Του Τιμολέοντα Παλαιολόγου,
Με το πέρας του ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1877-1878, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα αναγκαστεί λόγω της ήττας της να προβεί σε ορισμένες παραχωρήσεις στη βαλκανική χερσόνησο. Μεταξύ άλλων, αναγνωρίζει την πλήρη ανεξαρτησία Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ρουμανίας, ενώ, αρχικά, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και κατόπιν αντιδράσεων με τη Συνθήκη του Βερολίνου θα αναγνωριστεί αυτόνομη βουλγαρική επαρχία εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αρχική εδαφική υπόσταση της λεγόμενης «Μεγάλης Βουλγαρίας» που προέκυψε από τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και συμπεριλάμβανε το σύνολο της σημερινής Βουλγαρίας, τα Βιλαέτια Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και μέρος του Βιλαετίου Κοσόβου από τη γραμμή του Τετόβου-Σκοπίων και πέρα, θα περιοριστεί μετά από διεθνείς αντιδράσεις.
Με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), η γεωγραφική έκταση της βουλγαρικής αυτόνομης περιοχής θα αντιστοιχεί στα σημερινά σύνορα της Βουλγαρίας πλην της περιοχής της Ανατολικής Ρωμυλίας, που θα βρισκόταν ακόμη υπό τον έλεγχο των Οθωμανών. Το 1885 η Σερβία θα επιτεθεί στη Βουλγαρία, η οποία θα κατορθώσει μόνη της, χωρίς βοήθεια από τους Οθωμανούς, να νικήσει τους Σέρβους και μετά από επέμβαση της Αυστροουγγαρίας οι εχθροπραξίες θα διακοπούν, ενώ, παράλληλα, θα ολοκληρωθεί και η ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με την υπόλοιπη βουλγαρική επικράτεια (6/18 Σεπτεμβρίου 1885) μετά από βουλγαρική εξέγερση, μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο το αυτόνομο βουλγαρικό κράτος, το οποίο θα ανακηρύξει την ανεξαρτησία του από τους Οθωμανούς στις 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου 1908.
Με την ανεξαρτητοποίησή της, η Βουλγαρία έγινε η μεγαλύτερη πληθυσμιακά από τις υπόλοιπες χώρες, με τις οποίες θα συμμαχούσε και ως εκ τούτου είχε και τον μεγαλύτερο και ισχυρότερο στρατό, λαμβάνοντας το προσωνύμιο «Πρωσία των Βαλκανίων». Γι’ αυτόν τον λόγο έμελλε να αποτελέσει την ηγέτιδα δύναμη του πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα διεξαγόταν λίγα χρόνια αργότερα. Μετά την επικράτηση των Νεότουρκων και τη συστηματική καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας, έγινε εμφανές ότι αυτή η σύγκρουση δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί, όχι μόνο λόγω των εδαφικών αξιώσεων των βαλκανικών χωρών εναντίον των Οθωμανών, αλλά και γιατί πράγματι επιθυμούσαν να λυτρώσουν τους υπόδουλους και διωκόμενους αδελφούς τους από τον οθωμανικό ζυγό.
Οι Βούλγαροι από κοινού με τους Σέρβους, και πάντα με την υποστήριξη και ενδεχομένως καθοδήγηση των Ρώσων, υπέγραψαν μία μυστική συνθήκη με τους Σέρβους στις 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1912, η οποία προέβλεπε στρατιωτική σύμπραξη των δύο χωρών σε περίπτωση απειλής από ξένη δύναμη, αλλά και ενδεχόμενο εδαφικό διαμοιρασμό μεταξύ των δύο σε περίπτωση νικηφόρας σύρραξης με τους Οθωμανούς. Η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να συμμετάσχει και εκείνη στη βαλκανική συμμαχία, ωστόσο, αρχικά τουλάχιστον, οι Σλαβοβαλκανικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ενδιαφέρονταν, ούτε, βέβαια, και η προστάτιδά τους Ρωσία, καθότι δεν είχαν σε εκτίμηση τον ελληνικό στρατό, ενώ η συμμετοχή του Μαυροβουνίου θεωρούνταν σχεδόν δεδομένη και, συνεπώς, δεν ήταν απαραίτητη κάποια περαιτέρω συμφωνία. Παρόλα αυτά, ενδεχομένως οι διπλωματικές κινήσεις του εν Σόφια Έλληνα πρέσβη Δημήτριου Πάνα, κατόπιν οδηγιών της ελληνικής κυβέρνησης, να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή της στάσης των Βουλγάρων, καθώς στις 16/29 Μαΐου συνήφθη η συνθήκη συμμαχίας Ελλάδας-Βουλγαρίας σε περίπτωση πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε αντίθεση με τη σερβο-βουλγαρική συνθήκη, όμως, δεν υπήρχε αναφορά για τον διαμοιρασμό των εδαφών σε περίπτωση νικηφόρου πολέμου, καθότι τα συμφέροντα και οι βλέψεις των δύο χωρών ήταν εξ ορισμού αντικρουόμενα μεταξύ τους.
Έτσι, πρώτα το Μαυροβούνιο στις 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου 1912 και κατόπιν, 10 μέρες αργότερα, η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ελλάδα θα κηρύξουν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανωτερότητα του βουλγαρικού στρατού τόσο σε αριθμούς όσο και σε ποιότητα θεωρείτο δεδομένη από τους βαλκανικούς συμμάχους. Οι «Πρώσοι των Βαλκανίων», με πληθυσμό 4.400.000 κατοίκων, παρέταξαν στην αρχή του πολέμου 360.000 περίπου στρατιώτες, οι Σέρβοι, με πληθυσμό 2.900.000 κατοίκων, 250.000 στρατιώτες, οι Έλληνες, με πληθυσμό 2.660.000 κατοίκων, 120.000 στρατιώτες, ενώ οι Μαυροβούνιοι, με πληθυσμό 310.000 κατοίκων, 40.000 στρατιώτες.
