Της Στέλλας Μίτιλη,
Πολλές συζητήσεις, διαφωνίες και θεωρίες περιστρέφονται γύρω από το θέμα της ευθανασίας, ιδίως την τελευταία εικοσαετία. Το θέμα είναι αμφιλεγόμενο και οι απόψεις διίστανται. Όμως, αρχικά, τι εννοούμε με τον όρο «ευθανασία»; Ετυμολογικά, η λέξη προκύπτει από τα συνθετικά ευ + θάνατος, κάτι που μαρτυρά ότι έγινε προσπάθεια να δοθεί μια θετική χροιά στον όρο, ενώ παράλληλα, αν αποδοθεί περιφραστικά, καθαρά από τη σημασία των λέξεων από τις οποίες προέρχεται, μπορεί να γίνει λόγος για έναν «καλό θάνατο», με την έννοια ενός θανάτου ανώδυνου, ο οποίος «λυτρώνει» τον ασθενή που δεν έχει καμία ελπίδα θεραπείας. Είναι, όμως, πραγματικά λύτρωση; Ποιος ξέρει και ποιος μπορεί να ξέρει; Στην Ελλάδα, πάντως, η νομολογία και η νομοθεσία στην πλειοψηφία τους, την απαγορεύουν.
Πολλά ερωτήματα μπορούν να τεθούν γύρω από το θέμα, όπως: ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην ευθανασία και την αυτοκτονία, όταν, μάλιστα, πρόκειται για δηλωμένη επιθυμία του ίδιου; Ή μήπως, οι όροι ταυτίζονται; Μήπως τελικά δεν πρόκειται για «λύτρωση» του ανίατου ασθενούς, αλλά των ανθρώπων γύρω του που απαλλάσσονται από τη δυσάρεστη και αγχωτική παρουσία του «αγαπημένου τους προσώπου» και μάλιστα, σε έναν κόσμο που οι κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις έχουν αλλάξει μορφή, όπου ο θάνατος έχει περιθωριοποιηθεί και τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου μεταβάλλονται και αποτελούν αντικείμενο συζήτησης; Είναι, εν τέλει, μια καλή δικαιολογία, πίσω από την οποία κρύβονται ψυχολογικά και οικονομικά συμφέροντα; Το κράτος δε μας βλέπει πάντα ως «ανθρώπους». Και υπάρχει τελικά διαφορά περί του νόμιμου της αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής (ενεργητική ευθανασία ή φόνος) και της μη διατήρησής της με τεχνητά μέσα (παθητική ευθανασία ή φόνος), όταν αυτή έχει χάσει κάθε ελπίδα, αξιοπρέπεια και ουσία; Αλλά, μπορεί μια ζωή να χάσει ποτέ κάθε ουσία διατήρησής της; Πιθανότατα, κανένα από όλα αυτά τα ερωτήματα -η αναζήτηση των οποίων καλύτερα να απασχολήσει το χώρο της φιλοσοφίας και απλά στο παρόν κείμενο να αναφερθούν κάποιες αλήθειες- δεν μπορεί να λάβει μια απόλυτη απάντηση, αλλά, ίσως και να μη χρειάζεται και αυτό που τελικά αξίζει, να είναι ακριβώς ο προβληματισμός και η συζήτηση γύρω από τις αντικρουόμενες απόψεις και τις διαφωνίες.
