Του Θάνου Ρούτση,
Η χρήση του ναυτικού ως μέσου προβολής ισχύος στην επικράτεια κάποιου άλλου κράτους δεν είναι κάποιο φαινόμενο των τελευταίων ετών. Τα πλοία χρησιμοποιούνται από τα αρχαία ήδη χρόνια. Αν καθίσει κάποιος να απαριθμήσει τις ναυμαχίες, που έχουν λάβει χώρα ανά τα χρόνια, δεν θα του φτάσει ούτε βιβλίο, πόσο μάλλον ένα άρθρο. Βέβαια, η χρήση του δεν ήταν πάντα η ίδια, καθώς ο εκσυγχρονισμός που επέφερε η σύγχρονη τεχνολογία έχει αλλάξει τα δεδομένα, όσον αφορά τη χρήση των ναυτικών δυνάμεων στον πόλεμο.
Το ναυτικό, από αρχαιοτάτων χρόνων, είχε δύο χρήσεις, μιλώντας πάντα για τη διεξαγωγή πολέμου. Η πρώτη αφορά τη μεταφορά στρατευμάτων και εφοδίων, όταν πραγματοποιείται εισβολή ή απόβαση σε έδαφος εχθρικού κράτους, το οποίο χωρίζεται με κάποια υδάτινη έκταση από το επιτιθέμενο. Ωστόσο, η μεταφορά είτε έμψυχου είτε άψυχου υλικού μπορεί να λαμβάνει χώρα και στο έδαφος σύμμαχου κράτους, με σκοπό την υποστήριξή του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η μεταφορά στρατευμάτων μέσω θαλάσσης από τους συμμάχους και η απόβαση στη Νορμανδία, τον Ιούνιο του 1944. Επίσης, απόβαση πραγματοποιήθηκε και στην Ιταλία, στο Anzio, τον Ιανουάριο του 1944.
Εντούτοις, το νερό είναι ένα απαγορευτικό εμπόδιο, όταν μια ναυτική δύναμη επιχειρεί να μεταφέρει στρατεύματα σε έδαφος εχθρικού κράτους, που ελέγχεται από κάποια άλλη μεγάλη δύναμη. Επίσης, σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κράτος που επιχειρεί την αποστολή στρατευμάτων είναι η ύπαρξη ορίων στον αριθμό στρατευμάτων και στην ποσότητα της δύναμης πυρός, αλλά και εφοδίων που αυτό μπορεί να μεταφέρει. Ειδικά πριν την ανακάλυψη των ατμοκίνητων πλοίων, όταν τα πλοία κινούνταν με τη βοήθεια των ανέμων, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.
Βασικός παράγοντας για την επιτυχή έκβαση μιας επιχείρησης απόβασης στρατευμάτων στο έδαφος αντίπαλου κράτους είναι ο έλεγχος της θάλασσας. Αν οι ναυτικές δυνάμεις ενός κράτους ελέγχουν τη θαλάσσια περιοχή γύρω από ένα αντίπαλο κράτος, τότε είναι θεωρητικά εύκολο για το επιτιθέμενο κράτος να εξαπολύσει επίθεση. Αυτό συμβαίνει, γιατί, σε αυτήν την περίπτωση, ο επιτιθέμενος έχει τη δυνατότητα να κινηθεί ελεύθερα, κατά μήκος της ακτογραμμής του αμυνόμενου κράτους. Ο στρατός ξηράς δεν είναι εύκολο να ακολουθήσει, καθώς δεν μπορεί να κινηθεί με την ίδια ταχύτητα και ίσως έχει να αντιμετωπίσει και επίθεση σε δεύτερο μέτωπο, οπότε θα πρέπει να μοιράσει τις δυνάμεις του σε αυτά τα δύο μέτωπα.
Βέβαια, ακόμα και αν υπάρχει έλεγχος της θαλάσσιας ζώνης, αυτό ίσως να μην είναι αρκετό. Σημαντικό ρόλο εξακολουθεί να διαδραματίζει και ο έλεγχος της εναέριας ζώνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν αυτό της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τον Μάρτιο ως τον Δεκέμβριο του 1942, οι συμμαχικές νηοπομπές περνούσαν κοντά από τη Νορβηγία, όπου και ήταν σταθμευμένες σημαντικές γερμανικές αεροπορικές δυνάμεις. Τα αεροσκάφη αυτά προξένησαν σημαντικές απώλειες από τις βάσεις τους στην ξηρά μέχρι τα τέλη του 1942. Έτσι, καταδεικνύεται πως ακόμη και αν ένα ναυτικό ελέγχει τη θάλασσα, δεν μπορεί να πλησιάσει στο έδαφος ενός εχθρικού κράτους, εκτός αν ελέγχει και τον αέρα.
