14.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η στρατηγική επιλογή της Ιταλίας

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η στρατηγική επιλογή της Ιταλίας


Της Αιμιλίας Δρακάκη,

Η Ευρώπη υπήρξε ανέκαθεν –όπως παρατηρούμε– πεδίο διαμάχης και συγκρούσεων. Η πτώση και η άνοδος των διάφορων εθνών-κρατών, καθώς και οι μεταβολές στην ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, οδήγησαν σε δύο από τις πιο σημαντικές πολεμικές συρράξεις, οι οποίες ξεκίνησαν σε ευρωπαϊκό έδαφος και, στη συνέχεια, επεκτάθηκαν ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Πρώτος και, στη συνέχεια, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σοκάρουν ακόμη την κοινή γνώμη με τη βαναυσότητά τους. Άξια προσοχής αποτελεί η θέση της Ιταλίας, η οποία, ενώ, αρχικά, παρέμεινε ουδέτερη για μεγάλο διάστημα, στη συνέχεια, μπήκε στον πόλεμο ως αντίπαλος των μέχρι τότε συμμάχων της.

Με ορισμένες μικρές διαφοροποιήσεις, οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ευρώπης παρέμεναν σχεδόν ως είχαν κατά τους προηγούμενους δύο αιώνες, αλλά η αναμεταξύ τους σχέση και ισορροπία είχε πλέον αλλάξει ριζικά. Έπειτα από τις ήττες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας το 1866 και της Γαλλίας το 1870, ηγέτιδα δύναμη αναδείχθηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία. Τα εδάφη της Αυστριακής Αυτοκρατορίας ανακατανεμήθηκαν και η ίδια αποδέχτηκε την υποδεέστερη θέση της συμμάχου της Γερμανίας. Από την άλλη, η Γαλλία έχασε την παλιά της αίγλη, ενώ κατέβαλε μάλλον μάταιες προσπάθειες, για να ανακτήσει τον πρωταρχικό της ρόλο στην ήπειρο.

Στο ευρύτερο πλαίσιο των παγκόσμιων εξελίξεων υπήρχαν ακόμη η τεράστια Ρωσική Αυτοκρατορία και η Βρετανική Αυτοκρατορία, η οποία, αν και κρατούσε απόσταση από όσα λάμβαναν χώρα στην καρδιά της Ευρώπης, προσπαθούσε να διατηρήσει τις ισορροπίες και, ταυτόχρονα, να εδραιώσει τις υπερπόντιες κτήσεις της. Τέλος, η Ισπανία, αφού είχε χάσει και τα τελευταία εδάφη της αυτοκρατορίας της στην αμερικανική ήπειρο, υποβαθμίστηκε σημαντικά. Τη θέση της έλαβε η Ιταλία, η οποία, ενοποιημένη υπό τον οίκο της Σαβοΐας, είχε τη δύναμη να ασκεί πίεση και να αποτελεί άξιο προσοχής παίκτη στην παγκόσμια σκακιέρα.

Η ευρωπαϊκή ήπειρος πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι συμμαχίες. Πηγή εικόνας: maps.canadiangeographic.ca

Ήδη πριν από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, τα αντικρουόμενα συμφέροντα και οι φιλοδοξίες των αναδυόμενων κρατών στην κεντρική Ευρώπη είχαν οδηγήσει στον σχηματισμό δύο βασικών συμμαχιών. Από τη μία πλευρά, ο Bismarck, κατά την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, επιθυμούσε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της γειτονικής Γαλλίας, καθώς η ουσιαστική συμφιλίωση των δύο δεν θα ήταν ποτέ δυνατή. Η Αυστροουγγαρία δεν είχε ιδιαίτερες δυσκολίες στο εξωτερικό, ωστόσο, στο εσωτερικό υπήρχαν σοβαρά προβλήματα. Φυσικός αντίπαλος της Αυστροουγγαρίας ήταν η Ιταλία, η οποία εποφθαλμιούσε τις ιταλόφωνες περιοχές στις νότιες πλευρές των Άλπεων και, στον μυχό της Αδριατικής, εδάφη που παρέμεναν υπό την κατοχή των Αυστριακών. Ο Bismarck κατάφερε να ενώσει και τις δύο αυτές δυνάμεις σε μία «Τριπλή Συμμαχία», υποστηρίζοντας τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ιταλίας ενάντια στη Γαλλία και τις μεσογειακές της κτήσεις.

