Της Νάντας Σπηλιωτοπούλου,
Η τέχνη που αναπτύσσεται την εποχή του Μπαρόκ λειτουργεί ως μέσο έκφρασης της κοσμικής και της θρησκευτικής εξουσίας. Όταν γίνεται λόγος για την εποχή του Μπαρόκ αναφερόμαστε στον 17ο αιώνα. Πρόκειται για μία εποχή που παρέχει αξιέπαινα δείγματα σε όλους τους τομείς της τέχνης, κυρίως στην αρχιτεκτονική. Η τέχνη του μπαρόκ διακρίνεται από αντιφατικότητα και αντιθετικότητα, ενώ επικρατεί το στοιχείο της υπερβολής. Επίσης, το κίνημα του Μπαρόκ διακρίνεται τόσο από το δραματικό όσο και από το συναισθηματικό στοιχείο. Επιπλέον, περιλαμβάνει ορθολογιστικά χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά την αρχιτεκτονική, παρατηρείται ότι εκφράζει τη βούληση για παγκοσμιότητα της ιεραρχικής τάξης, καθώς καθορίζει και τις υπόλοιπες τέχνες. Ιδιαίτερη απήχηση εκείνη την εποχή στην αρχιτεκτονική φαίνεται να έχουν η εκκλησία και το ανάκτορο, καθώς κατασκευάζονται μοναστηριακά συμπλέγματα και κατοικίες αριστοκρατών. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν στοιχεία που δηλώνουν μεγαλοπρέπεια, προκειμένου να εντυπωσιάσουν το πλήθος. Επίσης, ιδιαίτερα προσιτά είναι τα κτίσματα που διακρίνονται από συνθετότητα και κίνηση.
Η αρχιτεκτονική κατά την περίοδο του Μπαρόκ εξελίσσεται σε αυτοσκοπό, δηλαδή χρησιμοποιείται για να αναδειχθεί τόσο το κρατικό, όσο και το εκκλησιαστικό μεγαλείο. Η Ιταλία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αρχιτεκτονική στις αρχές του 17ου αιώνα, όμως, κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει η Γαλλία, όπου σημείο αναφοράς αποτελεί το ανάκτορο των Βερσαλλιών, όπως αναδιαμορφώνεται από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ο σχεδιασμός και η εκτέλεση τόσο σπουδαίων έργων στη Ρώμη στοχεύουν στην ανάδειξη της κυριαρχίας του καθολικισμού και για αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υπηρετούν προπαγανδιστικούς σκοπούς. Ο σπουδαιότερος αρχιτέκτονας της περιόδου που μελετάμε είναι ο Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της εξωτερικής διπλής κιονοστοιχίας που περιβάλει την οβάλ πλατεία του Βατικανού μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Η κατασκευή αυτής της κιονοστοιχίας πραγματοποιείται την περίοδο 1656-1667.
Το έργο αυτό παρουσιάζεται ως δύο γιγαντιαίοι βραχίονες κιονοστοιχιών ύψους 15 μέτρων. Οι κιονοστοιχίες αυτές αποτελούνται από 284 κίονες δωρικού ρυθμού. Οι βραχίονες λειτουργούν συμβολικά, καθώς ο ίδιος ο Μπερνίνι αναφέρει ότι «αγκαλιάζουν τους καθολικούς, για να ενδυναμώσουν την πίστη τους, τους αιρετικούς για να τους συμφιλιώσουν με την εκκλησία, και τους άπιστους για να τους διδάξουν την πραγματική πίστη». Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Μπερνίνι είναι ένας βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Επίσης, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι συμβολισμός αυτός γίνεται αντιληπτός και στις μέρες μας, ιδίως στις μεγάλες γιορτές της Καθολικής Εκκλησίας, οι οποίες πραγματοποιούνται υπό την παρουσία του Πάπα, αλλά και διάφορων αιρετικών και απίστων.
