Του Δημήτρη Καψή,
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ένα περίπλοκο θέμα με πολλαπλές πτυχές. «Η συνολική ιστορία (της Ελλάδας και της Τουρκίας) είναι αντιπαλότητα λιγότερο από τα δύο τρίτα των περιπτώσεων, με τις καλές γειτονικές σχέσεις να αποτελούν το ένα τρίτο σε αυτά τα 100 χρόνια. Η σχέση είναι μοναδική από πολλές απόψεις σύμφωνα με τις προδιαγραφές των ιστορικών αντιπαλοτήτων», γράφει ο Αλέξης Ηρακλείδης στο βιβλίο του Greece and Turkey in conflict and cooperation: from Europeanization to de-Europeanization.
Το γεγονός-κλειδί που συνιστά τη γενεσιουργό αιτία των εχθρικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών είναι η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, που συνεπάγεται το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί την αρχή της Τουρκοκρατίας, η οποία θα διαρκούσε για περίπου τέσσερις ακόμα αιώνες, μέχρι τη νίκη της ελληνικής αστικής επανάστασης και το γεγονός ότι η Τουρκία ασκεί, ακόμα και σήμερα, κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη, αποτελεί πρόβλημα για κάποιους Έλληνες.
Εντούτοις, έχουν σημειωθεί τρεις προσπάθειες αποκατάστασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η πρώτη περίοδος αποκλιμάκωσης της έντασης στις διπλωματικές σχέσεις (détente) ήταν με το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, που υπογράφηκε στις 29 Οκτωβρίου 1930 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κεμάλ Μουσταφά Ατατούρκ. Υπήρχαν, βέβαια, αντιδράσεις και συγκεκριμένα από τους πρόσφυγες, τους οποίους ο Ε. Βενιζέλος τους απείλησε με διώξεις με το Ιδιώνυμο, το οποίο είχε ψηφιστεί για να ποινικοποιηθεί η κομμουνιστική ιδεολογία. Ένα από τα προβλήματα αυτής της συμφωνίας ήταν η εξίσωση των περιουσιών, που εγκατέλειψαν οι Έλληνες στη Μικρά Ασία, με εκείνες των μουσουλμάνων στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Η φάση αυτή συνέχισε στη μεταπολεμική περίοδο και στις αρχές της ψυχροπολεμικής εποχής, καθώς οι δύο χώρες διαδραμάτιζαν σημαντικούς γεωστρατηγικούς ρόλους σε αυτό το πλαίσιο. Η détente κατέρρευσε με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Η δεύτερη φάση ήταν το 1987, όπου η Τουρκία υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Αυτή η περίοδος, όμως, κράτησε για μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι την πολιτική ήττα του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989, λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά. Τότε, και συγκεκριμένα στις 20 Δεκεμβρίου 1989, σε απάντηση στην Τουρκία και της προαναφερθείσας αίτησής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφωνεί μια αρνητική άποψη στις αρχές των διαπραγματεύσεων για πρόσβαση, παραπέμποντας οικονομικούς και πολιτικούς λόγους.
Έπειτα, ακολούθησε η Κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του 1996. Τα Ίμια είναι ένα ζευγάρι νησίδων, μέρος του νησιωτικού συμπλέγματος των Δωδεκανήσων που για χρόνια, μετά την ένταξη των νησιών στο ελληνικό κράτος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιήθηκαν από τον Έλληνα βοσκό, Αντώνη Βεζυρόπουλο, ο οποίος ήταν γνωστός ως «βοσκός των Ιμίων». Όταν ο βοσκός έφυγε, ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου αποφάσισε να υψώσει την Ελληνική σημαία στα Ίμια, στις 26 Ιανουαρίου. Αυτό αποτέλεσε πρόκληση για την Τουρκική πλευρά, καθώς η Τουρκία, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, δεν αναγνωρίζει τις προαναφερθείσες νησίδες ως ελληνικές. Την επομένη, δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας Hürriyet μεταβαίνουν με ελικόπτερο στη Μεγάλη Ίμια, υποστέλλουν την ελληνική σημαία και υψώνουν την τουρκική.
Στις 28 Ιανουαρίου, το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική, παραβαίνοντας την πολιτική εντολή που ήταν μόνο να υποσταλεί η τούρκικη σημαία. Η Τουρκία και η Ελλάδα μετέφεραν στρατιωτικές δυνάμεις γύρω από τα Ίμια. Ο διπλωμάτης Richard Holbrooke ενημερωμένος από τον Αμερικανό Πρόεδρο, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους δύο Πρωθυπουργούς, που δεσμεύτηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους και να υποστείλουν τις σημαίες. Τα πολεμικά σκάφη και οι καταδρομείς των δύο χωρών αποχώρησαν από τις βραχονησίδες το πρωί της 31ης Ιανουαρίου 1996, υπό την επίβλεψη αεροσκαφών του 6ου Αμερικανικού Στόλου της Μεσογείου. Ο Κώστας Σημίτης ευχαρίστησε τις ΗΠΑ για τη βοήθειά τους.
