Του Χρήστου Αργυρόπουλου,
Ο Μελέαγρος είναι ένας από τους σημαντικότερους ήρωες της Αιτωλίας, όμως, παραμένει άσημος ανάμεσα στους μυθολάτρες. Πέρα από το γεγονός ότι η ιστορία του είναι από μόνη της συναρπαστική, μπορεί κανείς να εντοπίσει και τα στοιχεία προέλευσής της, γεγονός που αναδεικνύει την αλληλεπίδραση του γραμματειακού είδους του έπους με το προϋπάρχον υλικό του. Για τον ήρωα και τις περιπέτειές του μαθαίνουμε από τον Φοίνικα, παιδαγωγό του Αχιλλέα στην Ἰλιάδα (ραψωδία Ι, 527-99), στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να πείσει τον χολωμένο ήρωα να επιστρέψει στη μάχη εναντίον των Τρώων. Σύμφωνα με την αφήγησή του, ο Μελέαγρος ήταν γιός του βασιλιά των Αιτωλών, Οινέα, και της συζύγου του, Αλθαίας. Κάποτε, ο ηγεμόνας ξέχασε να θυσιάσει στην προστάτιδα του τόπου, θεά Άρτεμη, η οποία, ως συνήθως, πήρε την προσβολή βαριά. Για να τιμωρήσει την ασέβεια, έστειλε έναν πελώριο κάπρο να ρημάξει τη γη της Καλυδώνας.
Ο λεγόμενος «Καλυδώνιος Κάπρος» ταλαιπώρησε τόσο το βασίλειο, ώστε ο νεαρός Μελέαγρος έκανε έκκληση βοήθειας για κυνήγι σε άλλες πολιτείες. Έτσι, μαζεύτηκαν στην Αιτωλία πολλοί ήρωες, μεταξύ αυτών και ο αδερφός της Αλθαίας και αρχηγός των Κουρητών, από τη γειτονική Πλυερώνα. Ο ηρωικός άθλος αποδείχθηκε ιδιαίτερα αιματηρός, με πολλούς άνδρες να πέφτουν χτυπημένοι από το ζώο. Στο τέλος, όμως, κι αυτό υπέκυψε στα χτυπήματα, με τον αδερφό της Αλθαίας να τραυματίζει βαριά τον κάπρο και τον Μελέαγρο να δίνει τη χαριστική βολή.
Παρόλα αυτά, η οργή της θεάς δεν υποχώρησε. Έβαλε τώρα τους δύο συγγενείς, θείο και ανιψιό, να τσακωθούν για το ποιος θα κρατήσει το τομάρι του ζώου ως τρόπαιο. Τίνος ήταν το θανατηφόρο χτύπημα; Ο μεν θείος πλήγωσε τον κάπρο αποφασιστικά, ο δε Μελέαγρος του πήρε τη ζωή. Οι Αιτωλοί, με αρχηγό τον δεύτερο, ήρθαν σε ανοιχτή σύγκρουση με τους Κουρήτες και πάνω στη σύρραξη ο ανιψιός σκότωσε τον θείο. Μόλις η Αλθαία έμαθε για τη δολοφονία του αδερφού της, έπεσε στα γόνατα και παρακάλεσε τους θεούς του Κάτω Κόσμου να δώσουν θάνατο στον γιό της. Η είδηση της μητρικής κατάρας έφτασε στα αυτιά του Μελεάγρου, ο οποίος, ακριβώς όπως ο Αχιλλέας, αποτραβήχτηκε από τη μάχη και έμεινε σπίτι του πεισμωμένος. Ο κίνδυνος των Κουρητών δεν είχε εξαλειφθεί, ωστόσο, και με τον πιο ανδρείο πολεμιστή να απουσιάζει, οι εχθροί έφτασαν ως τα τείχη της Καλυδώνας. Μάταια τον προσέγγισαν πρεσβείες Αιτωλών, διακεκριμένες φιγούρες, όπως ιερείς, ο πατέρας-βασιλιάς, η ίδια του η μητέρα ακόμα. Ο ήρωας ήταν ανένδοτος.