Η εκβιομηχάνιση, κατά τον 19ο αιώνα, κατέστησε τις μεγάλης κλίμακας αμφίβιες επιχειρήσεις περισσότερο εφικτές και τους προσέδωσε μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας. Ωστόσο, παρέμειναν ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο ενάντια σε καλά εξοπλισμένους αντιπάλους. Με την ανάπτυξη του ατμοκίνητου ναυτικού αυξήθηκε η μεταφορική ικανότητά του, ενώ παρατάθηκε και ο χρόνος που αυτό ήταν ικανό να υποστηρίξει τα στρατεύματα, που αποβίβαζε σε εχθρικά παράλια.
Η δεύτερη χρήση του ναυτικού, κατά τη διεξαγωγή ενός πολέμου, είναι αυτή του ναυτικού αποκλεισμού. Πρόκειται για μία κίνηση, στην οποία προχωρά το επιτιθέμενο κράτος, με στόχο να εξαναγκάσει έναν αντίπαλο σε παράδοση. Πολλές φορές έχει, επίσης, χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης για την επίτευξη συμφωνιών. Τέτοιο παράδειγμα ήταν αυτό του ναυτικού αποκλεισμού της Ελλάδας από τις δυνάμεις της Μ. Βρετανίας, το 1850, με αφορμή την υπόθεση Πατσίφικο. Πρόκειται για μια περίπτωση που ο αποκλεισμός των λιμανιών μιας χώρας χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης, για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντας μιας άλλη χώρας.
Σαφώς, όταν γίνεται λόγος για τη ναυτική δύναμη μιας χώρας, δεν γίνεται αναφορά μόνο στον αριθμό των πλοίων που διαθέτει. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει πλέον. Η τεχνολογία έχει αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση της ναυτικής ισχύος ενός κράτους. Μία τέτοια περίπτωση είναι τα υποβρύχια. Η απειλή που αυτά συνιστούν ενάντια στα πλοία επιφάνειας έχει σημαντικές συνέπειες για ένα ναυτικό, το οποίο προτίθεται να εξαπολύσει μια αμφίβια επίθεση σε εχθρικές ακτές. Ένας αντίπαλος με ισχυρή δύναμη υποβρυχίων θα μπορούσε να βυθίσει τις δυνάμεις εφόδου, προτού αυτές αποβιβαστούν στα παράλια ή να προξενήσει μεγάλες βλάβες στο επιτιθέμενο ναυτικό. Η πρώτη φορά που αυτά χρησιμοποιήθηκαν ήταν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως από τη Γερμανία, ενάντια στη ναυτική δύναμη των Συμμάχων, στα ύδατα γύρω από το Ηνωμένο Βασίλειο και στον Ατλαντικό.
Άλλη μια τεχνολογία των σύγχρονων χρόνων που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα της ισχύος, σε περίπτωση διεξαγωγής ναυτικού πολέμου, είναι αυτή των ναυτικών ναρκών. Πρόκειται για σταθερούς εκρηκτικούς μηχανισμούς, τοποθετημένους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, οι οποίοι εκρήγνυνται, όταν χτυπηθούν από διερχόμενα πλοία. Η χρήση τους αυξάνει τη δυσκολία εισβολής από κάποιο εχθρικό κράτος. Οι νάρκες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από το ναυτικό των Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα ήταν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη διάρκειά του, οι εμπόλεμοι χρησιμοποίησαν περίπου 240.000 νάρκες.