Από την άλλη, η Βρετανία, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο από τη στρατιωτικά ισχυρή Γαλλία στην αφρικανική ήπειρο, αλλά και την επεκτατικότητα της Ρωσίας προς τα σύνορα της Ινδίας, επέλεξε να συμμαχήσει με τα δύο ισχυρά κράτη, αντί να σταθεί αντίπαλός τους. Έτσι, δημιουργήθηκε η Αντάντ. Η Γαλλία και η Γερμανία παρέμεναν παραδοσιακά εχθροί, επομένως, και οι δύο συμμαχικές παρατάξεις δεν θα μπορούσαν να είναι τίποτα το διαφορετικό.

Όταν οι Αυστριακοί επέδωσαν τελεσίγραφο στη Σερβία το 1914, κανένα από τα μέρη δεν είχε υπολογίσει τη μετατροπή της διένεξης σε Παγκόσμιο Πόλεμο. Τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία ήταν αποφασισμένες να πολεμήσουν στο πλευρό των συμμάχων τους, την Αυστρία και τη Γαλλία αντίστοιχα, με κάθε κόστος. Λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου από την Αυστρία, η εισβολή των Γερμανών στο «ουδέτερο» Βέλγιο προκάλεσε την αντίδραση των Βρετανών, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα μίας γενικευμένης σύρραξης. Οι Ιταλοί παρέμειναν αμέτοχοι, περιμένοντας τις εξελίξεις, παρόλο που συμμετείχαν στην «Τριπλή Συμμαχία», η οποία, βέβαια, τους υποχρέωνε να συμμετάσχουν μόνο σε αμυντικό πόλεμο. Αν νικούσε η Αντάντ, η Ιταλία θα μπορούσε να κερδίσει τα εδάφη που διεκδικούσε από την Αυστρία, ενώ αν νικήτριες έβγαιναν οι δυνάμεις της «Τριπλής Συμμαχίας», ίσως κέρδιζε όχι μόνο τις αμφιλεγόμενες περιοχές με τη Γαλλία –τη Νίκαια και τη Σαβοΐα– αλλά και άλλες γαλλικές κτήσεις στη βόρεια Αφρική, στην οποία επεκτεινόταν σε σημαντικό βαθμό. Η ιταλική κυβέρνηση δήλωνε με απόλυτη ειλικρίνεια πως η πολιτική της καθοδηγείται από «ιερό εγωισμό».

Εικόνες από το ιταλικό μέτωπο. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Στο εσωτερικό της χώρας επικρατούσαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και η κοινή γνώμη ήταν διχασμένη ως προς την ιδέα της συμμετοχής στον πόλεμο. Εκκλησιαστικοί και αριστοκράτες έβλεπαν θετικά την αντίσταση της καθολικής Αυστρίας ενάντια στη φιλελεύθερη Δύση, όμως, η προοπτική τής προσάρτησης νέων εδαφών, κυρίως σε βάρος της Αυστροουγγαρίας, κέρδιζε όλο και περισσότερο τη λαϊκή υποστήριξη. Πράγματι, η τελική θέση της Ιταλίας επηρεάστηκε από τις παραδόσεις του Risorgimento, ώστε στις 26 Απριλίου του 1915 η Ιταλία να υπογράψει το μυστικό Σύμφωνο του Λονδίνου με τους συμμάχους της Αντάντ. Σύμφωνα με αυτό, θα της παραχωρείτο όλες οι ιταλόφωνες περιοχές νότια των Άλπεων, μεγάλες εκτάσεις της Σλοβενίας, της Δαλματίας, αλλά και τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Λιβύη, όπου, βέβαια, δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου ιταλική παρουσία. Επίσημα, πλέον, οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στις 23 Μαΐου του 1915 και εισήλθαν στο πεδίο της μάχης στο πλευρό της Αντάντ.