Ποτέ δε θα συμφωνήσουν όλοι απόλυτα υπέρ μιας άποψης· απολύτως λογικό! Εξηγείται από τις διαφορετικές εμπειρίες του καθενός, που υπαγορεύουν κάθε φορά διαφορετική άποψη, είτε τη μία, είτε την άλλη. Επιτρέψτε μου μια προσωπική εμπειρία. Ο πατέρας μου πήγε να δώσει αίμα για τον πατέρα ενός φίλου του, ο οποίος ήταν βαριά άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος. «Ήταν τόσο γέρος, ρυτιδιασμένος και ανήμπορος… κι όμως, όταν του πρότεινε ο γιατρός να τον πάνε με ασθενοφόρο στο χωριό του για να αναπνεύσει καθαρό αέρα, ο ηλικιωμένος ασθενής, καθηλωμένος στο κρεβάτι και πονώντας παντού, αλλά έχων σώας τας φρένας, του απάντησε με δυσκολία: «κατάλαβα… τελείωσε το λάδι στο καντήλι… κανέναν άλλο φίλο σου δεν έχεις να δώσει λίγο αίμα ακόμη;». Η ζωή είναι ωραία, είναι δώρο, όπως και να έχει. Πώς θα μπορούσες να αποφασίσεις να πάρεις τη ζωή από έναν τέτοιο άνθρωπο που την αγαπούσε τόσο; Και αν αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει; Και ήταν φυτό; Ή έστω «κλινικά νεκρός» και δεν μπορούσε να εκφράσει ακριβώς αυτή του την επιθυμία; Πώς θα ξέραμε και θα αποφασίζαμε εμείς, οι κοντινοί του άνθρωποι;. Από την άλλη, φυσικά, υπάρχουν τόσα παραδείγματα άλλων, που με απόλυτη συνείδηση το ζητούν, το απαιτούν -ή έστω οι δικοί του άνθρωποι, βλέποντάς τους να βασανίζονται- καθώς κατ’ αυτούς δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν μια τέτοια ζωή, χωρίς αξιοπρέπεια, έναν βίο αβίωτο. Προτιμούν να ελευθερωθούν με τον θάνατο, αν δεχθούμε ότι μπορεί ποτέ κάποιος να ξέρει σίγουρα τι θέλει και ακόμα παραπέρα και τι θα θέλει. Αλλά, τότε, πώς μπορεί ο οποιοσδήποτε να ταχθεί με βεβαιότητα «υπέρ ή κατά της ευθανασίας»; Ή μήπως τελικά το ερώτημα μετατρέπεται στο αν πρέπει να επιτρέπεται η ενεργητική ή παθητική ευθανασία, σε περιπτώσεις που δεν μπορούμε να ξέρουμε τη βούληση του ίδιου του προσώπου, και να γίνει δεκτό αβίαστα ότι σε κάθε άλλη περίπτωση επιτρέπεται;
Θα έλεγε κανείς ότι στην εποχή μας, μια εποχή πιο δημοκρατική όπου ο άνθρωπος έχει περισσότερες ελευθερίες (;) από παλαιότερα, αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει καν να συζητείται στη βάση του αν πρέπει να εφαρμόζεται. Η ευθανασία αποτελεί και πρέπει να αποτελεί δικαίωμα κάθε ανθρώπου και στοιχείο της ελευθερίας του. Ένας άνθρωπος που υποφέρει, που ζει για μήνες και χρόνια ίσως στο θάλαμο ενός νοσοκομείου χωρίς ελπίδα να ζήσει πολύ ακόμα, καθώς έχει διαγνωστεί η σοβαρή του ασθένεια και δεν υπάρχει θεραπεία, ή τέλος πάντων, να ζήσει πραγματικά και με όλο το νόημα της λέξης, είναι λογικό να μην επιθυμεί πλέον να ζει υπό αυτές τις συνθήκες. Πέρα από τον σωματικό πόνο, αυτός ο άνθρωπος αντιμετωπίζει και ψυχικό πόνο· δεν είναι σε θέση να ζήσει όπως επιθυμεί, να κάνει τα πράγματα που θέλει, να θέτει στόχους, να είναι χρήσιμος. Δε ζει ουσιαστικά, απλώς συντηρείται και διατηρεί τα χαρακτηριστικά που θεωρητικά κάνουν κάποιον «ζωντανό». Κι επιπλέον, είναι και η λύπη που βλέπει στα μάτια των κοντινών του ανθρώπων που τον αγαπούν, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται ότι ο ψυχικός πόνος που τους δημιουργεί είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που θα τους δημιουργούσε με τον θάνατό του. Παρ’ όλο που σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, είναι αμφίβολο αν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η άσχημη ψυχολογική κατάσταση που δημιουργείται στα συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα ή ακόμα παραπέρα η επιβάρυνση της φροντίδας του (τόσο αυτών όσο και των ιατρικών κέντρων), δεν παύει να αποτελεί μια πραγματικότητα. Μολονότι δε νοείται να σκεφτόμαστε αν θα πρέπει να διατηρηθεί η ζωή ενός ανθρώπου με βάση αυτά τα δεδομένα, σίγουρα και ο ίδιος τα σκέφτεται.
