Του Νίκου Παναγιωτόπουλου,
Στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής φρασεολογίας εμφανίζεται μία φράση, παρμένη από την αρχαία ελληνική μυθολογία, μέσω της οποίας κάποιος δηλώνει πως βίωσε μία αφόρητη κατάσταση που ήταν σχεδόν βασανιστική. Έτσι, όταν ακούμε έναν ομιλητή να λέει πως «πέρασε ή τράβηξε το μαρτύριο του Ταντάλου», εννοεί πως έζησε κάτι υπερβολικά δυσάρεστο, που άγγιξε και ξεπέρασε τα όρια των σωματικών ή/και των ψυχολογικών του αντοχών. Ποιος ήταν, όμως, αυτός ο Τάνταλος; Ποιο ήταν το κακό που διέπραξε; Ποιο ήταν το μαρτύριο που κλήθηκε να υποστεί μετά τον θάνατό του; Σε αυτά τα ερωτήματα θα απαντήσουμε μέσω του παρόντος άρθρου.
Θα ταξιδέψουμε, λοιπόν, ανατολικά της Σμύρνης, στην περιοχή της Λυδίας, όπου είχε το βασίλειό του ο Τάνταλος. Ως γονείς του εμφανίζονται ο Δίας και η Πλουτώ, η κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Όμως, κάποιοι υποστήριξαν πως πιθανώς οι γονείς του Ταντάλου ήταν ο Τμώλος και η Ομφαλή, που μαζί κυβερνούσαν, πριν από αυτόν, στο βασίλειο της Λυδίας. Ο Τάνταλος, επιπλέον, συνδέεται με το Άργος ή την Κόρινθο, καθώς μερικοί λένε πως σε μία από εκείνες τις πόλεις υπήρξε βασιλιάς. Μία άλλη εκδοχή λέει πως ο Τάνταλος πήγε από την πόλη Σίπυλο στη Λυδία, με σκοπό να κατακτήσει την Παφλαγονία. Εξορίστηκε, όμως, από εκεί, αφού προκάλεσε την οργή των θεών, από τον Ίλο της Φρυγίας, καθώς ο Τάνταλος κατηγορήθηκε πως είχε απαγάγει και είχε αποπλανήσει τον μικρό αδερφό του Ίλου, τον Γανυμήδη.
Ο Τάνταλος απέκτησε τρία παιδιά, τον Πέλοπα, τη Νιόβη και τον Βροτέα. Οι μυθολογικές παραδόσεις, όμως, δε συμφωνούν ως προς το ποια ήταν ακριβώς η μητέρα αυτών των παιδιών. Επομένως, ο Τάνταλος συνδέθηκε ερωτικά είτε με την Ευρυάνασσα, κόρη του ποτάμιου θεού Πακτωλού, είτε με την Ευρυθεμίστη, κόρη του ποτάμιου θεού Ξάνθου, είτε με την Κλυτία, κόρη του Αμφιδάμαντα, είτε με την Πλειάδα Διώνη, κόρη του Άτλαντα.
Ο Τάνταλος ήταν ένας από τους φίλους του Δία και των υπόλοιπων θεών. Έγινε δεκτός στο γεύμα των θεών στον Όλυμπο, απολαμβάνοντας και ο ίδιος μαζί με τους θεϊκής προέλευσης συνδαιτυμόνες του τη γεύση της αμβροσίας και του νέκταρος. Εξακολουθούσε να έχει την εύνοια των θεών μέχρι τη στιγμή που και αυτός, όπως ο Προμηθέας σε άλλη περίπτωση, έκλεψε το φαγητό των θεών, για να το μοιραστεί με τους θνητούς φίλους του και πρόδωσε μυστικά των θεών. Προτού, όμως, ανακαλυφθεί αυτό το έγκλημα, διέπραξε ένα άλλο, πολύ χειρότερο. Έχοντας καλέσει τους Ολύμπιους θεούς σε ένα συμπόσιο στη Σίπυλο, ή στην Κόρινθο κατ’ άλλους, ο Τάνταλος έκρινε πως το φαγητό στο κελάρι του ήταν ανεπαρκές για τους καλεσμένους του και, για να δοκιμάσει την παντογνωσία του Δία ή, απλώς, για να δείξει την καλή του πρόθεση, διαμέλισε τον γιο του, τον Πέλοπα, και πρόσθεσε τα κομμάτια του άψυχου σώματός του μέσα στο βρασμένο φαγητό που μαγειρευόταν για εκείνους. Αμέσως οι θεοί αντιλήφθηκαν το αποτροπιαστικό περιεχόμενο του γεύματός τους και έκαναν πίσω, νιώθοντας αποστροφή. Η μοναδική από τους θεούς που δεν κατάλαβε τι έτρωγε ήταν η θεά Δήμητρα, η οποία, επειδή ήταν λυπημένη για την απώλεια της Περσεφόνης, έφαγε τον αριστερό του ώμο.
Αφού τιμώρησε τον Τάνταλο, ο Δίας με ευχαρίστηση επανέφερε στη ζωή τον Πέλοπα. Παρήγγειλε στον Ερμή να μαζέψει τα μέλη του σώματός του και να τα βράσει στο ίδιο καζάνι, λέγοντας κάποια μαγικά ξόρκια. Η μοίρα Κλωθώ τα ξαναένωσε και η Δήμητρα του έβαλε έναν νέο, σκληρό ώμο από ελεφαντόδοντο, στη θέση εκείνου που είχε προλάβει να φάει. Και η Ρέα του έδωσε πνοή ζωής, ενώ ο Πάνας χόρευε με χαρά. Μέσα από τον λέβητα επανεμφανίστηκε ο Πέλοπας πιο δυνατός και πιο ωραίος από πριν.
