Της Νάντας Σπηλιωτοπούλου,
Ένα από τα πιο αναγνωρισμένα μουσικά είδη παγκοσμίως είναι η όπερα. Πρόκειται για ένα μουσικό-θεατρικό είδος, δηλαδή γίνεται λόγος για μία μουσική σύνθεση, η οποία περιέχει και σκηνική δράση. Οι διάλογοι που πραγματοποιούν οι ηθοποιοί μεταξύ τους έχουν τη μορφή τραγουδιού, ενώ η θεατρική παράσταση εξελίσσεται με τη συνοδεία ενός μουσικού συνόλου. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι το συγκεκριμένο είδος μουσικής χαρακτηρίζεται ως ένα από τα σημαντικότερα κατορθώματα του Δυτικού πολιτισμού. Επιπλέον, ο όρος «όπερα» έχει λατινικές ρίζες, καθώς η έννοια αυτή αποτελεί τον πληθυντικό αριθμό της λέξης “opus” που σημαίνει το «έργο». Έτσι, ο όρος αυτός δηλώνει ότι στην όπερα συγκαταλέγονται διάφορα καλλιτεχνικά είδη, όπως είναι το θέατρο, ο χορός και η μουσική.
Οι διάλογοι της όπερας που συμβάλλουν στην ανέλιξη της πλοκής αποτελούν το λεγόμενο libretto. Ο όρος αυτός παραπέμπει στο βιβλίο που περιλαμβάνει το κείμενο της όπερας και ενδέχεται να έχει σοβαρό ή κωμικό ύφος, κάτι το οποίο εξαρτάται από το είδος του έργου. Όσον αφορά τη μουσική, αξίζει να σημειωθεί ότι τις περισσότερες φορές έχει διάρκεια και ο στόχος της είναι να αποδώσει δραματικό τόνο στα γεγονότα που πραγματοποιούνται πάνω στη σκηνή. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι το libretto και η μουσική είναι δύο στοιχεία που υπερισχύουν σε μία όπερα. Επίσης, η παραδοσιακή όπερα αποτελείται από δύο είδη τραγουδιού, το ρετσιτατίβο και την άρια. Το πρώτο είδος τραγουδιού σχετίζεται με την αφήγηση της πλοκής του έργου. Συνεπώς, θα έλεγε κανείς ότι αυτό το είδος φροντίζει για την εξέλιξη της δράσης. Ενώ, το δεύτερο είδος σχετίζεται με έναν μονόλογο, ο οποίος αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων της όπερας.
Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτο το ότι οι κεντρικοί ήρωες σε κάθε πράξη οφείλουν να έχουν μία άρια. Όμως, η δομή της όπερας δεν επιτρέπει να υπάρχουν δύο διαδοχικές άριες του ίδιου χαρακτήρα. Η άρια εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα και συσχετίζεται με ορχηστρική μουσική, όμως στις μέρες μας δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η μορφή της αλλάζει όσο περνάει ο καιρός. Πιο συγκεκριμένα, κατά την κλασική περίοδο η μορφή που υπερισχύει είναι η άρια da capo, δηλαδή η άρια με επανάληψη. Η μουσική της αποτελείται από ποίημα δύο στροφών, όπου η πρώτη επαναλαμβάνεται μετά τη δεύτερη. Ωστόσο, στα τέλη του 18ου αιώνα, πολλοί είναι οι συνθέτες που επιχειρούν να την περιορίσουν, αφανίζοντας την επανάληψη.
Ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους συνθέτες όπερας είναι ο Ζορζ Μπιζέ. Το τελευταίο έργο που δημιουργεί είναι η όπερα «Κάρμεν». Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά έργα του διεθνούς δραματολογίου. Όσον αφορά το συγκεκριμένο έργο, οφείλεται να επισημανθεί ότι κάνει πρεμιέρα τον Μάρτιο του 1875, η οποία, όμως, δεν σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Επίσης, είναι άξιον λόγου ότι ο Μπιζέ ήταν ένας διακεκριμένος πιανίστας, καθώς μετά από τις σπουδές του στο Παρίσι λαμβάνει αρκετά βραβεία, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και το πολυπόθητο Prix de Rome. Παρόλο που ήταν διακεκριμένος πιανίστας, δείχνει μία ιδιαίτερη προτίμηση στη σύνθεση. Όμως, κατά την επιστροφή του στο Παρίσι, μετά από τρία χρόνια διαμονής στη Ρώμη, αντιλαμβάνεται ότι τα λυρικά θέατρα της γαλλικής πρωτεύουσας δεν εμπιστεύονται ιδιαίτερα τους νέους συνθέτες. Έτσι, αναγκάζεται να καταφύγει στην ενορχήστρωση, προκειμένου να καλύψει τα έξοδά του. Απόρροια του γεγονότος αυτού είναι να ανέβει στη σκηνή ένα σπουδαίο έργο του, το λεγόμενο «Οι αλιείς των μαργαριταριών».
