Του Σωτήρη Κολέλη,
Η ποινική συνδιαλλαγή, μολονότι συγκαταλέγεται μεταξύ των εναλλακτικών μορφών δικαιοσύνης, δεν πρέπει να συγχέεται με τις άλλες μορφές αυτού του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης, καθώς η υποχώρηση της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας, εν προκειμένω, θεμελιώνεται στην αποκατάσταση της βλάβης και της χρηματικής ικανοποίησης του θύματος και όχι σε άλλους όρους που τάσσει η ίδια η Πολιτεία κατά την εξέταση της εκάστοτε περίπτωσης. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμη η εξέτασή του ως άνω δικονομικού θεσμού αποκαταστατικής δικαιοσύνης, σε συνάρτηση με τον ουσιαστικού δικαίου θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας και τον δικονομικό θεσμό της αποχής από την ποινική δίωξη που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 48, 49 και 50 ΚΠΔ.
Πριν από όλα, δέον να καταγραφούν οι δυνατότητες που έχει κανείς όταν πράττει ένα αδίκημα κατά της ιδιοκτησίας ή κατά της περιουσίας. Μέσω τούτης της καταγραφής θα επιχειρηθεί η κατανόηση της σχέσεως ανάμεσα στα άρθρα 381 και 405 ΠΚ με την ποινική συνδιαλλαγή, και κατ’ επέκταση με την ποινική διαπραγμάτευση. Οι δυνατότητες του δράστη θα αποτυπωθούν με χρονολογική σειρά διενέργειας:
- Πρώτη δυνατότητα ενός να αποφύγει την τιμώρηση του είναι η περίπτωση της έμπρακτης μετάνοιας. Σε περίπτωση που συντρέξουν οι προϋποθέσεις της έμπρακτης μετάνοιας των 381 παρ. 2 και 405 παρ. 2 ΠΚ, ήτοι, αν ο υπαίτιος με δική του θέληση, και πριν εξεταστεί ως ύποπτος ή κατηγορούμενος για την πράξη, αποκαταστήσει την προβολή, επέρχεται εξάλειψη του αξιοποίνου. Ως απώτατο όριο αυτού του θεσμού θεωρείται η μη εξέταση του υπαιτίου ως υπόπτου ή ως κατηγορουμένου.
- Αν ο υπαίτιος εξεταστεί ως ύποπτος, αλλά δεν έχει ασκηθεί ακόμα ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, και ο υπαίτιος αποκαταστήσει την προσβολή της — διαλαμβανόμενης στα άρθρα 381 παρ. 2 ΠΚ και 405 παρ. 2 ΠΚ — πράξης του, τότε ο εισαγγελέας απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 50 ΚΠΔ.
- Σε περίπτωση, τώρα, που ο υπαίτιος αποκατέστησε την προσβολή που δημιουργήθηκε με την πράξη του, μέχρι και την αμετάκλητη παραπομπή του, τότε συντρέχει προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή — ή κατά άλλους μια μορφή καταχρηστικής έμπρακτης μετάνοιας — που έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του κατηγορουμένου. Αν, βέβαια, πρόκειται για πλημμέλημα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, η αποκατάσταση της προσβολής μπορεί να γίνει και μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συνέπεια του οποίου είναι η προσωπική απαλλαγή του κατηγορουμένου από την ποινή (άρθρα 381 παρ. 3-4 και 405 παρ. 3 ΠΚ).
- Παράλληλα, ο κατηγορούμενος, δυνάμει των άρθρων 301 και 302 του ΚΠΔ, έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής αντί των ανωτέρω θεσμών στο ίδιο διαδικαστικό στάδιο — ήτοι από το χρονικό σημείο της άσκησης της δίωξης έως το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Ως αρχική παρατήρηση, διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει «έδαφος συνάντησης» της ποινικής συνδιαλλαγής ούτε με την αποχή από την ποινική δίωξη, αλλά ούτε και με την έμπρακτη μετάνοια των άρθρων 381 παρ. 2 και 405 παρ. 2 ΠΚ, στο μέτρο που ενεργοποιούνται σε διαφορετικές διαδικαστικές φάσεις. Αντιθέτως, η δυνατότητα απαλλαγής από την ποινή λόγω ικανοποιήσεως του παθόντος των άρθρων 381 παρ. 3-4 και 405 παρ. 3 ΠΚ φαίνεται να ταυτίζεται χρονικά με τη δυνατότητα της ποινικής συνδιαλλαγής. Ποιος θα προτιμήσει, λοιπόν, την ποινική συνδιαλλαγή, που οδηγεί μετά βεβαιότητος στην επιβολή ποινής (ανεξάρτητα που αναστέλλεται και μετατρέπεται σε κοινωφελή εργασία), αφ’ ης στιγμής έχουν προβλεφθεί άλλοι θεσμοί που, υπό παρόμοιες προϋποθέσεις, οδηγούν σε απαλλαγή από την ποινή;
Προς τούτο, έχει υποστηριχθεί, μεταξύ άλλων, ως συνεπές, ενόψει του προαναφερθέντος διαδικαστικού αδιεξόδου και της ανάγκης να συντονιστεί ο βηματισμός των δύο κωδίκων στο πεδίο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, να αναγνωριστεί σχέση επικουρικότητας μεταξύ των δύο θεσμών (δικαστική άφεση του αξιοποίνου ή προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή-ποινική συνδιαλλαγή με την επιβολή της μικρής ποινής), έτσι ώστε μόνο αν δεν αποδώσει ο πρώτος να αναζητηθεί η δικονομική λειτουργία του δεύτερου.
