Του Βασίλη Χατζή,
Τα πιο βασικά γνωρίσματα του 20ου αιώνα αναμφίβολα είναι οι αναταραχές και οι μεγάλες ανατροπές που έλαβαν χώρα σε αυτόν. Είναι ένας αιώνας με πολέμους, επαναστάσεις, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές εξελίξεις και αλλαγές. Ένας αιώνας με γεγονότα που αποτελούν ορόσημα για την ανθρώπινη ιστορία και την ανθρώπινη μνήμη. Όλοι αυτοί οι προαναφερθέντες παράγοντες, οδηγούν στην παρακμή και πτώση καθεστώτων και, φυσικά, στην ανάδυση νέων. Νέες ιδεολογίες που προωθούν τον ολοκληρωτισμό εμφανίζονται στο προσκήνιο, δρουν και αφήνουν το στίγμα τους στην ανθρωπότητα. Εύλογα, άλλωστε, ο 20ος αιώνας λαμβάνει τον τίτλο της «Εποχής των Άκρων» στο ομώνυμο βιβλίο του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawm (1917-2012), ενός από τους μεγαλύτερους ιστορικούς και διανοητές της ιστορίας παγκοσμίως.
Μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές ιδεολογίες που εμφανίστηκαν στον 20ο αιώνα, της οποίας η δράση υπήρξε ιδιαίτερη και καθοριστική, ήταν αυτή του φασισμού. Η ονομασία του κινήματος προέρχεται από το λατινικό fasces, δηλαδή έναν πέλεκυ που περιβάλλεται από μια δέσμη ράβδων, ένα αρχαίο ρωμαϊκό σύμβολο εξουσίας και δύναμης. Στην ιταλική γλώσσα, η λέξη fascio σημαίνει ομάδα ή δέσμη. Έτσι ονομάστηκαν και οι πρώτες ομάδες φασιστών που οργανώθηκαν στην Ιταλία. Στην πραγματικότητα, ο φασισμός την εποχή που εμφανίζεται αποτελούσε μια ιδεολογία υπό κατασκευή, χωρίς ξεκάθαρο ιδεολογικό προσανατολισμό. Ωστόσο, οι βασικές του ιδέες μπορούν να συνοψιστούν σύντομα στο τρίπτυχο ολοκληρωτισμός, εθνικισμός και μιλιταρισμός. Ολοκληρωτισμός, γιατί το σύστημα διακυβέρνησης του κράτους γίνεται συγκεντρωτικό και απαιτεί την πλήρη αφοσίωση των μελών του. Εθνικισμός, διότι το έθνος, και συγκεκριμένη περίπτωση το ιταλικό, πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο και κάθε τι πρέπει να εκμεταλλεύεται προς όφελος αυτού. Μιλιταρισμός, επειδή ένα κράτος και ένα έθνος έχει την ανάγκη συνεχώς να επεκτείνεται. Έχει την ανάγκη να ακμάζει μέσω του πολέμου και μέσω της επέκτασης και της επιβολής, εις βάρος των υπολοίπων κρατών. Η σύγκρουση και ο πόλεμος για τους φασίστες είναι η αρχή των πάντων.
Ο Φασισμός, που έκανε την εμφάνιση του στην Ιταλία, ήταν στην πραγματικότητα ένα καιροσκοπικό συνονθύλευμα με περιφρονητική ρητορεία, διανθισμένο τόσο με δεξιά, όσο και αριστερά στοιχεία και εμφανή αντίθεση προς τη δημοκρατία, την οποία μάλιστα θεωρούσε υπαίτια για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η κοινωνία και το κράτος της εποχής του. Βάσει αυτά τα στοιχεία, είναι δύσκολο να λογιστεί ως μια συστηματική ιδεολογία. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το πρόσωπο του πρωτεργάτη του ιταλικού φασιστικού κινήματος, Benito Mussolini (1883- 1945). Υιός σοσιαλιστή σιδερά και ανήσυχο πνεύμα, o Benito Mussolini σπούδασε δάσκαλος και συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετία. Κατά την παραμονή του εκεί, αφιερώθηκε στην αρθρογραφία για λογαριασμό σοσιαλιστικών εφημερίδων, ενώ τελικά απελάθηκε από τη χώρα λόγω του ότι υποκινούσε απεργίες σε εργοστάσια. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, έγινε αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας Avanti. Αν και ο ίδιος διακήρυσσε πως ήταν μαρξιστής σοσιαλιστής, στην πραγματικότητα δεν πίστευε σε κάποιο συγκεκριμένο σύστημα αρχών, καθώς οι πολιτικές μεταστροφές του δε χαρακτηρίζουν ένα τέτοιο άτομο. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Mussolini υποστήριξε πως η Ιταλία έπρεπε να μείνει ουδέτερη, ενώ λίγο αργότερα άρχισε να τάσσεται υπέρ της πολεμικής εμπλοκής της Ιταλίας στο πλευρό της Αντάντ. Ο προπαγανδιστικός του λόγος υπέρ του πολέμου του κόστισε και τη θέση του στην εφημερίδα Avanti, λόγω της εν γένει αντιπολεμικής στάσης των σοσιαλιστών. Ωστόσο, αυτό δε στάθηκε εμπόδιο στο έργο του, καθώς ο ίδιος ίδρυσε μια νέα εφημερίδα με τίτλο Il Popolo d’ Italia, όπου μιλούσε ανοιχτά υπέρ της πολεμικής ανάμειξης και το όφελος που θα η Ιταλία, αν βρισκόταν στο πλευρό των νικητών.