Τελευταία στιγμή μόνο, όταν πια οι Κουρήτες κατέλαβαν την πόλη και έβαλαν φωτιά στα σπίτια της, κατόρθωσε η γυναίκα του να τού αλλάξει γνώμη, υπενθυμίζοντας τις συμφορές μιας πολιτείας που κυριεύουν οι εχθροί. Το όραμα ενός τόπου ρημαγμένου, σκοτωμένων ανδρών και σκλαβωμένων γυναικόπαιδων κινητοποίησε τον ήρωα, βγάζοντάς τον στη μάχη. Έτσι, κατόρθωσαν οι Αιτωλοί να διώξουν τους γείτονές τους. Όμως, η αδυσώπητη Ερινύα είχε ακούσει από τα βάθη του Άδη την κατάρα της μάνας και δεν τη λησμόνησε. Την ίδια στιγμή ο Μελέαγρος έπεσε νεκρός.
Ήδη από την Αρχαιότητα, συγγραφείς (Παυσανίας, 10.31.4, Απολλόδωρος, 1.65-73) σημείωναν τη συγγένεια του μύθου αυτού με τοπικά παραμύθια από την Αιτωλία, αλλά και όλο τον ελληνικό χώρο. Έχει, μάλιστα, παρατηρηθεί από λαογραφικές μελέτες η επιβίωση αυτών των προφορικών παραδόσεων μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με την παραμυθική εκδοχή της ιστορίας, μια ανώνυμη μητέρα κρυφάκουσε, κάποτε, τις προφητείες των τριών Μοιρών για το γιό της. Προσποιούμενη πως κοιμάται πλάι του, έμαθε πως τού προσέφεραν η πρώτη ομορφιά και η δεύτερη ανδρεία. Η τρίτη, ανεξήγητα χολωμένη αποφάσισε πως το μωρό θα πεθάνει, μόλις αποκαεί το μεγάλο κούτσουρο που βρισκόταν στην εστία του σπιτιού. Λέγοντας αυτά, οι Μοίρες χάθηκαν και η μητέρα έτρεξε στη φωτιά, άρπαξε το μισοκαμένο ξύλο, το έσβησε και το φύλαξε βαθιά στο σεντούκι της. Δε φανέρωσε σε κανέναν τί είχε ακούσει. Έτσι, το αγόρι μεγάλωσε και πράγματι διακρίθηκε για το κάλλος και την παλικαριά του. Πάνω σε ένα κυνήγι, όμως, ο νεαρός τσακώθηκε με τον θείο του και πάνω στον καυγά τον σκότωσε. Όταν η μητέρα πληροφορήθηκε για το κακό που έγινε, έτρεξε, έβγαλε τον δαυλό από το σεντούκι και τον πέταξε στη φωτιά. Ο γιός της έπεσε νεκρός, μόλις το ξύλο έγινε στάχτη.
Η ομοιότητα μεταξύ των δύο ιστοριών είναι εμφανής. Αν και οι μαρτυρίες που μνημονεύουν αυτή την παραλλαγή είναι μεταγενέστερες από τον Όμηρο, διατηρούν αντιλήψεις πιο πρωτόγονες από αυτές του έπους. Έτσι, το ομηρικό ποίημα συνδιαλέγεται με την προϋπάρχουσα ιστορία, την εμπλουτίζει με προσωπογραφικές και τοπογραφικές λεπτομέρειες και προσαρμόζει τη μεταφυσική της φιλοσοφία στον οριοθετημένο χώρο της επικής ποίησης. Είναι πολύ πιθανό την ίδια μετεξελιγμένη ιστορία – του Μελεάγρου και της Αλθαίας, όχι της ανώνυμης μητέρας και του παλικαριού – να διαπραγματεύθηκαν επικά ποιήματα πριν από την Ἰλιάδα και η μετάβαση από το αρχαϊκό παραμύθι στην πληρέστερη μυθική αφήγηση να έγινε σταδιακά. Ενδέχεται, επίσης, κάποια στοιχεία να είναι καινοτομίες του ποιητή της Ἰλιάδας.