Η τρίτη φάση ξεκίνησε το 1999, η οποία, όμως, αποδείχθηκε μακροχρόνια ατελέσφορη. Η άρση του ελληνικού βέτο στη βελτίωση των σχέσεων της Ε.Ε. και της Τουρκίας πυροδότησε την ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων. Εξάλλου, η Ελλάδα πάντα προσπαθούσε να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Τουρκία. Ένα ιστορικό παράδειγμα που το αποδεικνύει αυτό είναι το γεγονός ότι υπήρξαμε από τις πρώτες χώρες που έσπευσαν να στείλουν σωστικά συνεργεία, γιατρούς και προμήθειες στην Τουρκία μέσα σε λίγες ώρες από τον σεισμό της 17ης Αυγούστου του 1999, ο οποίος σκότωσε περισσότερους από 14.000 ανθρώπους.
Βέβαια, η Ελλάδα μέσω των κυβερνήσεών της έχει προστατεύσει ιστορικά –αδίκως για πολλούς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις– τα συμφέροντα της Τουρκίας. Ο Κ. Σημίτης δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό να απολογηθεί για τις τουρκικές σφαγές των Κούρδων και να αποκαλέσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της μεγαλύτερης εθνικής ομάδας χωρίς κρατική υπόσταση, id est, του κουρδικού λαού, ως «αποσχιστικό κίνημα» και «ανταρσία». «Είμαστε κατά των ένοπλων ανταρσιών και των πράξεων τρομοκρατίας και βίας», δήλωσε ο Κ. Σημίτης όσον αφορά το Κουρδικό ζήτημα. Ο ίδιος ο Κ. Σημίτης ήταν που παρέδωσε το 1999 τον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, στα χέρια της τουρκικής κυβέρνησης, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο, ο οποίος μετατράπηκε σε επιβαρυντική ισόβια κάθειρξη, όταν η Τουρκία κατάργησε τη θανατική ποινή.
Παρά ταύτα, αποδεικνύεται σωστός εκ των πραγμάτων ο Κώστας Υφαντής, όταν ανέφερε ότι «κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πειστικά ότι ο Αιγαιοπελαγίτικος Ψυχρός Πόλεμος ιστορικά τελείωσε». Σύγχρονες αμφισβητήσεις περιλαμβάνουν, σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τα ακόλουθα:
- αμφισβήτηση του νόμιμου και κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας, με απειλή πολέμου (casus belli), να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας και όπως έχει πράξει το σύνολο σχεδόν των παράκτιων κρατών της διεθνούς κοινότητας, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης (σε Εύξεινο Πόντο και Ανατολική Μεσόγειο),
- αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, μέσω συνεχών παραβιάσεών του από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη,
- αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών και παραβίασή της ακόμα και στην περίπτωση κατοικημένων περιοχών,
- αμφισβήτηση των θαλάσσιων συνόρων,
- αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του ICAO, και η συνεχής άρνηση συμμόρφωσης της Τουρκίας προς τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας,
- αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης και
- απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία υπάρχουν και νέες ανησυχίες. Έμπειρος παρατηρητής των διεθνών εξελίξεων σχολίασε στο Βήμα ότι «με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ να έχουν αυτή τη στιγμή το βλέμμα τους στραμμένο αποκλειστικά στη διαχείριση και αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής, πολύ δύσκολα θα είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και σε άλλο μέτωπο αν αυτό κρινόταν αναγκαίο». Και σε αυτό το κλίμα η Τουρκία, κατόπιν και της πρόσφατης επίσκεψης του Κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, δεν έκρυψε την ενόχλησή της, πραγματοποιώντας ρεκόρ παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου σε Αιγαίο και Θράκη, διατυμπανίζοντας, παράλληλα, τις προετοιμασίες για το νέο ερευνητικό σκάφος της το προσεχές καλοκαίρι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, mfa.gr, διαθέσιμο εδώ
- Για πρώτη φορά οι Κούρδοι παίρνουν θέση: «Σημίτης & Πάγκαλος εκτελούσαν εντολές» – «Πρόδωσαν τον Οτσαλάν», 1069.gr, διαθέσιμο εδώ
- 23 χρόνια από την κρίση των Ιμίων -Η σημαία και ο ρόλος των δημοσιογράφων, iefimerida.gr, διαθέσιμο εδώ
- Commission Opinion on Turkey’s request for accession to the Community (20 December 1989), cvce.eu, διαθέσιμο εδώ
- Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στη «σκιά» του Ουκρανικού, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