Της Φένιας Γιαννακοπούλου,
«Έχουν πόλεμο…» μας ενημερώνει ο Άγγλος πειραματικός συγγραφέας Alan Burns στο δυστοπικό α-χωροχρονικό μυθιστόρημά του Η Ευρώπη μετά τη βροχή, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg.
Ποιοι και γιατί πολεμούν; Σε ποια χώρα; Πότε ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες; Ποια είναι η ιδιότητα του πρωταγωνιστή; Με ποιους συνεργάζεται και ποιους αντιμάχεται; Και με τη συνοδοιπόρο κοπέλα, ποια η σχέση του; Σύντροφοι; Εραστές; Αντίπαλοι; Σύμμαχοι; Αναπάντητα μένουν τα ερωτήματα, αλλά, πραγματικά, δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις. Ο πόλεμος είναι παντού και πάντα ο ίδιος. Ο συγγραφέας δεν εποφθαλμιά τη δόξα των πολεμικών ανταποκριτών. Θέλει με όλη τη δύναμη της πένας του να στηλιτεύσει το απάνθρωπο σκηνικό οποιουδήποτε πολέμου.
Κραυγάζει μέσα από την απόκοσμη —πολλές φορές— σουρεαλιστική του προσέγγιση για τον εφιάλτη των βασανιστηρίων, των εκτελέσεων, των βιασμών, του λιμού, της ερήμωσης. Η ανορθόδοξη ακολουθία των γεγονότων, η φρικιαστική περιγραφή της βίας και του θανάτου, η ασάφεια των ιδιοτήτων και των καταστάσεων προσδίδουν στο κείμενο μια ανεξιχνίαστα σαρωτική καθήλωση.
Ο A. Burns δεν γράφει ιστορία. Δεν τον ενδιαφέρουν οι χρονολογίες, τα ονοματεπώνυμα των ηρώων, οι τόποι. Η γραφίδα του αποτυπώνει με ηφαιστειακές αποχρώσεις τις τερατώδεις και απάνθρωπες συμπεριφορές, σαν ένας άλλος Edvard Munch στη μυστηριώδη του «κραυγή». Η συγκλονιστική περιγραφή της πολεμικής ή μεταπολεμικής ωμότητας, εκτός από τα δυνατά συναισθήματα που προκαλεί στον αναγνώστη, του επιτρέπει να τοποθετηθεί ελεύθερα, ώστε να συνδράμει ή να αποστασιοποιηθεί, να κοιτάξει κατάματα ή να αποστρέψει το πρόσωπό του.
Ολοκληρώνοντας το κείμενό του, ο συγγραφέας μάς διαβεβαιώνει πως «σύντομα όλοι μας δεν θα σκεφτόμαστε τίποτα‧ θα υπάρξει ένας καινούργιος κόσμος». Πάντα, εξάλλου, υπάρχει ένας καινούργιος κόσμος μετά από την καταστροφή. Καλύτερος ή χειρότερος από αυτόν που ισοπεδώθηκε. Ποιος θα είναι ο κριτής; Ποιος θα αναστηλώσει στη μνήμη των ζωντανών φαντασμάτων τις απλές, ήσυχες, ανθρώπινες στιγμές που καταπατήθηκαν από τα βαριά μεταλλικά γρανάζια;
Ο απολογισμός των φρικαλεοτήτων κλείνει με τη θλιβερή διαπίστωση ότι επρόκειτο για «μια επανάσταση από τις πιο ασήμαντες». Μια επανάσταση βερμπαλισμού που χρησιμοποιήθηκαν «μεγάλα λόγια». Πόσο κρίμα! Τόσος πόνος, τόση καταστροφή, τόσος θάνατος για κάτι τόσο «ασήμαντο»! Μα αλήθεια, μπορεί να υπάρξει κάτι σημαντικότερο από το γέλιο του παιδιού, το καμάρι της μάνας, τον κάματο του εργάτη, τη λαχτάρα των ερωτευμένων; Ποια επανάσταση πήρε την έγκριση από όλους αυτούς; Από όλους εμάς; Ποιος θα ορίσει τι είναι πραγματικά σημαντικό και θα απαλείψει από τον καθρέφτη της ανθρωπότητας το αποκρουστικό πρόσωπο του πολέμου;
«Έχουν πόλεμο…». Πράγματι, έχουμε πόλεμο. Στην Ευρώπη έχουμε πόλεμο. Η Γηραιά Ήπειρος, στις παρυφές της 3ης δεκαετίας του 21ου αιώνα, εθελοτυφλώντας απολάμβανε ένα γαλήνιο τοπίο «μετά τη βροχή» με ένα πολλά υποσχόμενο ουράνιο τόξο. Ο δεσποτικός χρόνος της Ιστορίας, ωστόσο, παρέσυρε και υπερκέρασε τους ιδιωτικούς χρόνους με τις αστιγματικές του παραμορφώσεις.
Για τον Burns το εναρκτήριο λάκτισμα για την έμπνευση και, στη συνέχεια, τη συγγραφή του υπερρεαλιστικού βιβλίου του, δόθηκε από το ομώνυμο έργο ζωγραφικής «Η Ευρώπη μετά τη βροχή» του Γερμανού Max Ernst. Οι απρόσωπες και διαβρωμένες μορφές από τον ζωγραφικό πίνακα του Ernst μετουσιώνονται σε ασθμαίνοντα πρόσωπα μέσα στο κείμενο του Burns, αλλά δεν δεσμεύονται από καμιά ταυτότητα. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1965 στην αγγλική γλώσσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκδοση των βιβλίων που παρουσίαζαν μια δυστοπική πραγματικότητα αυξήθηκαν μετά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.