Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Μέσα σε όλη τη δίνη του πληθωρισμού που μαστίζει τις ευρωπαϊκές οικονομίες, καλλιεργώντας ολοένα και μεγαλύτερο αίσθημα αβεβαιότητας σε όλους τους Έλληνες, και γενικότερα Ευρωπαίους πολίτες, ήρθε μια είδηση που είναι ικανή να μας γεμίσει με συγκρατημένη αισιοδοξία.
Στο πλαίσιο της 14ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης της οικονομικής πορείας της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ήρθε τον Αύγουστο η πρόταση για έξοδο της Ελλάδας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας. Η απόφαση αυτή αναμένεται να επικυρωθεί στο Eurogroup της 16ης Ιουνίου. Για να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου γεγονότος, οφείλουμε να κατανοήσουμε τη σύγκριση μεταξύ των δύο καταστάσεων. Η Ελλάδα, μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος, κοινώς μνημονίου, αφού η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπέγραψε και συνηγόρησε στις παράλογες, και δίχως καμία οικονομική-επιστημονική βάση, απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060, ήταν υποχρεωμένη να περνάει αξιολόγηση ανά 3 μήνες στο πλαίσιο της λεγόμενης «ενισχυμένης εποπτείας». Μετά τον Αύγουστο, η χώρα μας θα αξιολογείται πλέον ανά εξάμηνο, στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, εισχωρώντας στο κλαμπ των χωρών της ΕΕ που είχαν παρόμοια προβλήματα με τη χώρα μας, καθώς επίσης αντιμετώπισαν και προγράμματα στήριξης στο παρελθόν, όπως είναι η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Βραχυπρόθεσμος στόχος είναι η εκταμίευση της δόσης από την διακράτηση των ελληνικών ομολόγων (SMP’s, ANFA’s). Το εκτιμώμενο ύψος αυτών είναι στα 744 εκατομμύρια ευρώ. Το παραπάνω αναμένεται να είναι απόφαση του Eurogroup της 16ης Ιουνίου.
Σε αυτό το σημείο, πολλοί αναγνώστες θα αναρωτηθούν για το αν υπάρχει ουσιαστική σημασία μετά από αυτήν την αλλαγή. Πριν απαντηθεί το συγκεκριμένο ρητορικό ερώτημα, οφείλουμε επιγραμματικά να αναλύσουμε τον μηχανισμό που λειτουργούν οι διεθνείς χρηματαγορές. Κύριος παράγοντας στη λήψη των αποφάσεών τους είναι η εμπιστοσύνη προς έναν κρατικό ή μη παράγοντα ή η έλλειψη αυτής. Η χώρας μας, περνώντας από έναν υπερδεκαετή οικονομικό κυκεώνα, όπου αντιμετωπιζόταν σαν οικονομικός παρίας εντός των κόλπων της ΕΕ, σταδιακά διαφαίνεται πως αλλάζει το στάτους της.
Αρχικά, κρίσιμο ρόλο διαδραμάτισαν οι αναβαθμίσεις που είχε η στον επενδυτικό τομέα, από κορυφαίους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, γεγονός που μέχρι πριν λίγα χρόνια θα φάνταζε θαύμα. Το επόμενο βήμα ήταν οι αγορές να δουν τη λεγόμενη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών», όπως αποκαλούνται δηκτικά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, να δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η λεγόμενη θετική σηματοδότηση (signaling) προς την περαιτέρω στήριξη με χαμηλότοκα δάνεια της ελληνικής οικονομίας. Απώτερος στόχος είναι η περαιτέρω επενδυτική αναβάθμιση με σκοπό να καταφέρουμε, σαν χώρα, να εισέλθουμε στην επενδυτική βαθμίδα.
Το μεγάλο ερώτημα που θα ακολουθήσει είναι αν μπορούμε να αναφερόμαστε στο χιλιοειπωμένο «φως στο τούνελ». Λόγω της πανδημίας, το 2020 στο επίπεδο των Ευρωπαίων ηγετών, αποφασίστηκε η ρήτρα διαφυγής που σε πολύ γενικές γραμμές σημαίνει εξαίρεση από τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις, αρχικά λόγω της πανδημίας που έφερε αναταραχές στους προϋπολογισμούς κάθε κράτους και, εν συνεχεία, εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και των απολήξεών του. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την παράτασή της και για το 2023, δίνοντας την ευκαιρία και την ευελιξία και στην Ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει μια εκτενέστερη κοινωνική πολιτική. Το συγκεκριμένο σενάριο δεν πρέπει να μας γεμίζει με περίσσεια αισιοδοξία, καθώς θα προβλέπεται κάποια παρακολούθηση για τις χώρες με μεγάλο χρέος, όπως είναι και η χώρα μας. Σύμφωνα και με τις δηλώσεις του Επιτρόπου Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει τις ελληνικές μεταρρυθμίσεις και τις προσπάθειες του ελληνικού λαού να αλλάξει τις ριζικές αιτίες που οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Σε κάθε κατάσταση, η φειδώ είναι χαρακτηριστικό πολιτικής αρετής. Στην προκειμένη περίπτωση, βασικός στόχος του οικονομικού μας επιτελείου οφείλει να είναι η αναδιαπραγμάτευση των παράλογων πρωτογενών πλεονασμάτων, που συμφώνησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Η ΕΕ από την άλλη μεριά, οφείλει να αντιληφθεί πως η Ελλάδα του 2022 δεν είναι η Ελλάδα του 2018. Έχουν γίνει εμπράκτως πολλά βήματα από τη χώρα μας, προς την κατεύθυνση της οικονομικής αναδιάρθρωσης και των μεταρρυθμίσεων, ειδικά αν σκεφτούμε πως όλα αυτά διαδραματίζονται εν καιρώ πανδημίας και πολέμου.
Οι καταστάσεις μεταβάλλονται και, για να μιλήσουμε πιο νομικά, είναι δυνατόν από μεριάς μας να γίνει επίκληση του όρου “rebus sic stantibus”, που αναφέρεται στη ριζική αλλαγή των περιστάσεων, ως όρου για την ακύρωση μιας συνθήκης. Ασφαλώς και μια τέτοια επίκληση θα οδηγούσε σε πιθανή ρήξη στις σχέσεις μας με τα όργανα της Ένωσης, γεγονός που, ακόμα και να μας δικαίωνε νομικά, θα ενείχε σοβαρότατες συνέπειες στον διπλωματικό και πολιτικό τομέα. Η ελληνική κυβέρνηση και οι θεσμοί οφείλουν να έρθουν σε μια δίκαιη και βιώσιμη πολιτική συμφωνία, υπό το πρίσμα πάντα των συνεχώς εξελισσόμενων διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων και αναγκών.
Συνεπώς, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα θετικά των παραπάνω εξελίξεων αλλά ο ελληνικός λαός έχει δικαίωμα και υποχρέωση να ακούει την αλήθεια.
Όπως ακριβώς είχε πει και σε μια ομιλία του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Η αρετή της δημοκρατίας είναι η αλήθεια. Εκεί, όπου δεν υπάρχει ηγεσία που να έχει το θάρρος να λέει την αλήθεια και λαός που να έχει το θάρρος να ακούει την αλήθεια, η δημοκρατία δεν ευδοκιμεί».