Βλέπουμε, επομένως, θεματικές μεταβολές από το προομηρικό παραμύθι στο ιωνικό έπος. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η αντικατάσταση του μαγικού δαυλού από τη μητρική κατάρα. Μια ιδιοτυπία του επικού μύθου είναι η απομάκρυνση των μαγικών αντικειμένων. Η συμπαθητική σύνδεση του ανθρώπου αντικείμενα έξω από το σώμα του, η «εξωτερική ψυχή», θεωρείται χαρακτηριστικά πρωτόγονη και δεν παρατηρείται στα έπη.
Από την άλλη πλευρά, το μοτίβο της κατάρας είναι εξαιρετικά συνηθισμένο επικό θέμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανάμεσα στον άνθρωπο και τη βούλησή του παρεμβάλλονται θεοί – εδώ ο Πλούτωνας και η Περσεφόνη – και όχι πια μαγικές δυνάμεις, όπως ένας καταραμένος δαυλός. Αυτό είναι κάτι που η ομηρική και αρχαϊκή ποίηση πράττουν συνειδητά: θέλουν να βάλουν σε τάξη το σύμπαν. Για τον λόγο αυτό, η Αλθαία του μύθου είναι αξιοσημείωτα πιο ανίσχυρη σε σχέση με την ομόλογή της στο παραμύθι. Η ζωή του ήρωα δεν κρέμεται αποκλειστικά από τα χέρια της, αλλά χρειάζεται να παρακαλέσει γονυπετής τους θεούς, για να γίνει το θέλημά της.
Η χαμένη παντοδυναμία της εκφράζεται έμμεσα και από το γεγονός πως δεν είναι η μοναδική θηλυκή φιγούρα της ιστορίας. Αξιολογικά τονίζεται ο ρόλος της συζύγου, στην οποία υποκύπτει εν τέλει ο Μελέαγρος. Ο λόγος της έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή των ιερέων, του βασιλιά-πατέρα, ακόμα και της μητέρας-ενόχου. Η έξαρση της συζυγικής αφοσίωσης, η έμφαση στους δεσμούς εξ’ αγχιστείας ανήκει στις κοινωνικές αντιλήψεις του ιωνικού έπους.
Το κείμενο υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα σε μητέρα και σύζυγο. Η Αλθαία αντιδρά με βάση έναν αρχαϊκό, προ-πατριαρχικό κώδικα συμπεριφοράς, όπου ο αδελφός, ως ὅμαιμος έχει μεγαλύτερη αξία από τον γιό, του οποίου το αίμα είναι κατά το ήμισυ «ξένο». Δεν είναι βέβαιο αν στον ελληνικό χώρο υπήρξαν ποτέ μητριαρχικές κοινωνίες και μητρογονική – που δίνει, δηλαδή, βαρύτητα στις οικογενειακές σχέσεις από τη μεριά της μητέρας – σειρά διαδοχής. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως η εμμονή της μητέρας στο δίκαιο του αδερφού αξιολογείται αρνητικά, καθώς οδηγεί στο θάνατο του ήρωα και θέτει σε κίνδυνο την πόλη. Ως απάντηση στα κατάλοιπα του παλιού αυτού κόσμου, έρχεται η σύζυγος. Η δράση της είναι δημιουργική, σώζει την Καλυδώνα.
Οι δύο παραλλαγές, η προγενέστερη, ανεπεξέργαστη και δυναμική, και η επική, πλουσιότερη αφηγηματικά και σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα, αποτελούν στιγμιότυπα ενός παρελθόντος που καμιά άλλη πηγή, ιστορική ή καλλιτεχνική, δεν καταγράφουν. Μας επιτρέπουν, όμως, μια φευγαλέα ματιά στη μεταμόρφωση της προφορικής παράδοσης σε λογοτεχνία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κακριδής, Ι. Θ. (1986), Ελληνική Μυθολογία: Εισαγωγή στο Μύθο, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Κακριδής, Ι. Θ. (1986), Ελληνική Μυθολογία: Οι Ήρωες, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Κερένυϊ Κ. (2012), Η Μυθολογία των Ελλήνων, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία