Της Έλενας Ζεμπιλλά,
Ήταν άνοιξη του 1940, όταν οι Γερμανοί έπιασαν τους Γάλλους απροετοίμαστους. Οι Σύμμαχοι είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους στο Βέλγιο, αναμένοντας τη μεγάλη γερμανική επίθεση, αλλά ξεγελάστηκαν. Οι Γερμανοί χώρισαν τις δυνάμεις τους. Άφησαν ένα κομμάτι να αντιμετωπίσει τους Συμμάχους στο Βέλγιο και έστειλαν ένα μεγάλο τμήμα νότια προς τη Γαλλία, μία κίνηση που δεν είχε προβλέψει κανείς. Το σχέδιο των Γερμανών ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο, καθώς θα λειτουργούσε μόνο αν έπιαναν του Συμμάχους «στον ύπνο» και απαιτούσε φοβερά γρήγορες κινήσεις. Οι δυνάμεις των Γερμανών έπρεπε να διασχίσουν το δάσος των Αρδεννών και να επιτεθούν. Mέχρι τότε, το δάσος θεωρούνταν απροσπέλαστο. Αν η Βέρμαχτ περνούσε από εκεί, θα είχε ένα πολύ σημαντικό προβάδισμα. Αν όχι, θα περικυκλώνονταν από τις αριθμητικά ανώτερες συμμαχικές δυνάμεις και θα βρισκόταν σε μια τρομερά ευάλωτη θέση.
Στο τέλος, τη διαφορά έκανε η τεχνολογία. Το δάσος των Αρδεννών ήταν απροσπέλαστο για τα οχήματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δε στάθηκε εμπόδιο στα τανκς των Γερμανών το 1940. Εκτός από ανώτερο πολεμικό εξοπλισμό, όμως, οι Γερμανοί είχαν αναπτυγμένο σύστημα επικοινωνίας, που τους επέτρεψε να συνομιλούν ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις και να διατηρήσουν τέλεια οργάνωση. Οι Γάλλοι είχαν βασιστεί εξ ολοκλήρου στη γραμμή Μαζινό, την οχυρωματική γραμμή κατά μήκος των συνόρων, που θεωρούσαν ότι θα τους προστάτευε από οποιαδήποτε εισβολή. Η γραμμή Μαζινό ήταν μια σειρά υπόγειων οχυρωματικών έργων που άρχισε να κατασκευάζεται μετά τον Α’ Π.Π., καλύπτοντας σε μήκος ολόκληρη τη Γαλλογερμανική μεθόριο. Έμεινε στη σύγχρονη ιστορία ως το μεγαλύτερο σε μήκος οχυρωματικό έργο που κατασκευάστηκε στην Ευρώπη, αλλά και το ατυχέστερο παγκοσμίως, αφού ουδέποτε απέδωσε του σκοπού του. Η αναφορά της γραμμής Μαζινό στους στρατιωτικούς κύκλους έχει ταυτιστεί σήμερα με την έννοια της πανωλεθρίας, μετά την οποία και καταλήφθηκε η Γαλλία στον Β’ Π.Π.
Έλαβε το όνομά της από τον εισηγητή της κατασκευής της, τον τότε υπουργό Πολέμου της Γαλλίας, Αντρέ Μαζινό. Ο Αντρέ Μαζινό ήταν υφυπουργός Πολέμου της Γαλλίας, πριν εγκαταλείψει τη θέση του για να πολεμήσει στα χαρακώματα. Επέστρεψε το 1928 και πρότεινε την κατασκευή ενός φαραωνικού αμυντικού έργου, μιας οχυρωματικής γραμμής που ένωνε τα δύο αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Νοέμβριο του 1918, η Γαλλία, παρ’ ότι μια από τις νικήτριες δυνάμεις, αντιμετώπισε σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Είχε χάσει περισσότερο από ένα εκατομμύριο νέους, ενώ 4 έως 5 εκατομμύρια ήταν οι τραυματίες της. Με τη λήξη της σύρραξης, πρόβαλε επιτακτικά ένα συνακόλουθο σημαντικό πρόβλημα: Πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη νέα σύρραξη. Το θέμα αυτό υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ του Πρωθυπουργού Ζωρζ Κλεμανσώ και του Στρατάρχη Πεταίν, επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων: Η Συνθήκη των Βερσαλλιών, μολονότι ικανοποιούσε την εθνική υπερηφάνεια των Γάλλων, πρακτικά εξουθενώνοντας τους ηττημένους μέχρις εξοντώσεως, αποτελούσε σημαντικό αίτιο για νέα ένοπλη σύρραξη. Την εποχή εκείνη, όμως, υπήρχαν αρκετοί Γάλλοι πολιτικοί (σημαντικότερος από αυτούς ο ίδιος ο Κλεμανσώ), οι οποίοι πίστευαν ότι η Γερμανία «την είχε γλιτώσει φθηνά». Εν τούτοις, αρκετοί σημαντικοί ηγέτες, όπως ο Στρατάρχης Φερντινάν Φος, υποστήριξαν εξ αρχής ότι η Συνθήκη αυτή ήταν απλά μια ανακωχή και ότι ο πόλεμος δε θα σταματούσε στο σημείο αυτό. Έμελλε να δικαιωθεί μόλις είκοσι χρόνια αργότερα.