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς χρονοβόρα τη διαδικασία της ευθανασίας. Χρειάζεται χρόνος να πάρει κάποιος μια τέτοια απόφαση και όντας κύριος του εαυτού του, να διαχειριστεί σωματικά και πνευματικά την κατάσταση και να οδηγηθεί στην τελική «διάγνωση»· να αποφασίσει αν προτιμά να αφήσει τον εκάστοτε ιατρό να πειραματίζεται πάνω του, προκειμένου να παραταθεί η διάρκεια της ζωής του σε ένα κρεβάτι, ουσιαστικά να επεμβαίνει στις «δυνατότητες» της ίδιας της φύσης, χωρίς να του εξασφαλίζεται καμία ποιότητα ζωής. Κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει το δικαίωμα να επιλέξει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει όταν το επιθυμεί, καθώς κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα σε έναν ανώδυνο και αξιοπρεπή θάνατο που θα αποτελεί μάλιστα και λύτρωση για εκείνον, που θα του επιτρέψει να απαλλαγεί από ένα βάσανο. Άλλωστε, και νομικά, το δίκαιο απαγορεύει τα βασανιστήρια και δεν τιμωρεί την αυτοκτονία…
Φυσικά ισχύουν όλα τα παραπάνω, όπως θα έλεγε κάποιος ένθερμος υποστηρικτής της πλήρους νομιμοποίησης της ευθανασίας. Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά. Μπορεί να αποκαλέσει και να ταυτίσει κανείς το δώρο της ζωής με βασανιστήριο; Ή… νομικά δεν τιμωρείται η αυτοκτονία, επειδή όντως το δίκαιο τη θεωρεί πράξη μη άδικη και καταλογιστή που πρέπει να είναι επιτρεπτή ή επειδή πρακτικά, η ποινικοποίησή της είναι ανέφικτη και θα ήταν παράδοξο να τιμωρείται ένας νεκρός που δε θεωρείται πια καν υποκείμενο δικαίου; Ναι, αλλά η απόπειρα αυτοκτονίας; Οι ίδιοι οι μελετητές και επιστήμονες διαφωνούν ως προς το αν θα πρέπει να αποτελεί έγκλημα και να διώκεται ποινικά. Και αν αποτελεί λόγο άρσης του αξιοποίνου η ψυχική κατάσταση που βρισκόταν ο ανίατος ασθενής ή αν έπραξε ούτως λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης και, επομένως, αυτόματα θεωρείται ανίκανος προς καταλογισμό. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι, αν έχει όντως επίγνωση των πράξεών του; Και ποιος ο ρόλος της συναίνεσης (νομικά), σε αυτή την περίπτωση;
Ωστόσο, και αυτά αποτελούν ερωτήματα που προβληματίζουν τους νομικούς και ακόμα και τα λίγα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν εκείνοι, δύσκολα μπορούν να γίνουν αβίαστα δεκτά. Ένας θρησκόληπτος ή, αν η έκφραση θεωρείται υπερβολική, ένας καλός Χριστιανός, θα έλεγε ότι ο Θεός είναι αυτός που έδωσε τη ζωή, άρα αυτός είναι που μπορεί και να την αφαιρέσει, όχι ο άνθρωπος σαν Θεός και πόσο μάλλον η τεχνολογία, που έχει τη δυνατότητα να καθορίζει πόσο θα μείνει ζωντανός με μηχανήματα και πότε να σταματήσει. Αποτελεί ένα είδος ύβρεως και αμαρτίας. Αλλά και πέρα από την άποψη της θρησκείας, η θέση αυτή δεν ανατρέπεται. Αποτελεί μια επιπόλαιη πράξη που ποτέ δεν μπορεί να αποτελέσει βέβαιη απόφαση, ακριβώς γιατί υπάρχει πάντα πιθανότητα μετάνοιας σε ένα τόσο σοβαρό θέμα. Αυτό θα υποστήριζαν όσοι αντιμάχονται τη νομιμοποίηση της ευθανασίας. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα λειτουργήσει η λογική του ανθρώπου. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα είναι αργά και η κατάσταση θα έχει γίνει μη αναστρέψιμη· κι αυτό δε θα αποτελεί ούτε φυσικό ούτε κατ’ επιλογήν θάνατο. Θα αποτελεί, άραγε, έγκλημα;
Και ο ιατρός που το επέτρεψε ή το εκτέλεσε ή ακόμα και ο ασθενής που το επέλεξε και έμμεσα το διέπραξε, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν φυσικός και ηθικός αυτουργός εγκλήματος, αντίστοιχα; Η απάντηση θα ήταν θετική, αν συγκρίναμε τον ασθενή με τον εγκέφαλο μιας επιχείρησης και τον ιατρό με το εκτελεστικό όργανο. Το επάγγελμα του ιατρού αποτελεί λειτούργημα και στόχος είναι να «χαρίζει» και να σώζει ζωές, όχι να τις παίρνει. Και αν έχει ορκιστεί ότι δε σκοτώνει με κανένα τρόπο; Θα πρέπει να εκπαιδευτούν οι ιατροί στα πλαίσια του επαγγέλματός τους να είναι πιο σκληροί και πρόθυμοι για τέτοιες αποφάσεις. Είναι, όμως, αυτό, κάτι το επιθυμητό; Αυτός, εν τέλει, που δέχεται να κάνει κάτι τέτοιο, πώς πρέπει να κριθεί; Είναι λιγότερο ή περισσότερο συναισθηματικός; Είναι απάνθρωπη η πράξη του; Μήπως είναι επικίνδυνος ένας άνθρωπος που μπορεί με τόση ευκολία να πράξει κάτι τέτοιο; Είναι φανερό ότι δημιουργούνται και άλλα ζητήματα, και ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε εμείς οι ίδιοι αν θα μπορούσαμε να επιτελέσουμε και να βγάλουμε εις πέρας μια τέτοια αποστολή. Και, έπειτα, υπάρχει κάτι ακόμα· η εξέλιξη της επιστήμης.