Έχει διατυπωθεί, βέβαια, και η άποψη, πως οι διατάξεις των άρθρων 381 και 405 ΠΚ ακυρώνουν σε μεγάλο βαθμό το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής, και κατ’ επέκταση της ποινικής διαπραγμάτευσης, καθώς δεν υπάρχει επαρκές κίνητρο για να υποβληθεί κανείς στη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής, αφού μπορεί με το ίδιο «κόστος» να απαλλαγεί από την ποινή. Ακόμα και οι περιπτώσεις της αποχής από την ποινική δίωξη υπολαμβάνονται ως περισσότερο ελκυστικές σε έναν κατηγορούμενο, καθώς επιτυγχάνουν — με την ικανοποίηση του παθόντος — την οριστική αποχή του εισαγγελέα από την ποινική δίωξη των συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων.
Λέγεται, επίσης, ότι η πρακτική εφαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής έγκειται στις περιπτώσεις όπου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 381 και 405 ΠΚ, είτε γιατί δεν υπάγονται τα συγκεκριμένα εγκλήματα (λ.χ. των άρθρων 216 παρ. 3 και 4 ΠΚ, 242 παρ. 3, 4 και 5 ΠΚ, των εγκλημάτων των νόμων 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013) είτε γιατί υπάγονται μεν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 381 και 405 ΠΚ, αλλά δεν πληρούνται ορισμένες άλλες προϋποθέσεις, όπως, επί παραδείγματι, όταν η ικανοποίηση του παθόντος είναι μερική, αντί για συνολική.
Την ίδια στιγμή, όμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 301 παρ. 3 και 302 παρ. 3 ΚΠΔ, στο πρακτικό συνδιαλλαγής πρέπει «να βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή εντελής ικανοποίησης της ζημίας που αναφέρεται στην κατηγορία». Ακόμα, θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής στις περιπτώσεις της απόπειρας, όπου δεν υπάρχει ρητή ρύθμιση της περίπτωσης αυτής. Εντούτοις, πάλι δεν θα δινόταν λύση στην αξιολογική αντινομία που δημιουργείται από την τιμώρηση της απόπειρας των ως άνω εγκλημάτων και τη μη τιμώρηση του ολοκληρωμένου εγκλήματος.
Κατ’ ουσία, λοιπόν, πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας της ποινικής συνδιαλλαγής, λαμβανομένου υπόψιν του οφέλους του δράστη, υποστηρίζεται πως είναι μόνο οι περιπτώσεις των κακουργημάτων, και μόνο για εκείνο το δικονομικό στάδιο, μετά την αμετάκλητη παραπομπή του, έως το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπου δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν τα άρθρα 381 παρ. 4 και 405 παρ. 3 του ΠΚ, αλλά ούτε και το άρθρο 104Β ΠΚ για δικαστική άφεση της ποινής λόγω αποκατάστασης — στο μέτρο του δυνατού — της προσβολής που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία, ή λόγω επιτυχούς ολοκλήρωσης διαδικασίας αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος. Και τούτο, διότι καμία από τις ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρμόζεται στο δικονομικό αυτό στάδιο επί κακουργημάτων, παρά μόνο σε πλημμελήματα.
Τέλος, πρακτικό πεδίο εφαρμογής της ποινικής συνδιαλλαγής δύναται να παρατηρηθεί στην εξής περίπτωση. Αυτόδηλο είναι, ότι, ενόψει της νέας ρύθμισης των άρθρων 381 και 405 ΠΚ, ο κατηγορούμενος ενός κακουργήματος ιδιοκτησίας ή περιουσίας μπορεί να απαλλαγεί από την ποινή, εφόσον αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον παθόντα, μέχρι και την αμετάκλητη παραπομπή του. Προς τούτο θα ερευνηθεί από το δικαστήριο ή από το συμβούλιο, αν όντως έλαβε χώρα η εντελής ικανοποίηση ή η απόδοση του πράγματος. Σε περίπτωση, λοιπόν, που η ικανοποίηση είναι μερική ή εικονική, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 381 και 405 ΠΚ, αλλά μπορεί να επιλεγεί διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παπαδαμάκης, Αδάμ. Ποινική δικονομία. 9η εκδ. Σάκκουλας, 2019.
- Μπιτζιλέκης, Νικόλαος. Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας. Αθήνα ; Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2020.