Στο σημείο αυτό, εμφανίστηκαν τρεις αντίθετες σχολές: Η μία, με βασικούς υποστηρικτές τους Στρατάρχες Φος και Πεταίν, υποστήριζε ότι χρειαζόταν ένα μεγάλο στατικό αμυντικό έργο, μπροστά στο οποίο ακόμη και ο ισχυρότερος στρατός θα ήταν δυνατό να αναχαιτιστεί. Η άλλη σχολή, με κύριο υποστηρικτή τον (τότε) Συνταγματάρχη Σαρλ ντε Γκωλ και τον πολιτικό Πωλ Ρεϊνό, υποστήριζε το ακριβώς αντίθετο: Τη δημιουργία ενός ευέλικτου στρατού που θα στηριζόταν στην ταχύτητα και τη δύναμη πυρός των θωρακισμένων αρμάτων και την υποστήριξή του από το Πυροβολικό και την Αεροπορία. Η τρίτη, με βασικό υποστηρικτή τον Στρατάρχη Joffre, έμοιαζε αρκετά με την πρώτη: Η χώρα όφειλε να δημιουργήσει πολλές μικρές αμυντικές βάσεις, οι οποίες θα χρησίμευαν και ως ορμητήρια αντεπίθεσης. Όλες, όμως, οι σκέψεις αυτές, προσέκρουσαν σε δύο δυσχέρειες: Η μία ήταν η απροθυμία του μέσου Γάλλου πολίτη να συνεισφέρει σε έμψυχο υλικό, ύστερα από τόσες απώλειες, και η άλλη ήταν ότι, ακόμη και αν η κοινή γνώμη ήταν υπέρ της τελευταίας άποψης, η επάνδρωση αυτών των δυνάμεων απαιτούσε περισσότερους άνδρες (και, ως επιθετική, περισσότερες θυσίες) απ’ όσους η εξουθενωμένη πληθυσμιακά Γαλλία μπορούσε να συνεισφέρει, δεδομένης της μείωσης των γεννήσεων που αναμενόταν (και πράγματι παρατηρήθηκε) κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930.
Για να συμφιλιώσει, λοιπόν, τις δύο πλευρές, ο Μαζινό πρότεινε το εξής: την κατασκευή οχυρωμάτων παράλληλα με τα σύνορα στα βόρεια της Γαλλίας. Η πρότασή του ικανοποίησε τους πάντες. Του δεξιούς, επειδή ενίσχυε τον στρατό, τους αριστερούς, επειδή δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας και τους ειρηνιστές, επειδή το έργο είχε αποκλειστικά αμυντική λειτουργία. Συγκεντρώθηκαν τρία δισεκατομμύρια φράγκα και κατασκευάστηκαν 108 τεράστια οχυρά ανά 15 χιλιόμετρα σε όλο το μήκος των συνόρων της Γαλλίας με τη Γερμανία. Τα οχυρά συνδέονταν μεταξύ τους με μια σειρά στοών συνολικού μήκους 100 χιλιομέτρων. Ανάμεσα στα οχυρά βρίσκονταν πυροβολεία, τα οποία επάνδρωναν χιλιάδες στρατιώτες. Τα έργα ξεκίνησαν το 1929 και ολοκληρώθηκαν το 1938. Οι Γάλλοι ήταν εξαιρετικά περήφανοι για το έργο, το οποίο ονόμασαν «γραμμή Μαζινό». Για πολλά χρόνια, η φράση «γραμμη Μαζινό» σήμαινε κάτι απροσπέλαστο, ανίκητο και επιβλητικό. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα έδειχνε ότι οι χαρακτηρισμοί ήταν υπερβολικοί.
