20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ σύμβαση ιατρικής αγωγής

Η σύμβαση ιατρικής αγωγής


Της Άννας Τοκμακίδου,

Η έννομη σχέση που συνδέει τον γιατρό με τον ασθενή (ορθότερα, χρήστη υπηρεσιών υγείας, γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 1.4 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ), ορίζεται ότι «στην έννοια ασθενής περιλαµβάνεται κάθε χρήστης υπηρεσιών υγείας») μπορεί να απορρέει από μια σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τη λεγόμενη σύμβαση ιατρικής αγωγής, ή από τη σχέση δημοσίου δικαίου, που προκύπτει από τη χρήση των υπηρεσιών της δημόσιας περίθαλψης.

Η τελευταία υπάρχει, όταν οι ιατρικές πράξεις παρέχονται από το Δημόσιο ή από φορέα που έχει τη νομική μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ). Σε αυτήν την περίπτωση, ο ασθενής δεν συνδέεται συμβατικά με τον γιατρό που παρέχει τις υπηρεσίες του στο Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ και κατ’αποτέλεσμα δεν υπάρχει ατομική ευθύνη του ζημιώσαντος γιατρού έναντι του ασθενούς ή των οικείων του. Τέτοια ευθύνη θα αφορά αποκλειστικά το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ και θα διέπεται από τα α.105-106 ΕισΝΑΚ. Ο γιατρός θα ευθύνεται μόνο έναντι του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ για κάθε ζημία που του προξένησε από δόλο ή βαριά αμέλεια.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, και η ιδιωτική περίθαλψη, κατά την οποία συνάπτεται μια σύμβαση μεταξύ του γιατρού και του ασθενή, που λέγεται σύμβαση ιατρικής αγωγής ή ιατρική σύμβαση ή σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών και ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο γιατρός υπόσχεται την παροχή ιατρικής φροντίδας σε ορισμένο πρόσωπο έναντι αμοιβής (αντιπαροχή). Είναι μια ενοχική, υποσχετική, αμφοτεροβαρής και επαχθής σύμβαση. Κύρια συμβατική υποχρέωση του γιατρού είναι η διενέργεια ιατρικών πράξεων, όπως η εξέταση του ασθενούς, η διάγνωση της κατάστασής του, η διενέργεια της θεραπευτικής αγωγής και η παρακολούθηση του ασθενή, με τήρηση ενός αντικειμενικού προτύπου αυξημένης επιμέλειας. Η υποχρέωση ιατρικής φροντίδας, όμως, δεν εκτείνεται μέχρι και την εγγύηση του αποτελέσματος της ιατρικής πράξης. Μια ειδικότερη υποχρέωση του γιατρού είναι η υποχρέωση λειτουργικής οργάνωσης του ιατρείου του. Εκφάνσεις αυτής της υποχρέωσης αποτελούν ο έλεγχος του βοηθητικού προσωπικού του γιατρού, ώστε να πλαισιώνεται από άτομα με επαρκείς γνώσεις φροντίζοντας για τη σωστή καθοδήγησή τους, η συντήρηση και η χρήση εκσυγχρονισμένων ιατρικών μηχανημάτων στο ιατρείο του και η λήψη μέτρων υγιεινής, όπως η αποστείρωση των εργαλείων του, προκειμένου να αποφευχθούν οι μολύνσεις των ασθενών εξαιτίας της έλλειψης καθαριότητας του χώρου. Άλλη υποχρέωση του γιατρού, η οποία προκύπτει από τη σχέση εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ αυτού και του ασθενούς, είναι η υποχρέωση να εκτελεί ο ίδιος ο γιατρός αυτοπροσώπως την ιατρική πράξη. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο ασθενής επιλέγει τον συγκεκριμένο γιατρό και του εμπιστεύεται το σώμα του, στηριζόμενος στις προσωπικές ικανότητες και την εμπειρία του τελευταίου. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι η αρχή της  αυτοπρόσωπης εκτέλεσης της ιατρικής σύμβασης δεν εμποδίζει τον γιατρό από τη χρησιμοποίηση βοηθών. Θα πρέπει, όμως, η βοήθεια αυτών να περιορίζεται στη διενέργεια δευτερεύουσας σημασίας ιατρικών πράξεων. Κάποιες παρεπόμενες υποχρεώσεις του γιατρού είναι η υποχρέωσή του να ενημερώνει τον ασθενή σχετικά με κάθε ιατρική πράξη, η υποχρέωση τήρησης ιατρικού αρχείου (α.14 ΚΙΔ) και διαφύλαξης ιατρικού απορρήτου (άρ.13.1 ΚΙΔ: «Ο ιατρός οφείλει να τηρεί αυστηρά απόλυτη εχεµύθεια για οποιοδήποτε στοιχείο υποπίπτει στην αντίληψή του ή του αποκαλύπτει ο ασθενής ή τρίτοι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, και το οποίο αφορά στον ασθενή ή τους οικείους του.»).