Θα ήταν χρήσιμο να αναφερθεί πως οι πιθανότητες επιτυχίας μιας αμφίβιας επιχείρησης είναι μηδαμινές. Από μόνο του το ναυτικό δεν είναι ικανό να πετύχει τη νίκη σε έναν πόλεμο. Για να εξηγηθεί αυτό, θα πρέπει να γίνει μια ανάλυση των λόγων. Αρχικά, θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε νησιωτικά και ηπειρωτικά κράτη. Ως νησιωτικό χαρακτηρίζεται ένα κράτος που αποτελεί τη μόνη μεγάλη δύναμη σε μια μεγάλη χερσαία έκταση, που περιτριγυρίζεται από νερό. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό της Μ. Βρετανίας. Από την άλλη, ως ηπειρωτικό χαρακτηρίζεται ένα κράτος που βρίσκεται γεωγραφικά σε μια μεγάλη χερσαία έκταση, στην οποία βρίσκονται και άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Οι νησιωτικές δυνάμεις μπορούν να δεχτούν επίθεση μόνο μέσω θαλάσσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι μεγάλες υδάτινες εκτάσεις καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο για έναν στρατό να εισβάλει σε έδαφος, που το υπερασπίζεται μια καλά εξοπλισμένη μεγάλη δύναμη. Χαρακτηριστικό είναι πως η Μ. Βρετανία δεν έχει απειληθεί ποτέ με εισβολή από αντίπαλο κράτος. Ακόμα και κατά τους Α΄ και Β΄ Παγκοσμίους Πολέμους, αν και υπήρξαν σκέψεις για απόβαση στρατευμάτων από πλευράς Γερμανίας στο έδαφος της Μ. Βρετανίας, οι σκέψεις αυτές δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα, καθώς ήταν δεδομένο πως θα καταλήξουν σε αποτυχία.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως από μόνο του το ναυτικό δεν μπορεί να διεκδικήσει τη νίκη σε κάποιον πόλεμο. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο υπό προϋποθέσεις. Υπάρχουν περιπτώσεις αμφίβιων επιχειρήσεων που πέτυχαν τον στόχο τους. Ωστόσο, σε όλες αυτές οι αμυνόμενοι ήταν στα πρόθυρα της ήττας. Σε αυτό συμβάλει το γεγονός ότι τα αμυνόμενα κράτη πιθανότατα δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα, προκειμένου να αποσοβήσουν την επίθεση. Επιπλέον, αμφίβιες επιχειρήσεις είναι πιθανό να επιτύχουν ενάντια σε μεγάλες δυνάμεις, που υπερασπίζονται τεράστιες εδαφικές εκτάσεις. Τα στρατεύματα του αμυνόμενου αναμένεται να είναι διεσπαρμένα σε μεγάλο εύρος, αφήνοντας το έδαφός τους τρωτό.
Πολλές ήταν οι αμφίβιες επιχειρήσεις που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πλέον η τεχνολογία είχε φτάσει σε ένα πολύ προχωρημένο επίπεδο. Ήδη, έχει γίνει αναφορά στις αποβάσεις στο Anzio και τη Νορμανδία. Αρκετές έλαβαν χώρα και στο μέτωπο του Ειρηνικού Ωκεανού, με την Ιαπωνία και τις Η.Π.Α. να σφυροκοπούν η μία την άλλη. Η Ιαπωνία διεξήγαγε περίπου 50 αμφίβιες αποβάσεις, ενάντια σε εδάφη που υπερασπίζονταν βρετανικά και αμερικανικά στρατεύματα. Ενδεικτικά, στόχοι υπήρξαν η Μαλαισία, το Χόνγκ Κόνγκ, οι Φιλιππίνες, η Σουμάτρα, η Νέα Γουινέα κ.ά. Αυτές οι επιθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα η Ιαπωνία να καταστεί μια νησιωτική αυτοκρατορία το 1942. Βασικός λόγος επιτυχίας ήταν το γεγονός πως οι δυνάμεις υπεράσπισης ήταν αδύναμες και απομονωμένες. Όταν, από την άλλη, η Ιαπωνία αποδυναμώθηκε και η ήττα άρχισε να είναι εμφανής, τότε η αντεπίθεση των Η.Π.Α. ήταν εύκολη υπόθεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mearsheimer, John J. (2007), Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήνα: Εκδ. Ποιότητα
- Frieser, Karl-Heinz (2013), The Blitzkrieg Legend: The 1940 Campaign in the West, Annapolis: Naval Institute Press
- Stevenson, David (2012), 1914-1918: The History of the First World War, Penguin Books