Η στροφή της Ιταλίας προς τον φασιστικό ολοκληρωτισμό, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συμμετοχή της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σαφώς, αν και τελικά βρέθηκε στο πλευρό των νικητών, ο ανικανοποίητος εθνικισμός των Ιταλών κατέστρεψε το όνειρό τους για την αναγέννηση μιας μεγάλης ιταλικής αυτοκρατορίας. Η ταπείνωση που δημιουργούσε αυτή η κατάσταση επηρέασε τη νέα γενιά, η οποία υιοθέτησε ριζοσπαστικές ιδέες και επιθυμούσε να ανατρέψει το σάπιο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Επιπλέον, η ιταλική συμμετοχή στον Πόλεμο κόστισε πολύ οικονομικά, ενώ το γεγονός ότι απέκτησαν λιγότερα απ’ όσα προσδοκούσαν από τη νομή μετά τον πόλεμο, η επιμονή τους ότι ανταμείφθηκαν ανεπαρκώς για τις θυσίες του, καλλιέργησε εθνικιστικά αισθήματα στην ιταλική κοινωνία.
Πέρα όμως αυτό, ο οικονομικός αντίκτυπος του Πολέμου στην Ιταλία ήταν αυτός που γέννησε την επανάσταση στην μεταπολεμική Ιταλία. Ο Πόλεμος οδήγησε στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Οι Ιταλοί Σοσιαλιστές όλο και πλησίαζαν ιδεολογικά τον μπολσεβικισμό, ενώ η εκλογική βάση τους ραγδαία αυξανόταν, με αποτέλεσμα να λάβουν το 1/3 των κοινοβουλευτικών εδρών στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1919. Έκτοτε, η κατάληψη εργοστασίων από εργάτες ξεκίνησε, ενώ το ριζοσπαστικό ρεύμα του σοσιαλισμού επεκτάθηκε και στους κόλπους των αγροτών, προκαλώντας μεγάλο πλήγμα στους μεγαλογαιοκτήμονες. Οι δεύτεροι, φάνηκαν πρόθυμοι να αποδεχτούν τον φασιστικό ολοκληρωτισμό ως μια μετριοπαθέστερη μορφή ριζοσπαστισμού, η οποία θα περιέσωζε μέρος της περιουσίας τους από την κρατικοποίηση.
Σε μία τέτοια εποχή αναταραχών, ριζοσπαστισμού και πολιτικοποίησης, μαζί με την επικείμενη κατάρρευση του πολιτικού καθεστώτος, το οποίο αδυνατούσε να επιλύσει σημαντικά προβλήματα και να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο, οι Φασίστες, που πλέον είχαν σημαντικό αντίκρισμα στην κοινωνία και δέχονταν την υποστήριξη από όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα, προετοιμάζονταν να καταλάβουν την εξουσία. Τον Σεπτέμβρη του 1922, ο Mussolini μιλούσε πλέον ανοιχτά στις δημόσιες ομιλίες του για την επανάσταση που προετοίμαζε. Στις 22 του ιδίου μήνα, ξεκίνησε η περίφημη «Πορεία προς τη Ρώμη» («Marcia su Roma»), όπου οι μελανοχίτωνες Φασίστες του Mussolini συγκεντρώθηκαν στην ιταλική πρωτεύουσα και μέσα σε λίγες ημέρες την κατέλαβαν. Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός παραιτήθηκαν, ενώ την ίδια στιγμή, ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ (1869- 1947), έδωσε την εντολή στον Mussolini να σχηματίσει δική του κυβέρνηση.
Παρ’ όλα αυτά, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί πως η κίνηση αυτή του Mussolini και των Φασιστών μπορεί να θεωρηθεί μια επιτυχημένη επανάσταση. Στην πραγματικότητα, η «Πορεία προς τη Ρώμη» του Φθινοπώρου του 1922, παρά τα λιγοστά επαναστατικά της στοιχεία, είχε περισσότερο προπαγανδιστικό παρά ουσιαστικό χαρακτήρα. Οι Φασίστες δεν ανέλαβαν την εξουσία έπειτα από μία επανάσταση που έλαβε χώρα στους δρόμους της πόλης, αλλά μέσω παρασκηνιακών πολιτικών χειρισμών, ενισχυόμενοι πάντοτε από την κλιμάκωση της φασιστικής βίας. Η κατάληψη της κυβέρνησης ολοκληρώθηκε χωρίς να πέσει πυροβολισμός, χωρίς να υπάρξουν θύματα. Και αυτό δεν οφείλεται στην ισχύ και την αποφασιστικότητα που επέδειξε το φασιστικό κίνημα, όσο στο χάος που δημιούργησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ιταλία, σε συνδυασμό με το επαναστατικό ρεύμα και την ανάγκη μιας πολιτικής ανατροπής που γεννήθηκαν μέσα στις συνθήκες αυτές.
Βιβλιογραφία:
- E. M. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία Ο δυτικός πολιτισμός, Νεότεροι Χρόνοι, 2006.
- Ε. Gentile, Φασισμός, Ιστορία και ερμηνεία, 2013.
- E. Hobsbawm, Η Εποχή των Άκρων Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914- 1991, 1994.
- S. Lindemann, Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης Από το 1815 μέχρι σήμερα.
Γεννηθείς το 1996. Μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στη Νεότερη Ιστορία. Κύρια ενδιαφέροντα του αποτελούν η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς επίσης και ζητήματα της Μεταπολεμικής περιόδου. Γνωρίζει Αγγλικά, Ιταλικά και Ισπανικά.