14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΚόκκινο φύλο

Κόκκινο φύλο


Της Μαρίας Κιοσεπαρά,

Σίγουρα πολλοί από εμάς ακούσαμε τη φράση: Τις γυναίκες δεν τις χτυπάμε ούτε με τριαντάφυλλο. Το αίμα που χύθηκε από τις άγριες δολοφονίες τόσων γυναικών τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας, θα μπορούσε, στα πλαίσια ενός ποιήματος, να συμβολιστεί με κατακόκκινα τριαντάφυλλα, τα οποία θα αποτυπώνουν την οργή, τη θλίψη, την αγανάκτηση, μα πάνω από όλα τα αμέτρητα γιατί. Γιατί τόσες γυναίκες χάσανε τόσο άδικα και βάναυσα τη ζωή τους;

Αν διερωτάται κάνεις για τον τίτλο του ποιήματος αυτού, την απάντηση μπορεί να τη βρει στα μεγάλα μαύρα κεφαλαία γράμματα των τίτλων των ειδήσεων: «Γυναικοκτονία στη Λέσβο: Άνδρας σκότωσε τη σύζυγό του με καραμπίνα», «Γυναικοκτονία στην Κέρκυρα: Πατέρας σκότωσε την κόρη του επειδή δεν ενέκρινε τον σύντροφό της», «Γυναικοκτονία στη Σητεία: Νεκρή 32χρονη μητέρα», «Γυναικοκτονία στα Χανιά: Μία Αμερικανίδα βιολόγος, βιασμένη πολλάκις και δολοφονημένη». Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να γίνει μια διευκρίνηση του όρου γυναικοκτονία, τονίζοντας πως δεν είναι ένα νέο εγκληματολογικό και ανθρωπολογικό φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια, όμως, δολοφονούνται παγκοσμίως γυναίκες κατά κόρον, κάτι που μας δείχνει ότι τα περιθώρια στενεύουν και κανενός είδους εθελοτυφλίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω τραγικά γεγονότα για την κοινωνία μας και πόση αξία δίνεται, τελικά, στη γυναικεία υπόσταση; Άραγε, μπορεί μια γυναίκα να πει «όχι» οποτεδήποτε ή μήπως τα χιλιάδες εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά σε βάρος των γυναικών, φωνάζουν πως το να ανήκει κανείς στο γυναικείο φύλο εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους;

Θα ‘ταν λείαν επιεικώς απαράδεκτο το να αναφερθούμε στον παράγοντα της τύχης, ότι δηλαδή τα θύματα έτυχε να είναι γυναίκες. Όχι, δεν έτυχε καθόλου, απλά απέτυχε. Απέτυχε η κοινωνία να κατοχυρώσει ουσιαστικά ισότιμη μεταχείριση, μα πάνω από όλα να δημιουργήσει ένα υπόβαθρο στο οποίο θα υπάρχει σεβασμός για τη γυναίκα, κατάργηση κάθε πατριαρχικής αντίληψης και στερεότυπου. Θα δινόταν ένα τέλος στο ειδεχθές φαινόμενο της έμφυλης βίας, αν υπήρχε εξ ολοκλήρου διαφορετική γαλούχηση. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Αυτό που συμβαίνει, είναι η συνεχής καταπίεση της γυναίκας, η αντικειμενοποίησή της, η κακοποίηση και η υποτίμησή της. Αυτό που εξοργίζει περισσότερο απ’ όλα, είναι η αδυναμία του να αποδεχθούμε την κατάσταση ως έχει και να δούμε τα πραγματικά αίτια για όλα τα παραπάνω. Όχι, δεν ευθύνεται πάντα η ατομική παθολογία, άλλα η πολιτισμική ιδεοληψία που τροφοδοτεί αυτή την παθολογία, ενισχύοντας τη βίαιη συμπεριφορά. Ας σταματήσουμε, επιτελούς, να επικαλούμαστε ψυχολογικές διαταραχές και να να ζούμε με το κοινωνικό αυτό γίγνεσθαι που ταλαιπωρεί και βασανίζει τη γυναίκα.