Οι «Αλιείς των μαργαριταριών» είναι ο τίτλος μίας όπερας που διακρίνεται σε τρεις πράξεις, η οποία στηρίζεται στο libretto των Καρέ και Κορμόν. Όπως προαναφέρθηκε, συνθέτης της συγκεκριμένης όπερας είναι ο Μπιζέ, ο οποίος τη συνθέτει με γρήγορους ρυθμούς, με αποτέλεσμα να ανέβει για πρώτη φορά στις αρχές του 1863 στο Λυρικό Θέατρο του Παρισιού. Το συγκεκριμένο έργο γίνεται ιδιαίτερα αποδεκτό από το κοινό, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να παιχτεί άλλες δεκαοχτώ φορές μέχρι τα τέλη του 1863. Ωστόσο, ο τύπος της εποχής διατηρεί μία πιο επιφυλακτική στάση απέναντι στα έργα του Μπιζέ. Όσον αφορά τους «Αλιείς των μαργαριταριών», αξίζει να διευκρινιστεί ότι η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται σε ένα εξωτικό μέρος και πιο συγκεκριμένα σε νησί του Ινδικού Ωκεανού, τη λεγόμενη Κεϋλάνη. Σε αυτό το νησί παρατηρείται ότι οι άνθρωποι ασχολούνται με το ψάρεμα των μαργαριταριών.
Όμως, αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον των ακροατών είναι ότι οι κεντρικοί ήρωες του έργου, ο Ναδίρ και ο Ζούργκα είναι δύο πολύ καλοί φίλοι που ερωτεύονται την ίδια κοπέλα, τη Λεϊλά. Συνεπώς, η φιλία τους περνάει μία δοκιμασία. Οι δύο αυτοί ψαράδες, προκειμένου να μην καταστρέψουν μία φιλία τόσων χρόνων, δίνουν την υπόσχεση ότι καμία γυναίκα δεν θα μπει ανάμεσά τους. Έτσι, προσπαθούν να καταπολεμήσουν τα συναισθήματα που τους προκαλεί αυτή η γυναίκα. Το γεγονός αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς, φαίνεται ιδιαίτερα σε κάποιους από τους στίχους της άριας του Ναδίρ. Πιο συγκεκριμένα, ο Ναδίρ εκφράζει τον έρωτά του με τα εξής λόγια: «Νομίζω πως ακούω ακόμη κρυμμένη κάτω από τα φοινικόδεντρα τη στοργική και δυνατή φωνή της, σαν ένα τραγούδι άγριων περιστεριών».
Επομένως, στο έργο αυτό συμμετέχουν οι δύο ψαράδες, ο Ζούργκα και ο Ναδίρ. Όσον αφορά τον Ζούργκα, αξίζει να σημειωθεί ότι είναι βαρύτονος, ενώ ο Ναδίρ είναι τενόρος. Έπειτα, ακολουθούν η Λεϊλά και ο Νουραμπάτ, δηλαδή η ιέρεια και ο αρχιερέας του Βράχμα αντίστοιχα, και για το τέλος αφήνουμε τη χορωδία, όπου συμμετέχουν οι ψαράδες, οι παρθένες, οι ιερείς και οι ιέρειες του Βράχμα. Στο σημείο αυτό οφείλεται να αναφερθεί ότι μετά την επιτυχία της «Κάρμεν», η συγκεκριμένη όπερα ξεκίνησε να παίζεται και σε πόλεις που δεν ανήκουν στη Γαλλία, με αποτέλεσμα να ερμηνευθεί και στην ιταλική γλώσσα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μάμαλης, Ν., 2008, «Η μουσική στην Ευρώπη», στο Η ιστορία των τεχνών στην Ευρώπη, Πάτρα, τόμος Γ΄.
- Machlis, J., 1996, «Εισαγωγή στην Ιστορία – Μορφολογία της Δυτικής Μουσικής», μτφ. Πυργιώτης, Δ., Εκδόσεις: Fagotto.