Του Τάσου Μοσχονά,
Κανείς δε θα ψευδόταν αν ισχυριζόταν πως το ποδόσφαιρο αποτελεί το πιο δημοφιλές άθλημα στον κόσμο. Με μια τεράστια δημοφιλία στις πλάτες του, καθώς και μια ολόκληρη κουλτούρα να το συνοδεύει, το ποδόσφαιρο για πάνω από 150 χρόνια έχει καταστεί – μαζί με άλλα αθλήματα που απαιτούν την ύπαρξη μπάλας και στόχου – αγαπημένο άθλημα δισεκατομμυρίων ανδρών και γυναικών. Πώς, όμως, φτάσαμε στην κυριαρχία του εν λόγω αθλήματος ιστορικά;. Υπάρχει επαρκής απάντηση στο γιατί τα ομαδικά αθλήματα «διείσδυσης» εξοβέλισαν τα υπόλοιπα και έχουν καταστεί κυρίαρχα;
Στο νέο βιβλίο-εργασία με τίτλο Ποδόσφαιρο και Δυτικός Πολιτισμός των Εκδόσεων Αρμός, ο Αθανάσιος Δρατζίδης επιχειρεί μια πολυσχιδή ανάλυση και παρουσίαση του φαινομένου του ποδοσφαίρου, και, κατ’ επέκταση, της ιστορίας των αθλημάτων του λεγόμενου «δυτικού κόσμου». Ξεκινώντας από την Αρχαία Ελλάδα, διασχίζει τον ρου της ιστορίας, φτάνοντας στον Μεσαίωνα, στον 19ο αιώνα, με την έκρηξη της δημιουργίας των αθλημάτων «διείσδυσης» και, εν τέλει, στο παρόν, με την ολοκληρωτική επικράτησή τους σε παγκόσμια κλίμακα.
Το βιβλίο δεν ακολουθεί μια γραμμική χρονική πορεία, αντιθέτως, επιλέγει να παρουσιάσει στα 21 επιμέρους κεφάλαιά του διαφορετικές εκφάνσεις της αθλητικής ιστορίας, αλλά και του συμβολισμού του ποδοσφαίρου και των κομματιών που το απαρτίζουν, εξαίροντας τη σχέση τους με την πατριαρχία και τον προσδιορισμό τους ως μέσα επιβολής και διάδοσης της αντρικής κυριαρχίας στις «δυτικές» κοινωνίες στο διηνεκές.
Καθ’ όλο το βιβλίο, κεντρικός είναι ο συμβολισμός της διείσδυσης. Ο συγγραφέας, ξεκινώντας από το παράδειγμα της Ιλιάδας, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο τα οξέα αντικείμενα, όπως το φονικό δόρυ συσχετίστηκαν με την επιτυχία και την κυριαρχία στις πολεμικές αναμετρήσεις. Μέσω της γλώσσας τούτη η αίσθηση διαιωνίστηκε (π.χ. με εκφράσεις όπως το «κοφτερό μυαλό») και, εν τέλει, κέρδισε τη μάχη του χρόνου μέσω νέων συσχετισμών στον Μεσαίωνα (σημασία της εξόντωσης του γειτονικού ποιμένα), αλλά και της αποικιοκρατίας, όπως εκφράστηκε με την άνοδο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και την ιμπεριαλιστική της πολιτική.
Η κυριαρχία αυτή, με διάφορους τρόπους και διεργασίες, κατάφερε να μετουσιωθεί σε αθλήματα, που προσιδίαζαν σε πόλεμο και συγκρούσεις. Όπως στην Αρχαία Ελλάδα τα αθλήματα θύμιζαν στρατιωτικές ασκήσεις, έτσι ο συγγραφέας παρουσιάζει την άνοδο συγκεκριμένων αθλημάτων, όπως το ποδόσφαιρο, ως παιχνίδια αναπαράστασης μάχης, που περιλάμβαναν κάποιου είδους διείσδυση μιας μπάλας σε συγκεκριμένο στόχο. Και όπως ακριβώς στον πόλεμο η επιτυχής διείσδυση των βλημάτων για θανάσιμο σκοπό αποτελούσε δείκτη της ικανότητας του πολεμιστή, έτσι και η επιτυχία στο άθλημα, μέσω της επίτευξης του goal, αποτελεί δείκτη ικανότητας όχι μόνο του αθλητή αλλά και του άνδρα.