Αντίθετα με το έργο του Μπερνίνι που εξυμνεί τη θρησκευτική εξουσία, η Γαλλία την ίδια περίοδο προβάλει το ανάκτορο των Βερσαλλιών. Στόχος της Γαλλίας είναι να κυριαρχήσει στον τομέα της τέχνης εκείνη την περίοδο. Όσον αφορά το ανάκτορο των Βερσαλλιών, παρατηρείται ότι υπηρετεί τους σκοπούς της γαλλικής κοσμικής εξουσίας. Αυτός είναι και ο λόγος που το συγκεκριμένο έργο εξυμνεί την κοσμική εξουσία και κυρίως τον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Μέχρι το 1660 το ανάκτορο των Βερσαλλιών αντιμετωπίζεται ως ένα μικρό παλάτι, το οποίο λειτουργεί και ως καταφύγιο κυνηγιού. Έτσι, λίγο μετά το 1660, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ λαμβάνει την απόφαση να επεκτείνει το παλάτι, έχοντας ως απώτερο σκοπό να μετατραπούν οι Βερσαλλίες σε βασιλικό ανάκτορο και το παλάτι να αποκτήσει τη φήμη που του αναλογεί. Οι πρώτες ενέργειες για την επέκταση του ανακτόρου ξεκινούν από το 1661 και ένα μέρος αυτών των εργασιών ολοκληρώνεται το 1685. Το έργο τελειώνει εξ ολοκλήρου στα τέλη του 18ου αιώνα, παίρνοντας τη σημερινή του μορφή. Πιο συγκεκριμένα, η συνολική πρόσοψη έχει μήκος 570 μέτρα. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι για την ολοκλήρωση του ανακτόρου χρειάστηκαν 20.000 εργάτες.
Όσον αφορά τη δομή του ανακτόρου, αξίζει να σημειωθεί ότι χωρίζεται σε τρία μέρη. Αποτελείται από το κυρίως μέρος που έμενε η βασιλική οικογένεια σε σχήμα U, καθώς και από δύο άλλες πτέρυγες, όπου έμεναν οι ευγενείς, ο κλήρος και οι υπουργοί. Επίσης, χτίζονται άλλα τρία κτήρια, προκειμένου να φιλοξενήσουν το προσωπικό που απαρτιζόταν από χιλιάδες υπηρέτες. Στο κέντρο του ανακτόρου βρίσκεται η αίθουσα των καθρεπτών, η οποία διακοσμείται με μεγάλης αξίας κρύσταλλα, κεριά και καθρέφτες. Αρχιτέκτονας της αίθουσας των καθρεπτών ή αλλιώς Κατόπτρων είναι ο Ζυλ Αρντουάν – Μανσάρ. Σε αυτήν την αίθουσα μπορεί κάποιος να διακρίνει και την είσοδο του βασιλικού υπνοδωματίου. Επιπλέον, αν εστιάσει κανείς στην οροφή και στους τοίχους που βρίσκονται στο εσωτερικό του παλατιού, θα εκστασιαστεί από τις τοιχογραφίες και τα διάφορα είδη τέχνης, καθώς εμπεριέχουν στοιχεία από την ελληνική μυθολογία. Αυτός είναι και ο λόγος που ορισμένα δωμάτια λαμβάνουν ονόματα από την ελληνική μυθολογία, όπως είναι το «Δωμάτιο του Ηρακλή».
Με βάση όλα αυτά που προαναφέρθηκαν, γίνεται αντιληπτό ότι η αρχιτεκτονική του μπαρόκ έχει ως χαρακτηριστικό τη χρήση των διακοσμητικών στοιχείων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η μπαρόκ αρχιτεκτονική συνδέεται άμεσα με τη ζωγραφική. Επίσης, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η τέχνη του μπαρόκ επιδιώκει να πραγματοποιήσει έναν σκοπό. Πιο συγκεκριμένα, η κατασκευή ενός κτηρίου πραγματοποιείται, όχι μόνο για να διακοσμήσει την πόλη, αλλά και για να εκφράσει είτε τη θρησκευτική είτε την κοσμική εξουσία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κασιμάτη, Μ., 2008, «Εικαστικές τέχνες από το τέλος της Αναγέννησης ως τον 18ο αιώνα», στο: Εικαστικές τέχνες στην Ευρώπη από τον Μεσαίωνα ως τον 18ο αιώνα, Πάτρα, τόμος Α΄.
-
Μουρίκη, Ν., 1975, Αναγέννηση, Μανιερισμός, Μπαρόκ, Ζωγραφική – Γλυπτική», Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα.