθητή/-τριας, χωρίς καθορισμένα πλαίσια, ευθυγραμμισμένους κανόνες και την παγιωμένη εικόνα αυστηρών δασκάλων που δεν ξεφεύγουν από το βιβλίο; Την απάντηση έρχεται να δώσει η συγγραφέας Αναστασία Χρυσαφίδου-Καλφέλη με το βιβλίο της Αβγά Μηλάτα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη.
Η συγγραφέας Αναστασία Χρυσαφίδου-Καλφέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε για τριάντα δύο χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση. Συνεργάστηκε επί σειρά ετών με τον καθηγητή της Νεοελληνικής Γλώσσας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Χρήστο Τσολάκη, στο πλαίσιο των μαθημάτων του οποίου δίδαξε Γλωσσικές Ασκήσεις ως αποσπασμένη φιλόλογος από τη Μέση Εκπαίδευση και στον οποίο κάνει ειδική μνεία στον πρόλογο του βιβλίου της. Από το 1997 έως το 2000 συμμετείχε στην ομάδα αναθεώρησης των βιβλίων της νεοελληνικής γλώσσας για το Γυμνάσιο.
Το βιβλίο της, Αβγά Μηλάτα, αποτελεί ένα νοσταλγικό, ονειρικό ανθολόγιο αναμνήσεων της συγγραφέως από την παιδική της ηλικία, δοσμένων με τρόπο τόσο γλυκό και χαριτωμένο όσο και χιουμοριστικό και παιγνιώδη. Ο τίτλος του βιβλίου προϊδεάζει για την ύπαρξη κάποιας συγκεκριμένης ιστορίας μέσω της οποίας δημιουργήθηκε το λογοπαίγνιο «μηλάτα» αντί για «μελάτα». Την ιστορία αυτή εξηγεί η συγγραφέας στις απαρχές ήδη του βιβλίου, αλλά και στο οπισθόφυλλό του. Εν συντομία, η λέξη «μηλάτα» αποτελεί παρερμηνεία της λέξης «μελάτα» από μια θεία της συγγραφέα, η οποία έπρεπε να ετοιμάσει δύο μελάτα αβγά για τη δασκάλα του γιου της. Μη γνωρίζοντας τη σημασία της λέξης, θεώρησε ότι η δασκάλα ήθελε τα αβγά της «σφιχτά σαν μήλα».
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς ποια η σχέση της αυτοβιογραφικής αφήγησης παιδικών αναμνήσεων με τις σχολικές γραμματικές; Η συγγραφέας επιχειρεί στο βιβλίο της μια επαναπροσέγγιση της διδαχής των γραμματικών κανόνων, όπως αυτοί διδάσκονται στις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Συγκεκριμένα, χωρίζει τα κεφάλαια του βιβλίου της βάσει των γραμματικών φαινομένων (το άρθρο, τα ρήματα, τα επίθετα κ.ο.κ) και στο πλαίσιο κάθε κεφαλαίου εντάσσει όχι μόνο αναδιατυπωμένους κανόνες για την κατανόηση των φαινομένων, αλλά και παραδείγματα από ιστορίες της παιδικής της ζωής που δίνονται διάσπαρτες στο βιβλίο με πλάγια γραφή. Οι λεγόμενες «φωτογραφίες μνήμης» αφορούν, όπως αναφέρει και η ίδια η συγγραφέας, οικογενειακά στιγμιότυπα που αποτυπώθηκαν μέσα της σαν φωτογραφίες και αποδίδονται πράγματι με τρόπο που θυμίζει περιγραφή εικόνων.
Αφορμή για το όλο εγχείρημα αποτέλεσε η εμπειρία διδασκαλίας της νεοελληνικής γραμματικής από τους δασκάλους και τις δασκάλες της συγγραφέας στο δημοτικό, μια εμπειρία που την άφησε ανικανοποίητη, καθώς, όπως αναφέρει, «τη διδάχτηκε με τρόπο που να μη συνδέεται με τη ζωή». Η ίδια, λοιπόν, δεν συνδέει απλά τη γραμματική της με τη ζωή, αλλά τα κείμενά της αποπνέουν την αίσθηση μιας λησμονημένης αθωότητας, μιας χαμένης παιδικότητας που θαρρείς ότι την ξαναβρίσκει κανείς διαβάζοντάς τα. Μέσα από τις περιγραφές της, ξεδιπλώνεται ο αθώος, παιδικός κόσμος ενός μικρού κοριτσιού που ζει σε έναν συνοικισμό της Τριανδρίας και περνά την κάθε στιγμή με ανεμελιά, με όνειρα και φαντασία.
Ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου ενέχουν πιο εξομολογητικό τόνο, όπως «η Αιτιατική που φταίει», στην οποία η συγγραφέας αφηγείται το πώς η δασκάλα της τη χαστούκισε όταν αυτή απέκρυψε από τη διπλανή της το ποιες ασκήσεις έπρεπε να προετοιμάσουν, προκειμένου να μην έρθει στο σχολείο και τη ντροπιάσει με ορισμένα περιστατικά που της συνέβαιναν λόγω άγχους. Αντίστοιχα, στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο της κλητικής, η συγγραφέας περιγράφει τα παιχνίδια με τον φίλο της τον Πέτρο, που εκτυλίσσονταν σταδιακά σε παιχνίδια ερωτικού πειραματισμού και γι’ αυτό οι μητέρες τους απαγόρευσαν τις επαφές μεταξύ τους.
Το συγκεκριμένο πόνημα της Αναστασίας Χρυσαφίδου-Καλφέλη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αναγνωστική επιλογή όχι μόνο για όσους/-ες ασχολούνται με γλωσσολογικές, κοινωνιογλωσσικές και ψυχογλωσσικές σπουδές, για φοιτητές και φοιτήτριες φιλολογικών τμημάτων, δασκάλους/-ες και καθηγητές/-τριες της ελληνικής γλώσσας, αλλά για οποιονδήποτε άνθρωπο θέλει να απολαύσει νοσταλγικά ενθυμήματα του παρελθόντος. Η αγνή, τρυφερή ματιά της συγγραφέα βυθίζει σε πελάγη μιας νιότης ξέγνοιαστης μεν, αλλά με τα δικά της μικροπροβλήματα της καθημερινότητας, καθιστώντας έτσι το βιβλίο όχι ωραιοποιημένο και φτιασιδωμένο κατά τα πρότυπα μιας εποχής δήθεν βουτηγμένης στην αθωότητα, αλλά αληθινό.