Ο βουλγαρικός στρατός χωρίστηκε σε 3 στρατιές για τη διεξαγωγή των επιθετικών ενεργειών υπό τις διαταγές του Τσάρου της Βουλγαρίας, Φερδινάνδου Α΄. Η 1η Στρατιά δύναμης 80.000 ανδρών υπό τον Αντιστράτηγο Vasil Kutinchev ανέλαβε δράση στην ευρύτερη περιοχή του ποταμού Τόνζου. H 2η Στρατιά δύναμης 120.000 ανδρών υπό τον Αντιστράτηγο Nikola Ivanov τοποθετήθηκε δυτικά της 1ης Στρατιάς με στρατηγικό στόχο την κατάληψη της Αδριανουπόλεως. Η 3η Στρατιά δύναμης 90.000 ανδρών υπό τον Αντιστράτηγο Radko Dimitriev τοποθετήθηκε στα ανατολικά της 1ης Στρατιάς, νότια του Burgas, με αντικειμενικό στρατιωτικό στόχο την προώθηση στην πεδιάδα της ανατολικής Θράκης και την κατάληψη της πόλης Σαράντα Εκκλησιές (Kirk Kilisse/Kirklareli). Παράλληλα, η 2η ενισχυμένη Μεραρχία Πεζικού δύναμης 50.000 υπό τον Υποστράτηγο Georgi Todorov ανέλαβε τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων στην περιοχή της δυτικής Θράκης, ενώ η 7η ενισχυμένη Μεραρχία Πεζικού δύναμης 50.000 ανδρών υπό τον Υποστράτηγο Stiliyan Kovachev ανέλαβε τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων στην περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας.
Με την έναρξη του πολέμου, οι Βούλγαροι άμεσα θα καταλάβουν σημαντικές πόλεις της Θράκης, όπως το Κάρτζαλι (8/21 Οκτωβρίου), τις Σαράντα Εκκλησιές (11/24 Οκτωβρίου), την Αρκαδιoύπολη (Luleburgas, 20 Οκτωβρίου/2 Νοεμβρίου), περικυκλώνοντας την Αδριανούπολη και καταδιώκοντας τον οθωμανικό στρατό. Η προώθηση του βουλγαρικού στρατού προς την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεκόπη, μόνο όταν αυτός βρισκόταν σε απόσταση μόλις 30 χιλιομέτρων από τον Βόσπορο. Η καθοριστική μάχη που σταμάτησε την προέλαση των Βουλγάρων δόθηκε στην περιοχή της Τσατάλτζα (οχυρωματική γραμμή στην ομώνυμη χερσόνησο, που σταματούσε στο Αιγαίο στα δυτικά και στον Εύξεινο πόντο στα ανατολικά) στις 4/17 Νοεμβρίου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν πλέον σε απελπιστική κατάσταση. Οι Βούλγαροι είχαν αποκόψει οποιαδήποτε δυνατότητα χερσαίας διόδου ανεφοδιασμού του οθωμανικού στρατού, είχαν παγιδεύσει τμήματά του στη χερσόνησο της Καλλίπολης και πίεζαν ασφυκτικά την οθωμανική πρωτεύουσα.
Η πόλη της Αδριανούπολης περικυκλώθηκε και ξεκίνησε να πολιορκείται από τη 2η βουλγαρική στρατιά στις 21 Οκτωβρίου/3 Νοεμβρίου. Σύντομα, ενισχύθηκε και από τμήμα του σερβικού στρατού υπό τον στρατηγό Stepa Stepanović δύναμης 50.000 ανδρών. Οι υπερασπιστές της πόλης ήταν περίπου 50.000-60.000 άνδρες υπό τον Mehmed Şükrü Pasha, πλήρως εγκλωβισμένοι και αποκομμένοι από τον υπόλοιπο όγκο του οθωμανικού στρατού. Οι Βούλγαροι από κοινού με τους Σέρβους πολιορκούσαν μανιωδώς την πόλη, της οποία η αρχική ισχυρή αντίσταση καμπτόταν. Το βράδυ της 11ης/24ης Μαρτίου 1913 μία αιφνίδια επίθεση του βουλγαρικού στρατού κατορθώνει να καταλάβει εξωτερικά σημεία της άμυνας της πόλης και την επόμενη νύχτα παρόμοια αιφνίδια νυχτερινή επίθεση οδήγησε στην κατάληψη του φρουρίου της πόλης. Στις 13/26 Μαρτίου 1913 ο διοικητής του φρουρίου Mehmed Şükrü Pasha παραδόθηκε και, έτσι, η πόλη καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, οι οποίοι πλέον θα μπορούσαν να μεταφέρουν το σύνολο των δυνάμεών τους στη γραμμή της Τσατάλτζα, προκειμένου να απειλήσουν την Κωνσταντινούπολη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Batowski, Henryk (1966), “The failure of the Balkan Alliance of 1912”, Balkan Studies 7:1, σελ. 111-122. Διαθέσιμο εδώ
- National Museum of Military History, The Bulgarian Army in the Balkan Wars. Διαθέσιμο εδώ
- Swift, John, Siege of Adrianopole, Britannica. Διαθέσιμο εδώ