Η συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο άνοιξε ακόμα ένα μέτωπο, το οποίο εκτεινόταν σε 600 χιλιόμετρα κατά μήκος των συνόρων Ιταλίας–Αυστροουγγαρίας. Το συγκεκριμένο μέτωπο ήταν, μάλιστα, από τα πιο ενεργά του πολέμου, καθώς οι Αυστριακοί πολεμούσαν τους Ιταλούς με πρωτοφανές σθένος. Το ιταλικό μέτωπο παρέμεινε ανοιχτό καθ’ όλη τη διάρκεια του 1916 μέχρι τον Οκτώβριο, τότε οι γερμανικές δυνάμεις διέλυσαν την ιταλική άμυνα στο Caporetto, αναγκάζοντας τους Ιταλούς σε υποχώρηση.

Με τη λήξη του πολέμου στις 11 Νοεμβρίου του 1918, οι νικητές-σύμμαχοι της Αντάντ συναντήθηκαν τον Ιανουάριο του 1919 στο Παρίσι, ώστε να συνάψουν συνθήκη ειρήνης. Ανάμεσα στις ειρηνευτικές δυνάμεις ήταν και η Ιταλία, στην οποία παραχωρήθηκαν, όπως είχε συμφωνηθεί, τα ιταλικά εδάφη της Αυστροουγγαρίας μαζί με την πόλη της Τεργέστης, το σημαντικότερο λιμάνι της Αδριατικής. Η συνθήκη των Βερσαλλιών, μεταξύ άλλων, όριζε την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, στην οποία η Ιταλία απέκτησε μόνιμη θέση. Ωστόσο, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Wilson, ανέφερε σε ένα από τα «Δεκατέσσερα Σημεία» του, πως τα σύνορα της Ιταλίας πρέπει να αναπροσαρμοστούν σύμφωνα με αναγνωρίσιμες γραμμές εθνικότητας.

Το Βασίλειο της Ιταλίας πριν και μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως η θέση της Ιταλίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες. Η φαινομενική συμμαχία της με τις γειτονικές χώρες μάλλον δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα τέχνασμα, ώστε να κρύψει τη στρατιωτική της αδυναμία –παρά τα επεκτατικά αισθήματα που διέθετε– και να επικεντρωθεί στις υπερπόντιες κτήσεις της. Η ουδετερότητα που κρατούσε αρχικά επέτρεψε στην ιταλική κυβέρνηση να παρακολουθεί τις εξελίξεις από απόσταση και να αναλάβει δράση την ευνοϊκότερη στιγμή, έχοντας πλέον εξασφαλίσει ισχυρούς συμμάχους, που εξυπηρετούσαν τα πραγματικά συμφέροντα του έθνους. Συνεπώς, η Ιταλία βγήκε κερδισμένη και πιο ισχυρή από τον πόλεμο, ωστόσο, έδωσε μία διαφορετική θεώρηση στον όρο συμμαχία. Σαφέστερα, με τον όρο συμμαχία εστιάζει στο κατά πώς αυτή διαμορφώνεται σε καιρό ειρήνης, αλλά και πώς μπορεί να μεταμορφωθεί, όταν φτάσει η ώρα του πολέμου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • History.com (2020), Italy declares war on Austria-Hungary. Διαθέσιμο εδώ
  • Howard, Michael (2006), Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, μτφρ. Χρύσα Τσαλικίδου, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Θύραθεν
  • Theworldwar.org, Italy Enters World War I. Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αιμιλία Δρακάκη
Αιμιλία Δρακάκη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νεάπολη Λακωνίας, και τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του ΟΠΑ, ενώ γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. Εκτός από την ιστορία, τις διεθνείς σχέσεις και την πολιτική, λατρεύει και ασχολείται με τη μουσική, το θέατρο και τον κινηματογράφο.