Της Μαρίας Κελεπούρη,
Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η πορεία προς την κατοχύρωσή τους αποτελούν τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο εκπονήθηκε το παρόν έργο. Το νέο βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη Οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα και οι εχθροί τους, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, διακρίνεται για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το εν λόγω ζήτημα. Μέσω μιας ιστορικής αναδρομής και επισημαίνοντας την επιρροή φιλοσόφων και πολιτικών προσωπικοτήτων στον αγώνα για τη θεμελίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο συγγραφέας προσφέρει μια πλήρως τεκμηριωμένη μελέτη, η οποία δεν δύναται να αμφισβητηθεί, διότι δεν έχει μόνο φιλοσοφικό αλλά και επιστημονικό έρεισμα.
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Αλέξης Ηρακλείδης υπήρξε, επίσης, εμπειρογνώμων του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, τόσο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο και για τις μειονότητες. Εκτός από τα συγγραφικά του εγχειρήματα, όχι μόνο στην ελληνική αλλά εξίσου και στην αγγλική γλώσσα, στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται ζητήματα όπως η αυτοδιάθεση των λαών, οι αποσχιστικές συγκρούσεις και η εξωτερική πολιτική. Μάλιστα, κάποια από αυτά τα θέματα αναπτύσσονται και στο παρόν πόνημα, αποδεικνύοντας τον μετασχηματισμό των φιλοσοφικών θεωριών σε πρακτικές ενέργειες, καθώς και τη συνάφειά τους με την πολιτική πρόοδο.
Αν τα ανθρώπινα δικαιώματα εκληφθούν ως όρος, αυτός σίγουρα δεν υπήρχε a priori. Αντιθέτως, χρειάστηκαν αιώνες και πολλές προσπάθειες, προκειμένου να γνωρίσουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Η θεμελίωσή τους προσέκρουε στη ρατσιστική νοοτροπία που κυριαρχούσε παλαιότερα και μέχρι τώρα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει ψήγματά της και στον σύγχρονο κόσμο. Η επαφή με λαούς που δεν έφεραν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους «ευγενείς» Ευρωπαίους δεν λειτούργησε ως αφορμή για αναθεώρηση των έως τότε αξιών ή διεύρυνση των πολιτικών τους οριζόντων, αλλά περισσότερο έγινε αντιληπτή ως ευκαιρία για να θέσουν σε εφαρμογή τα φιλόδοξα επεκτατικά τους σχέδια.
Ωστόσο, η μυθιστορηματική παρουσία ανοίκειων φιγούρων μετέβαλε τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι αναγνώστες έκριναν τους νέους γνώριμούς τους, διότι πλέον το αποικιακό υποκείμενο απέκτησε μια πιο οικεία εικόνα, κυρίως χάρη στη λογοτεχνική αποτύπωσή του. Χωρίς αυτή η εξέλιξη να εξαλείψει τις φυλετικές διακρίσεις, κατόρθωσε να επαναπροσδιορίσει τις επικρατούσες καλλιτεχνικές αξίες και να αναδιαμορφώσει τα πρότυπα του λογοτεχνικού κανόνα. Η μορφή του «ευγενούς άγριου», που ήταν παρούσα τόσο σε λογοτεχνικά εγχειρήματα όσο και σε φιλοσοφικές διατυπώσεις, αποτέλεσε τον στόχο του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Εκείνης της πρακτικής που θα εξευγένιζε τον «βάρβαρο» και συνάμα θα επέτρεπε την αναπαραγωγή συγκεκριμένων ιδεολογιών που θα εξυπηρετούσαν την ενίσχυση των δομών κυριαρχίας.
Στην αντίπερα όχθη αυτής της άποψης βρίσκεται ο πολιτισμικός σχετικισμός. Συνιστά μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία η κουλτούρα ενός λαού επηρεάζεται από την ιστορία του και άρα οι πολιτισμικές του αξίες είναι ενθυλακωμένες σε ένα πλαίσιο σύμπραξης των κοινωνικών πρακτικών και των πολιτισμικών συνθηκών ενός τόπου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που περιλαμβάνεται είναι η αναφορά στο Κοράνι και στο περιεχόμενό του, το οποίο παρουσιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα είτε ως καθήκοντα των πιστών είτε ως «δώρα», τα οποία πρόσφερε ο Θεός και όχι ως φύσει δικαιώματα. Μάλιστα, ο τρόπος που πολλές φορές ερμηνεύεται εξαρτάται από τη φιλελεύθερη ή συντηρητική κατεύθυνση του εκάστοτε σχολιαστή.
Προκαλούν, πράγματι, έκπληξη οι ρατσιστικές αντιλήψεις εμβληματικών προσωπικοτήτων της πολιτισμικής ιστορίας που με τις θεωρίες τους επαναπροσδιόρισαν τις βάσεις της φιλοσοφίας. Οι φυλετικές διακρίσεις επεκτάθηκαν από το θεωρητικό τους επίπεδο στο δουλεμπόριο και στον απάνθρωπο θεσμό της δουλείας. Πηγή όλων αυτών των πρακτικών αποτελεί ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε «ανώτερες» και «υποδεέστερες» φυλές.
Την αξιοπιστία του βιβλίου αυτού ενισχύουν οι ιστορικές αναφορές σε κείμενα, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948), που συνέβαλαν στη διεθνοποίηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά μετά από τις εγκληματικές πράξεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σημαντική αιτία του οποίου υπήρξαν οι ρατσιστικές απόψεις των υποκινητών του σχετικά με τις ανθρώπινες φυλές. Βέβαια, ο όρος αυτός είναι αμφισβητήσιμος και τίθεται υπό εξέταση από την επιστήμη της Ανθρωπολογίας.
Ο Αλέξης Ηρακλείδης επιχειρεί με αυτό το βιβλίο όχι μόνο να προσφέρει μια συγκεντρωτική εικόνα της ιστορίας της εξέλιξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έως τη θεμελίωσή τους, αλλά και να επανεξετάσει τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις, που, όπως αποδεικνύεται πολλές φορές, εξυπηρετούν τα συμφέροντα κρατών, όσο κι αν προβάλλεται με σθένος ο ανθρωπιστικός τους χαρακτήρας. Φυσικά, αντίλογος σε τέτοιου είδους κινήσεις αποτελεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών που ιστορικά έχει υπάρξει ο θεμέλιος λίθος για την πραγματοποίηση σπουδαίων αλλαγών.