Του Ανδρέα Παρασκευόπουλου,
Φέτος συμπληρώνονται πενήντα πέντε έτη από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Επρόκειτο για μία ανατροπή του κοινοβουλευτισμού, η οποία δεν προκάλεσε έκπληξη στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, αφού αυτή ζυμωνόταν εδώ και αρκετά χρόνια. Καθώς η συζήτηση επικεντρώνεται κυρίως σε θέματα εσωτερικής πολιτικής (κατάλυση της δημοκρατίας, εκτοπίσεις, βασανιστήρια), σπάνια γίνεται λόγος για την εξωτερική πολιτική της περιόδου. Η αντικομουνιστική ρητορική αποτέλεσε βασικό εργαλείο στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των δικτατόρων, γεγονός που παγίωσε ακόμα περισσότερο τη θέση της χώρας στη Δύση κατά τη διάρκεια της επταετίας. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν οι εξωτερικές σχέσεις του καθεστώτος με τα υπόλοιπα δυτικά κράτη, αλλά και τα σοσιαλιστικά.
Πριν αναλυθούν περαιτέρω οι σχέσεις, αξίζει να αναφερθεί ότι οι συνταγματάρχες αντικατέστησαν όλους τους διπλωμάτες του Υπουργείου Εξωτερικών με στρατιωτικούς, γεγονός που επέδρασσε αρνητικά στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Αρχικά, μόλις συνέβη το πραξικόπημα, oι περισσότερες κυβερνήσεις «πάγωσαν» για μερικές βδομάδες τις σχέσεις τους με τη νέα ηγεσία της Ελλάδας, προκειμένου να αξιολογήσουν τις νέες συνθήκες. Οι Η.Π.Α., η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έκαναν γνωστή την ανησυχία τους για τον αντιδημοκρατικό τρόπο ανάληψης της εξουσίας από τους συνταγματάρχες, αλλά απέφυγαν να διακόψουν τις διμερείς σχέσεις. Ο λόγος, για τον οποίο δεν διέκοψαν τις επαφές με το νέο καθεστώς, ήταν η στρατηγική σημασία της Ελλάδας στη Μεσόγειο. Με τη σειρά τους, τα κράτη του Ανατολικού μπλοκ διατηρούσαν μια στάση δυσπιστίας και κατέκριναν τη Δύση για την πολιτική της.
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) «πάγωσε» προσωρινά την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας. Η μη συμμετοχή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τη θέση του κράτους στο διεθνές σύστημα και, κατά συνέπεια, στο σύνολο της ισχύος του κράτους, καθώς ο οργανισμός αυτός ήταν ένα χρήσιμο μέσω προκειμένου να εφαρμοστεί η εξωτερική πολιτική. Τέλος, σε πρώτη φάση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις υπήρξαν διαλλακτικές και είχαν ως επίκεντρο την επίλυση του κυπριακού ζητήματος.
Το γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους συνταγματάρχες να αποσπάσουν μία ευνοϊκότερη αντιμετώπιση από τους συμμάχους ήταν η αραβοϊσραηλινή σύρραξη των έξι ημερών. Οι δικτάτορες προσέφεραν στο ΝΑΤΟ ελεύθερη πρόσβαση στις βάσεις. Η στάση αυτή έδωσε την ευκαιρία για την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Δύση. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Σουηδία, Νορβηγία), οι οποίες προσπάθησαν να εξοστρακίσουν την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, καθώς πίστευαν ότι η παρούσα κυβέρνηση των Αθηνών αντιβαίνει τους δημοκρατικούς κανόνες, που έθετε το καταστατικό του ΝΑΤΟ. Την ίδια πεποίθηση είχαν, αργότερα, οι Κάτω Χώρες και η Ιταλία.
Ύστερα από την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος και καθ’ όλη τη διάρκεια του καθεστώτος, παρατηρούμε μια χαλαρότητα στις διμερείς σχέσεις της χώρας μας με αυτές της Δυτικής Ευρώπης. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα χρειάστηκε να ακολουθήσει, ως πολιτική γραμμή, την αποστασιοποίηση από τα Δυτικά κράτη, μιας και δεν υπήρχε από πλευράς τους η διάθεση για τη δημιουργία διαύλων επικοινωνίας. Η απομόνωση αυτή ήταν αποτέλεσμα της αρνητικής εικόνας της δικτατορίας, καθώς είχε καταλυθεί το δημοκρατικό πολίτευμα και είχαν παραβιαστεί βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία και η Ιταλία, προσαρμόστηκαν στα γεγονότα. Όπως και να έχει το πράγμα, η διάθεση των χωρών αυτών δεν ήταν φιλική απέναντι στους δικτάτορες, αφού όλες οι χώρες (πλην της Γαλλίας) μερίμνησαν, έτσι ώστε να μην υπάρξει εκπροσώπησή τους στην Ελλάδα.
Αντίθετα, οι Αμερικάνοι κινήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις. Η επίσημη γραμμή, η οποία, όμως, δεν υποστηρίχθηκε ποτέ, επεδίωκε τον εκδημοκρατισμό του καθεστώτος. Η «δεύτερη γραμμή» ήταν σχετικά αδιάφορη ή και υποστηρικτική ορισμένες φορές, ως προς τις εσωτερικές πρακτικές που ασκούσε το δικτατορικό καθεστώς. Οι καλές σχέσεις των Αμερικάνων με τους δικτάτορες είχαν ως κύριο στόχο την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων. Η στάση των χουντικών ήταν ιδιαίτερα φιλοαμερικανική, καθώς πίστευαν ότι οι καλές σχέσεις με τις Η.Π.Α. θα εξασφάλιζαν την παραμονή τους στην εξουσία. Μια θεώρηση που, φυσικά, δεν έγινε πράξη, καθώς υπήρξαν αρκετές αναταραχές λόγω του κυπριακού.
Η δικτατορία εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις σχέσεις με τα κομμουνιστικά καθεστώτα, προκειμένου να πείσει τους Έλληνες ότι όχι μόνο δεν είναι διεθνώς απομονωμένη, αλλά και ότι υποστηρίζεται από αριστερά καθεστώτα. Η δικτατορία συνεχίζει την πολιτική διατήρησης ενός σχετικά υψηλού επιπέδου εμπορικών ανταλλαγών με τον ανατολικό συνασπισμό, ως αναγκαία διέξοδο για την τοποθέτηση των αγροτικών προϊόντων, τα οποία δεν βρίσκουν αγορές αλλού. Η πολιτική αυτή είναι σε γενικές γραμμές ανεκτή από τη Δύση. Ωστόσο, λόγω της εκβιομηχάνισης της χώρας και του προσανατολισμού του μεγαλύτερου μέρους των νέων βιομηχανικών εξαγωγών προς τις δυτικές αγορές, οι ανατολικές σχέσεις μειώνονται στη διάρκεια της επταετίας.
Η Σοβιετική Ένωση, η Ανατολική Γερμανία και η Γιουγκοσλαβία τηρούν ψυχρή στάση. Η τελευταία ενοχλείται περισσότερο, καθώς έβλεπε μία σκληρότερη θέση της Ελλάδας στο μακεδονικό ζήτημα. Παράλληλα, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία και η Πολωνία φαίνεται να ακολουθούν τη Μόσχα στη διατήρηση χαμηλού επιπέδου σχέσεων με τη χούντα. Ακόμα, στη Ρουμανία, το καθεστώς Ceausescu περιορίζει τα μέτρα κατά της ελληνικής δικτατορίας στα απολύτως αναγκαία, προκειμένου να υπάρξει αντίδραση της Μόσχας. Παρόμοια θέση με της Ρουμανίας κράτησε η Βουλγαρία, καθώς προσπαθούσε να βγει από την απομόνωση, που επικράτησε μετά από τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Τέλος, ιδιαίτερα φιλική στάση προς το καθεστώς τηρεί και η Κίνα, μετά την αναγνώρισή της από την Αθήνα το 1972. Αξίζει να αναφερθεί ότι στις 22/5/1973 ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης επισκέφτηκε τον Κινέζο Πρωθυπουργό στο Πεκίνο. Είναι σαφές ότι η κινεζική κυβέρνηση τη συγκεκριμένη στιγμή επεδίωκε τη συγκρότηση ενός αντισοβιετικού μετώπου στα Βαλκάνια, με απώτερο στόχο την προάσπιση των συμφερόντων του στην περιοχή.
Από όλα τα παραπάνω, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι η εξωτερική πολιτική της χούντας δεν ήταν ιδιαίτερα απομονωμένη. Το ψυχροπολεμικό κλίμα και η γεωστρατηγική θέση της χώρας στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο οδήγησαν στις ιδιαίτερα στενές σχέσεις του καθεστώτος με τις Η.Π.Α., ενώ λιγότερο ευνοϊκές υπήρξαν οι σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες και ελάχιστα με τις σοσιαλιστικές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Τσιριγωτής, Δ. (2013), Νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία: Διεθνείς σχέσεις και διπλωματία, Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα
- Βαλντέν, Σ. (2009), Παράταιροι εταίροι, Ελληνική δικτατορία, κομμουνιστικά καθεστώτα και Βαλκάνια 1967-1974, Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις
- Χουρχούλης, Διονύσης (2019), Διπλωματικές σχέσεις Αθήνας-Πεκίνου, kathimerini.gr. Διαθέσιμο εδώ
- Μαραγού, Κωνσταντίνα (2017), Η δικτατορία και η διεθνής κοινότητα, kathimerini.gr. Διαθέσιμο εδώ