Ακόμα και αν, βάσει νόμου, όλα τα εργασιακά, κοινωνικά και βιολογικά δικαιώματά της είναι κατοχυρωμένα, οι ανισότητες υπάρχουν, υποθάλπτονται και στηρίζονται από όλους τους θεσμούς και τις δομές. Αυτές οι ανισότητες είναι που δολοφονούν. Είναι αδήριτη ανάγκη να λάβουμε σοβαρά υπόψιν τα γεγονότα και να αρχίσουμε να αλλάζουμε εκ θεμελίων αντιλήψεις, οι οποίες επιφέρουν τέτοια δεινά. Όσοι αγώνες κι αν έχουν γίνει, η δράση του φεμινιστικού κινήματος είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.

Οι κύκλοι σωματικής, λεκτικής και σεξουαλικής βίας που συχνά οδηγούν σε δολοφονία του θύματος, πρέπει, επιτέλους, να κλείσουν. Αυτό θα συμβεί αν η κοινωνία αρχίσει να παρέχει ουσιαστική ανθρωπιστική παιδεία, αν τα θύματα σπάσουν τη σιωπή τους – διότι πολλές γυναίκες φοβούνται να μιλήσουν για την τραγωδία που βιώνουν – κι αν, επιτέλους, σταματήσει η ενοχοποίηση του ίδιου του θύματος, αυτό, δηλαδή, το «τα ’θελε και τα ’πάθε» που γλιστράει εύκολα από το στόμα μερικών. Το να πει κανείς, άλλωστε, «πήγαινε κι αυτή γυρεύοντας ή ήθελε και τα έπαθε» είναι η εύκολη οδός για να ξεφύγουμε από την αμηχανία που προκαλεί το άκουσμα μιας τέτοιας είδησης, αλλά και να συνεχίσουμε το βόλεμά μας στα τοξικά περιβάλλοντα που έχουμε συνηθίσει, όπου κυριαρχούν τα στερεότυπα και οι σεξιστικές διακρίσεις. Είναι δύσκολος ο δρόμος της διαμαρτυρίας, της αλλαγής. Επιβάλλεται, όμως, να τον ακολουθήσουμε, αλλιώς μπορεί και να βρεθούμε πεσμένες από κανέναν γκρεμό. Γιατί σήμερα, το θύμα δεν το ξέραμε και προχωράμε τη ζωή μας, αύριο, όμως, θα ’ναι το δικό μας άτομο, θα ‘μαστε εμείς.

Όταν καταργείτε η ελευθερία της γυναίκας, καταργείτε πανταχού η ελευθερία. Είναι καθήκον όλων μας να αγωνιστούμε για να ανυψώσουμε την αξία της ανθρώπινης ζωής. Είναι καθήκον όλων μας να μην υπάρχει ασθενές φύλο, αλλά όλοι να είμαστε δυνατοί και ίσοι. Όλα αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα, αφανίζουν κάθε ίχνος πολιτισμού και ανθρωπισμού. Είναι χρέος μας η επανεγκαθίδρυση αυτών. Χρέος μας απέναντι στις ψυχές αυτές. Απέναντι στον εαυτό μας. Απέναντι στο μέλλον.

«Για τα δεμένα χέρια σου που έχεις όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, σε λέω γυναίκα. Σε λέω γυναίκα γιατί είσαι αιχμάλωτη».


Μαρία Κιοσεπαρά

Γεννήθηκε στη Καβάλα το 1996. Σπούδασε Ιστορία και αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και μένει. Το γράψιμο αποτελούσε ανέκαθεν τη δυνατότερη μορφή αυτοέκφρασης της αλλά και το όπλο της όσον αφορά την αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