Ο συγγραφέας, στο σημείο αυτό εισάγει με εναργή τρόπο το έμφυλο κριτήριο, αλλά και αυτό της ανδρικής ματιάς αναφορικά με τη σεξουαλική πράξη και τους συσχετισμούς της με τις κοινωνικές θεωρήσεις περί ικανότητας. Για τον ίδιο, αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο δεν αποτελούν μόνο μια αναπαράσταση πολέμου, αλλά και μια αναπαράσταση της σεξουαλικής πράξης από την κυρίαρχη ανδρική ματιά, με τις όποιες πατριαρχικές της προεκτάσεις. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τους ίδιους τους κανόνες και τον κόσμο του αθλήματος, παρουσιάζει τη γέννηση του ποδοσφαίρου στην Αγγλία και το πώς για χρόνια το άθλημα μαστιζόταν από παραγκωνισμό και ανοιχτή βία. Η εισαγωγή κανονισμών και η χάραξη ορισμένων ορίων ίσως ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, όμως οι συμβολισμοί και η βία παραμένουν και επαναπροσδιορίζονται διαρκώς.
Το ίδιο το άθλημα βρίθει οπτικών ερεθισμάτων, που στο συλλογικό υποσυνείδητο έχουν γραφτεί ως συμβολισμοί της σεξουαλικής επαφής. Το goal συχνά προσιδιάζει στον ανδρικό οργασμό, ενώ το τέρμα στα γυναικεία γεννητικά όργανα. Οι ομάδες συχνά υιοθετούν από τους fans ονόματα πολεμικών αρμάδων ή και όπλων. Η διεκδίκηση της μπάλας συχνά παραπέμπει στη διεκδίκηση του ανδρισμού, ενώ η ήττα και η ισοπαλία αντιμετωπίζονται αρνητικά, γιατί η ομάδα δέχτηκε goal, άρα είχε παθητικό ρόλο, που για μερίδα του κόσμου έχει συσχετιστεί με τη συμπεριφορά μιας γυναίκας ή ενός παθητικού ομοφυλόφιλου στη σεξουαλική επαφή.
Το βιβλίο καταφέρνει να θίξει και το ζήτημα της διάσπασης αυτής της «βίας» από το γήπεδο, εκτός αυτού. Εφόσον ο παίκτης του ποδοσφαίρου γίνεται αντικείμενο λατρείας και υπέρτατο πρότυπο, έπρεπε να βρεθούν τρόποι για διαμοιρασμό της «δύναμής» του στους θεατές. Σταδιακά, λοιπόν, και κατά τον 20ό αιώνα, η ιδεολογία της επιβολής μεταφέρθηκε στους θεατές και μετουσιώθηκε ακόμη και σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, που μεταμορφώνουν την εμπειρία του αθλήματος σε μια απλή κατανάλωση θεάματος και μια παθητική συμμετοχή. Τούτη η παθητικότητα, όμως, δε σημαίνει πως δεν ακούγονται συνθήματα που παραπέμπουν στις δυναμικές του αθλήματος εντός των γηπέδων. Χιλιάδες είναι τα τοξικά, ρατσιστικά, μισογυνικά και ομοφοβικά συνθήματα που ξεστομίζονται από άντρες fans του αθλήματος. Ιδιαίτερα εναργές είναι το παράδειγμα του Euro 2004, με την πλειάδα συνθημάτων από τους Έλληνες fans, που πανηγύριζαν εκστατικά τις επιτυχίες του «πειρατικού», να μπαίνουν στο μικροσκόπιο του συγγραφέα.
Εκτός των άλλων, οι συνέπειες αυτής της μεταστροφής και του χτισίματος της κουλτούρας του ποδοσφαίρου φαίνονται και στην οικονομία, αλλά και στην ορατότητα άλλων αθλημάτων, αλλά και των ίδιων, όταν διαφέρουν από το κυρίαρχο «ανδρικό» πρότυπο. Ο συγγραφέας τονίζει την αφάνεια του γυναικείου ποδοσφαίρου, την κοινωνική πόλωση, αλλά και τους δυσανάλογους πόρους που διατίθενται στο άθλημα, ως δείκτες ενός γενικότερου και πολυσχιδούς προβληματισμού.
Μέσω μιας ιστορικής αλλά και συμβολικής προσέγγισης, σίγουρα το βιβλίο μας φέρνει αντιμέτωπους με μια κυρίαρχη κουλτούρα ποδοσφαίρου, που επεκτείνεται σε ζητήματα φύλου, σεξουαλικότητας, ζωής και, εν γένει, άσκησης εξουσίας και επιβολής. Και μπορεί η απάντηση στα αίτια της κυριαρχίας των αθλημάτων «διείσδυσης» να μην είναι οριστική ή ξεκάθαρη, όμως, σίγουρα το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο. Ειδικά όταν μπροστά στα μάτια μας παρατίθενται από τον συγγραφέα στοιχεία και συμβολισμοί, που μας φέρνουν σε μια δύσκολη θέση συνειδητοποίησης πως ίσως με το ποδόσφαιρο, την κυριαρχία του και την κουλτούρα που το συνοδεύει, διαιωνίζεται μια τοξική βία και πατριαρχική επιβολή, με ρίζες από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.