Κι αν συνέβαινε στην πραγματικότητα το γεγονός που ακούγεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας, και την επόμενη ακριβώς μέρα από εκείνη που κάποιος επέλεξε την ευθανασία του, ανακαλυφθεί το φάρμακο της ασθένειάς του; Ποιος θα μπορούσε να πει τι σε ποιον; Στον νεκρό, στους συγγενείς του; Και ποιος ευθύνεται τελικά; Το θέμα είναι πολύ λεπτό και πολυσύνθετο. Κρίνεται άξιο να τονιστεί ξανά ότι πρόκειται για το δικαίωμα της ζωής. Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να παλεύει μέχρι τέλους, πόσο μάλλον για το πολυτιμότερο δικαίωμά του, αφού δεν μπορεί να ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον!Άλλωστε, είναι πιο αξιοπρεπής κάποιος που πάλεψε ή που τα παράτησε; Χάνει την αξιοπρέπειά του κάποιος που επέλεξε το πρώτο, λόγω της κατάστασής του, ή η αγωνιστικότητά του τη διαφυλάσσει; Και ποιος μπορεί να κρίνει ή καλύτερα να κατακρίνει, αν δεν έχει βρεθεί σε αυτήν τη θέση;
Αλλά, χωρίς να πλατειάζουμε περαιτέρω, έστω και το μηδαμινό ενδεχόμενο λανθασμένης απόφασης από άτομο, μάλιστα, που δεν έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, δε θα έπρεπε να αποτρέπει οποιαδήποτε επιχείρηση ευθανασίας; Για μια μεγάλη πλειοψηφία, ακόμα και αυτή η μικρή αμφιβολία, αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο και είναι ικανή να καταρρίψει οποιοδήποτε επιχείρημα τάσσεται υπέρ. Και γιατί να μην είναι, άλλωστε; Η ζωή είναι το πρώτιστο δικαίωμα του ανθρώπου, όχι ο θάνατος. Είναι ανεκτίμητη, απαραβίαστη και αναπαλλοτρίωτη. Αν χαθεί αυτή, χάνονται όλα. Δεν πρέπει να λαμβάνεται ρίσκο σε κάτι τέτοιο, καθώς δεν υπάρχει «δρόμος επιστροφής». Όσο για τους συγγενείς και φίλους, και μόνο από πλευράς «χρέους» και καθήκοντός τους που υπογραμμίζουν και επιβάλλουν οι ανθρώπινες σχέσεις, πιο εύκολα θα γινόταν αποδεκτή η άποψη ότι προτιμούν τους δικούς τους ανθρώπους ζωντανούς σε κάθε περίπτωση. Η ζωή δεν αποτελεί θέμα επιλογής του ανθρώπου.
Παραπάνω προβάλλονται και υποστηρίζονται τεκμηριωμένα δύο εντελώς διαφορετικές απόψεις και σίγουρα δεν υπάρχει μία αλήθεια. Το βέβαιο είναι ότι πάντα θα υπάρχουν παραδείγματα που θα οδηγούν σε διαφορετικές γνώμες ανά περίσταση περί του θέματος. Γιατί είμαστε άνθρωποι… Και ένα απλό θέαμα, μια εικόνα, μπορεί να μας κάνει να αναθεωρήσουμε οτιδήποτε κι αν λέγαμε για όσο καιρό κι αν το λέγαμε. Κι εγώ, δεν είμαι σίγουρα η ειδική να δώσω οριστική απάντηση σε αυτό.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999, έχει καταγωγή από τον Τύρναβο και είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αποτελεί ενεργό μέλος της AIESEC και έχει συμμετάσχει σε πληθώρα φοιτητικών προσομοιώσεων, συνεδρίων και σεμιναρίων, όπως το MRC 2018, το EuroPA.S 2019 και το 23ο Πανελλήνιο Κοινοβούλιο Νέων της SAFIA. Έχει ασχοληθεί με την ρητορική, έχει γίνει μέλος σε ομάδες, και έχει παρακολουθήσει ομιλίες ποικίλης θεματολογίας. Γνωρίζει την Αγγλική γλώσσα και έχει συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα Erasmus+ στο Τορίνο. Παίζει πιάνο και γενικότερα ασχολείται με την μουσική, λατρεύει τα ταξίδια και τις ταινίες. Έχει έντονο ενδιαφέρον για διεθνή, νομικά και κοινωνικά ζητήματα.