Ο Γαλλικός Στρατός επηρεάζεται βαθύτατα από την κατασκευή αυτή. Οι σκέψεις των ηγετών του (ιδιαίτερα του στρατηγού Γκαμελέν, επικεφαλής του Στρατού) είναι η σωστή επάνδρωση, ο σωστός εφοδιασμός, η ενίσχυση της γραμμής Μαζινό. Όλες οι ενέργειες του Γαλλικού στρατεύματος πρέπει να διέπονται από τη με κάθε τρόπο προάσπισή του.
Ο Ρεϊμόν Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η υπεράσπιση της γραμμής Μαζινό κατάντησε σημαντικότερη από την υπεράσπιση της ίδιας της Γαλλίας». Στο ίδιο έργο του αναφέρει, επίσης, ότι «αυτοί που την κατασκεύασαν δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους πως υπάρχουν και αεροπλάνα». Από την έναρξη της μάχης της Γαλλίας, φάνηκαν όλες οι αδυναμίες αυτού του στατικού κατασκευάσματος:
- Οι δημιουργοί του, αντί να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι για την προάσπιση ενός οχυρού δε χρειάζονται ούτε πολλές ούτε επίλεκτες δυνάμεις, έπραξαν το ακριβώς αντίθετο. Επάνδρωσαν τη γραμμή Μαζινό με το άνθος του Γαλλικού στρατού, αφήνοντας στις μη οχυρωμένες περιοχές στρατεύματα αμφίβολης μαχητικής ικανότητας. Ο Καρτιέ αναφέρει ότι «η γραμμή Μαζινό, αντί να αποδεσμεύει δυνάμεις, γίνεται ένα σφουγγάρι που τις απορροφάει».
- Ασφαλώς, καμία κίνηση δυνάμεων δεν είναι δυνατή: Οι οχυρώσεις είναι στατικές, δεν επιτρέπουν κανέναν ελιγμό. Οι Γερμανοί στρατηγοί δεν είναι, ασφαλώς, ανόητοι. Βλέποντας τη γραμμή Μαζινό, κατανοούν άμεσα ότι είναι πολύ ισχυρή, αλλά και αυτό που λέει το όνομά της: Μια πολύ ισχυρά οχυρωμένη γραμμή.
- Οι Γάλλοι, ακόμη, αδιαφόρησαν για την οχύρωση των συνόρων τους με το Βέλγιο, πιστεύοντας πως η γειτονική χώρα θα παρέμενε σύμμαχός τους. Όμως, όταν ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, οι Βέλγοι δήλωσαν ουδετερότητα και ο δρόμος για τους Γερμανούς άνοιξε. Οι Γάλλοι έσπευσαν να επεκτείνουν τη γραμμή, χωρίς όμως να επιφέρουν κάποια σημαντική αλλαγή.
- Ουσιαστικά, όμως, δεν εστίασαν στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Έχτισαν τη γραμμή Μαζινό σύμφωνα με τα δεδομένα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Υπολόγισαν ότι τα στρατεύματα των Γερμανών θα επιτίθονταν από τα χαρακώματα στις γραμμές οχύρωσης, όπως έκαναν και τρεις δεκαετίες πριν. Όμως, ο δεύτερος παγκόσμιος βασιζόταν σε τεθωρακισμένα οχήματα, τα οποία δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να διασχίσουν μεγάλες και δύσβατες εκτάσεις που θα είχαν αποδυναμώσει μεν το πεζικό ή το ιππικό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά τα σύγχρονα γερμανικά πάντσερ έκαναν περίπατο.