Για τα δύο, λοιπόν, παραπάνω εγκλήματα που διέπραξε ο Τάνταλος, οι θεοί τον τιμώρησαν μέσω της ολικής καταστροφής του βασιλείου του, όπως γράφει ο Πλάτωνας στο έργο του Κρατύλος, και, μετά τον θάνατό του, που έγινε από τα ίδια τα χέρια του Δία, με αιώνιο βασανιστήριο. Ο Τάνταλος κρεμάστηκε από το κλαδί ενός οπωροφόρου δέντρου, που βρισκόταν πάνω από μια ελώδη λίμνη, της οποίας τα νερά αγκάλιαζαν τη μέση του και κάποιες φορές έφταναν ψηλά, μέχρι το πηγούνι του. Επίσης, είχε διαρκώς ανικανοποίητο το αίσθημα της πείνας και της δίψας. Κάθε φορά που ο Τάνταλος έσκυβε για να πιει νερό, τα νερά εξανεμίζονταν και τίποτα δεν παρέμενε παρά μόνο η μαύρη λάσπη στα πόδια του. Αν, ωστόσο, κατάφερνε ποτέ να μαζέψει μία χούφτα νερό, αυτό ξεγλιστρούσε από τα δάχτυλά του, προτού μπορέσει να ξεδιψάσει τα χείλη του, αυξάνοντας το αίσθημα της δίψας του. Επιπλέον, το δέντρο στο οποίο βρισκόταν κρεμασμένος ήταν γεμάτο με αχλάδια, μήλα, γλυκά σύκα, μαύρες ελιές και ρόδια. Με λίγα λόγια, ήταν πλούσιο με γευστικούς καρπούς που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την πείνα του. Όμως, κάθε φορά που προσπαθούσε να φτάσει τους καρπούς του δέντρου, ένα φύσημα του αέρα στροβίλιζε τα κλαδιά του, έτσι ώστε να μην μπορεί να τους πιάσει.
Επιπροσθέτως, μία τεράστια πέτρα κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του Ταντάλου και αιωνίως απειλούσε να συνθλίψει το κρανίο του. Αυτή η τιμωρία είναι συνδεδεμένη με δύο εκδοχές του μύθου.
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή του μύθου, που αντλείται από το έργο του Αθήναιου Ἀτρειδῶν Κάθοδος, οι θεοί είχαν προσκαλέσει τον Τάνταλο στον Όλυμπο και ο Δίας υποσχέθηκε να του κάνει όποια χάρη εκείνος ήθελε. Ο Τάνταλος του ζήτησε να ζει στη γη, όπως ζουν οι θεοί στον Όλυμπο. Ο Δίας θύμωσε με αυτό τον λόγο που, ταυτόχρονα, αποτελούσε ύβρη προς το πρόσωπο εκείνου και των θεών. Ωστόσο, δεμένος με την υπόσχεσή του, πραγματοποίησε την ευχή του Ταντάλου, μα την ίδια ώρα κρέμασε μία πέτρα πάνω απ’ το κεφάλι του, έτσι που να μην μπορεί να χαίρεται τα αγαθά του.
Η δεύτερη εκδοχή του μύθου που συνδέεται με την τιμωρία της πέτρας σχετίζεται με ένα τρίτο έγκλημα που είχε διαπράξει ο Τάνταλος. Με βάση μια παραλλαγή του μύθου, λοιπόν, στα Σχόλια στον Πίνδαρο (Ολύμπια, 1,91), μια μέρα, ενώ ο Δίας ήταν ακόμη βρέφος στην Κρήτη, ο Ήφαιστος είχε φτιάξει έναν χρυσό σκύλο, για να τον επιβλέπει. Όμως, ο Πανδάρεως, γιος του Μέροπα, τόλμησε να κλέψει τον σκύλο και τον έφερε στον Τάνταλο, για να το κρύψει στο όρος Σίπυλος. Όταν, στη συνέχεια, ο Πανδάρεως ζήτησε από τον Τάνταλο να του επιστρέψει τον χρυσό σκύλο, ο Τάνταλος ορκίστηκε στον Δία ότι ούτε είχε δει ούτε είχε ακούσει για το χρυσό σκυλί. Εξαιτίας αυτού του όρκου, που έφτασε στα αυτιά του Δία, δόθηκε διαταγή στον Ερμή να ψάξει για τους λόγους που ο Τάνταλος έδωσε τον όρκο. Και παρόλο που ο Τάνταλος συνέχισε να ψευδορκεί, ο Ερμής, τελικά, ξαναβρήκε τον σκύλο, είτε με την βία είτε μέσω τεχνάσματος. Ο Δίας, τότε, έριξε τον Τάνταλο κάτω σε έναν γκρεμό του Σίπυλου.
Όσον αφορά το είδος της τιμωρίας που επιβλήθηκε στον Τάνταλο για τις εγκληματικές του ενέργειες, οι εκδοχές ποικίλουν. Για παράδειγμα, στον Ασκληπιάδη από την Τράγιλο διαβάζουμε ότι, μετά την καταστροφή της πατρίδας του, ο Τάνταλος κρεμάστηκε ψηλά από ένα βουνό. Στην τραγωδία Ορέστης του Ευριπίδη, ο Τάνταλος εμφανίζεται να αιωρείται ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, έχοντας μια πέτρα πάνω από το κεφάλι του. Τέλος, κατά τον Σχολιαστή του Ευριπίδη (Ορέστης, 982), ο Τάνταλος κουβαλάει, όπως ο Άτλας, τον ουρανό στους ώμους του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κακριδής, Ι. Θ. (1986), Ελληνική Μυθολογία: Οι Ήρωες, Τοπικές Παραδόσεις, τόμος 2, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Graves, R. (1992), The Greek Myths, England: Penguin Books, Penguin Group