Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,
Ο Charles de Gaulle καθιέρωσε με την εκλογή του το 1959 όχι μόνο μία νέα πολιτική πραγματικότητα για τη μεταπολεμική Γαλλία, αλλά προώθησε και ένα θεσμικό σύστημα πρωτότυπο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ώστε να αποτελέσει το κατ’εξοχήν πολιτειακό παράδειγμα για το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας με δύο γύρους, δηλαδή την εκλογική αναμέτρηση με την ισχυρή πιθανότητα επαναληπτικού γύρου. Το συνταγματικό αυτό εγχείρημα, το οποίο προέκυψε από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1962 και ενισχύθηκε επί προεδρίας του François Mitterrand, αποτελεί το σύστημα ορόσημο που συναρμόζει τα στοιχεία της κοινοβουλευτικής με την προεδρική δημοκρατία και πλέον είναι γνωστό ως Ημιπροεδρική Δημοκρατία.
Αναλύοντας ένα τέτοιο σύστημα με βάση τα εκλογικά χαρακτηριστικά του, εντοπίζουμε ότι την ύπαρξη μονοεδρικών περιφερειών που εκλέγεται ένας μοναδικός υποψήφιος, ο οποίος συγκεντρώνει περισσότερες ψήφους από το άθροισμα των υπολοίπων –την απόλυτη πλειοψηφία– και εάν όχι, αρκεί η σχετική πλειοψηφία που αντιστοιχεί στη συμμετοχή των υποψηφίων στον επαναληπτικό γύρο, η οποία ισοδυναμεί με το 17% των ψηφισάντων. Εμβαθύνοντας, παρατηρείται ότι η εκλογική επιλογή διευρύνεται, καθότι το εκλογικό σώμα δύναται να ψηφίσει συνειδησιακά αναδεικνύοντας στον πρώτο γύρο εκείνον τον υποψήφιο που υποστηρίζει θερμότερα, ενώ στον δεύτερο γύρο επιστρατεύεται η λογική του «μη χείρον βέλτιστον». Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μεγάλη πολιτική πρόκληση για τους υποψηφίους να εντατικοποιήσουν την προσπάθειά τους για πειθώ και λαϊκή απήχηση κατά τον επαναληπτικό γύρο, κατορθώνοντας έτσι την εγκαθίδρυση μίας σταθερής και ισχυρής κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό, όμως, μπορεί να αποτελέσει και παγίδα, καθότι στον βωμό της εξουσίας πολλοί αναδειχθέντες του πρώτου γύρου επιστρατεύουν οποιαδήποτε διαθέσιμα μέσα εκλογής αποκλίνοντας από τις κομματικοπολιτικές τους αξίες. Η πλειοψηφική λογική, παράλληλα, με τα αναλογικά στοιχεία ενισχύει τα μεγάλα κόμματα, περιορίζοντας τις ελπίδες εκλογής για τους υποψηφίους «τρίτων» κομμάτων.
Προχωρώντας την ανάλυση, πρέπει να καταστεί σαφές το γιατί ένα κράτος να επιλέξει ένα τέτοιου είδους σύστημα. Η απάντηση η οποία δίνεται είναι πολυσύνθετη, διότι το «πάντρεμα» του προεδρισμού και του κοινοβουλευτισμού επιφέρει μεγάλη υστεροφημία για τους θεσμικούς επικεφαλής και ενισχύει την έννοια του ηγέτη εντός του πολιτικού συστήματος. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος, ως επικεφαλής του κράτους που εκλέγεται άμεσα από τον λαό, του δίνει μεγαλύτερο έναυσμα ισχύος στις πολιτικές αποφάσεις και μεγαλύτερη νομιμοποίηση, ιδίως αν λάβουμε υπόψιν τις περιόδους κρίσης που διήλθε η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, η οποία προσπάθησε να ενσωματώσει το στρατιωτικό και αποικιακό παρελθόν της στη σύγχρονη εποχή, ώστε να γίνει πρωτοπόρος του δικαιωματισμού και της ατομικής χειραφέτησης, μέσα όμως από ηγέτες-σύμβολα να την καθοδηγούν.
Ο θεσμικός προβληματισμός, ωστόσο, έγκειται στο ότι παρόλο που υπάρχει ισχυρή εκτελεστική εξουσία, αυτή δεν παύει να είναι δικέφαλη με πιθανότητες του ήδη δοκιμασμένου φαινομένου της συγκατοίκησης (cohabitation), όπου ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν προέρχεται από την ίδια κομματική παράταξη του Πρωθυπουργού, ο οποίος θεωρείται επικεφαλής της κυβέρνησης, εγείροντας προβληματισμούς για την ποιότητα της κυβερνησιμότητας. Η αναθεώρηση του 2008 έδωσε μία πρώτη λύση σε αυτό το αδιέξοδο, ορίζοντας ότι ο ΠτΔ μπορεί να εκλέγεται μόνο για δύο συνεχόμενες φορές. Οι αρμοδιότητές του, όπως ενυπάρχουν στα άρθρα 5 έως 19 του Συντάγματος, περιλαμβάνουν τον διορισμό του Πρωθυπουργού και των λοιπών μελών της Κυβέρνησης με πρόταση του Πρωθυπουργού, καθώς και την παύση τους αν η Κυβέρνηση χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής, τη δημοσίευση των νόμων, την προκήρυξη δημοψηφίσματος με πρόταση της Κυβέρνησης, τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης με τη σύμφωνη γνώμη της Κυβέρνησης, την αρχηγία των ενόπλεων δυνάμεων, τη λήψη εξαιρετικών μέτρων για την αντιμετώπιση σοβαρών κινδύνων σε περίπτωση απειλής των δημοκρατικών θεσμών, της εθνικής ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας, της εκπλήρωσης των διεθνών υποχρεώσεων, την απονομή χάριτος, τη διαπραγμάτευση και επικύρωση διεθνών συνθηκών, τον διορισμό τριών από τα εννέα μελών του Συνταγματικού Συμβουλίου, καθώς και του Προέδρου κ.ο.κ., καθιστώντας τον ως έναν ηγέτη στον οποίο ο λαός εμπιστεύετει την προώθηση της γεωπολιτικής του θέσης καθώς και την εθνική του ασφάλεια, ιδίως αν λάβουμε υπόψιν και τα προβλήματα τρομοκρατίας, τα οποία έχει αντιμετωπίσει με την έξαρση του φονταμενταλισμού.
Από την άλλη πλευρά, οι αρμοδιότητες του Πρωθυπουργού δεν διαφέρουν σημαντικά από το απλό κοινοβουλευτικό σύστημα, με τη σημαντική διάκριση ότι προϊσταται του Υπουργικού Συμβουλίου ο ΠτΔ και όχι ο ίδιος, δημιουργώντας τόσο ένα θετικό κίνητρο για συλλογική διακυβέρνηση με μεγαλύτερη σταθερότητα, αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, αν προσθέσουμε στην εξίσωση τη Γερουσία —τοπικούς κυβερνήτες, κάτι το οποίο αποβαίνει σωτήριο στις μεγάλες εθνικές κρίσεις—, όσο και τον κίνδυνο της ρήξης μεταξύ των δυο τους. Το τελευταίο εξαρτάται σημαντικά από την πειθαρχία και συνοχή που επιδεικνύουν τα κόμματα, αλλά και το κατά πόσο επιτρέπουν να εισχωρήσει ο λαϊκισμός μπροστά στο κομματικό όφελος και την εξουσία, εκτός και αν προέρχονται από την ίδια παράταξη όπου απλά επί του πρακταίου ο Πρωθυπουργός έχει περισσότερο έναν συντονιστικό ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εν τοις πράγμασι δύο πόλοι πολιτικής εξουσίας ερειδόμενοι στα χαρακτηριστικά του γαλλικού πολιτικού συστήματος, ακόμη και στις πιο σκοτεινές εποχές της, συνεχίζουν να διατηρούν τη Γαλλική Δημοκρατία στο προσκήνιο της ισχύος και της πρωτοπορίας, τόσο εσωτερικά όσο και στο ενωσιακό και διεθνές επίπεδο. Ο ΠτΔ καλείται να αποδείξει το ποιόν του, ιδίως εάν έπονται οι βουλευτικές εκλογές των προεδρικών, δείχνοντας σεβασμό και αυτοσυγκράτηση ενώπιον της λαϊκής ετυμηγορίας, επιτυγχάνοντας την πολυπόθητη συναίνεση που επιθυμεί κάθε κράτος για την ευημερία του, αλλά και εδραιώνοντας την υστεροφημία του στα μάτια του γαλλικού λαού, ο οποίος έχει αποδείξει ότι μπροστά στο κοινό όφελος της ατομικότητάς του, καταψηφίζει και αντιδρά σε όποια μορφή επιδιώκει να κάμψει αυτό το αίσθημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Heywood A. (2014), Εισαγωγή στην Πολιτική, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Επίκεντρο
- Παντελής Α. (2016), Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου – Τρίτη Έκδοση Επαυξημένη, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη
- Texte intégral de la Constitution du 4 octobre 1958 en vigueur, conseil-constitutionnel.fr, διαθέσιμο εδώ