Τον Μάιο του 1940, γερμανικές δυνάμεις παρατάχθηκαν απέναντι από τη γραμμή Μαζινό και οι Γάλλοι ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν. Ομως, γρήγορα αποδείχτηκε ότι ήταν αντιπερισπασμός. Το μεγαλύτερο κομμάτι του γερμανικού στρατού προσπέρασε τελείως τη γραμμή Μαζινό και εισέβαλε ανενόχλητο στη χώρα από τα σύνορα με το Βέλγιο. Πιο συγκεκριμένα, η εισβολή γίνεται από το Σεντάν στις 10 Μαΐου 1940, κοντά στη Βελγική μεθόριο, όπου πρακτικά δεν υπάρχει γραμμή Μαζινό: Υπάρχει μόνο ένα οχυρωμένο φυλάκιο, το οποίο καταλαμβάνεται, ύστερα από ισχυρό μπαράζ πυροβολικού, από μια μονάδα Μηχανικού και αφού όλοι οι υπερασπιστές του (104 άνδρες) πέφτουν νεκροί. Οι Γερμανοί απλά παρακάμπτουν την υπόλοιπη γραμμή, η Γερμανική Αεροπορία απλά πετά από πάνω της, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα, κλεισμένα στο μπετονένιο οχυρό τους, δεν μπορούν να μετακινηθούν (δε διαθέτουν μεταφορικά μέσα, ούτε θωρακισμένα) και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις μηχανοκίνητες και θωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών.
Το αποτέλεσμα είναι η στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας: Στις 14 Ιουνίου καταλαμβάνεται το Παρίσι, ενώ τα Γαλλικά στρατεύματα υποχωρούν. Στις αρχές Ιουνίου, οι γερμανικές δυνάμεις απέκοψαν ολοσχερώς τη γραμμή Μαζινό από την υπόλοιπη Γαλλία και η γαλλική κυβέρνηση εξαναγκάσθηκε σε ανακωχή, η οποία υπογράφηκε στις 22 Ιουνίου στο Compiègne. Καθώς η γραμμή ήταν περικυκλωμένη, ο γερμανικός στρατός, αν και επιτέθηκε, σε κάποια οχυρά της γραμμής από την εσωτερική πλευρά των γαλλικών συνόρων, τα αποτελέσματα της επίθεσής του ήταν πενιχρά, καθώς απέτυχε να καταλάβει οποιαδήποτε σημαντική οχύρωση και η γραμμή Μαζινό τυπικά παρέμεινε απόρθητη, αν και αυτή παρακάμφθηκε και εκ των πραγμάτων έγινε άχρηστη στην πράξη, μετά την αιφνιδιαστική επίθεση – εισβολή των γερμανικών πάντσερ του Έρβιν Ρόμελ, μέσα από το δάσος των Αρδεννών και το Βέλγιο. Το υπερόπλο της εποχής εκείνης, το τεράστιο γερμανικό πυροβόλο «Μεγάλος Γκούσταβ», το οποίο είχε κατασκευαστεί με σκοπό να ισοπεδώσει τη γραμμή Μαζινό, δε χρησιμοποιήθηκε καν. Οι κυριότερες οχυρώσεις της γραμμής παρέμεναν ακόμα άθικτες, αρκετοί διοικητές των οχυρώσεων ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν επιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα η αντίστοιχή ιταλική προώθηση είχε περιοριστεί με επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαξίμ Βεϊγκάν υπέγραψε την παράδοση και οι φρουρές των οχυρών της γραμμής Μαζινό, χωρίς να πολεμήσουν ή να συμβάλουν ουσιαστικά στην άμυνα της Γαλλίας, διατάχθηκαν να αποχωρήσουν από τα οχυρά και μεταφέρθηκαν σε καταυλισμούς αιχμαλώτων πολέμου.
Οι Γάλλοι παραδόθηκαν στις 25 Ιουνίου, χωρίς να πέσει ούτε πυροβολισμός στη γραμμή Μαζινό. Δεν ήταν απλά ένα έργο φιάσκο, αλλά και η αιτία μιας ταπεινωτικής ήττας. Κάπως έτσι, ο Έρβιν Ρόμελ, ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς στρατηγούς του δευτέρου παγκοσμίου, περιέγραψε την πορεία του γερμανικού στρατού στο ημερολόγιό του:
«Περάσαμε τη γραμμή Μαζινό! Ήταν ασύλληπτο. Είκοσι δύο χρόνια πριν, μείναμε τεσσεράμισι χρόνια καθηλωμένοι μπροστά στον ίδιο εχθρό και νικούσαμε συνεχώς, μέχρι που χάσαμε τον πόλεμο. Και τώρα είχαμε διασπάσει την περίφημη γραμμή Μαζινό, και κατευθυνόμασταν στην καρδιά του εχθρικού εδάφους. Δεν ήταν απλώς ένα όμορφο όνειρο. Ήταν η πραγματικότητα».