Πηγή Εικόνας: medandme.gr

Ο αντισυμβαλλόμενος ασθενής έχει, κατ’ αρχάς, ως κύρια υποχρέωση την καταβολή αμοιβής στον γιατρό για τις ιατρικές υπηρεσίες που θα λάβει (α.19 ΚΙΔ: «Ο ιατρός παρέχει τις υπηρεσίες του µε αµοιβή…»). Ωστόσο, γίνεται δεκτό ,σύμφωνα με το α.19.2 ΚΙΔ, ότι ο γιατρός μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του με ή χωρίς μειωμένη αμοιβή, κυρίως εξαιτίας του ανθρωπιστικού χαρακτήρα του επαγγέλματος. Θα πρόκειται για ειδικές κατηγορίες ασθενών, για τους συναδέλφους ιατρούς, για τους συγγενείς των ιατρών και τους φοιτητές ιατρικής. Επιπρόσθετες υποχρεώσεις του ασθενούς είναι πρωτίστως η υποχρέωση να φανερώνει με ειλικρίνεια όλα τα στοιχεία του ιατρικού ιστορικού στον γιατρό, προκειμένου αυτός να έχει μια πλήρη εικόνα της κατάστασης της υγείας του ασθενούς όταν θα προβεί στη διάγνωση και δευτερευόντως η υποχρέωση συνεργασίας και συμμόρφωσης στις οδηγίες του γιατρού, ώστε να διευκολύνεται το έργο του. Αν ο ασθενής παραβιάσει κάποια από τις παραπάνω υποχρεώσεις του, μπορεί να θεμελιωθεί αποκλεισμός ή μείωση της ευθύνης του γιατρού λόγω συντρέχοντος πταίσματος του ασθενούς, κατά το άρ.300 ΑΚ.

Ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει και διχάσει τη νομολογία και τη θεωρία αποτελεί ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης ιατρικής αγωγής. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, με την ειδικότερη μορφή των «εμπιστευτικών ελευθέριων εργασιών» του άρθρου 676 ΑΚ, ενώ κατά μια άλλη άποψη, συνιστά σύμβαση έργου. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη επικρατούσα άποψη, θα είναι μια σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, γιατί ο γιατρός υπόσχεται την παροχή ιατρικών υπηρεσιών και όχι κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το κρίσιμο είναι να ενεργήσει ο γιατρός lege artis, δηλαδή η συμπεριφορά του να ανταποκρίνεται σε ορισμένα πρότυπα και όχι να θεραπεύσει τον ασθενή ή να αποκλείσει κάθε βλάβη του από την τέλεση την ιατρικής πράξης. Αυτό συμβαίνει γιατί ο γιατρός δεν είναι δυνατόν να εγγυάται εκ των προτέρων τη θεραπεία από τη στιγμή που δεν είναι αποκλειστικά στο χέρι του η επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Είναι γεγονός ότι το πώς θα είναι μετά την ιατρική πράξη ο ασθενής δεν εξαρτάται μόνο από τον lege artis χειρισμό του γιατρού, αλλά και από υποκειμενικούς και τυχαίους παράγοντες.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η σύμβαση ιατρικής αγωγής κρίνεται ως σύµβαση έργου. Αυτό µπορεί να συµβεί όταν αντικείµενο της σύµβασης ιατρικής αγωγής είναι κυρίως τεχνικής φύσης ιατρικές πράξεις, οι οποίες αν διενεργηθούν σύµφωνα µε τους κανόνες της ιατρικής επιστήµης, θα οδηγήσουν σε ορισµένο αποτέλεσµα, το οποίο δεν εξαρτάται από την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου οργανισµού. Έτσι, ο γιατρός µπορεί να εγγυηθεί την ορθότητα του αποτελέσµατος και την επιτυχία των ιατρικών πράξεών του. Για παράδειγµα, τέτοιες ιατρικές πράξεις είναι οι εξετάσεις αίµατος, η αξονική τοµογραφία και η τοποθέτηση τεχνητής οδοντοστοιχίας.

Πηγή Εικόνας: empathizedoctor.com

Πώς καταρτίζεται, όμως, η σύμβαση ιατρικής αγωγής;

Η σύμβαση ιατρικής αγωγής είναι μια άτυπη σύμβαση που συνάπτεται ρητά ή σιωπηρά. Σε κάθε περίπτωση, για να καταρτιστεί απαιτείται η υποβολή πρότασης από τον ασθενή και αντίστοιχη αποδοχή από τον γιατρό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πρότασης και αποδοχής είναι η επίσκεψη του ασθενή στο ιατρείο προκειμένου να λάβει ιατρικής φροντίδας και η με οποιοδήποτε τρόπο ανάμιξη του γιατρού ώστε να βοηθήσει τον ασθενή, όπως η εξέταση και η λήψη των στοιχείων του ασθενή. Στο σημείο αυτό, χρήσιμο είναι να εξεταστεί το κατά πόσο ο γιατρός μπορεί να επιλέξει να μην συμβληθεί με ορισμένο ασθενή, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα βαθιά ανθρωπιστικό επάγγελμα. Κατ΄ αρχάς, υφίσταται περιορισμός της συμβατικής ελευθερίας του γιατρού. Σύμφωνα με το α.9.2 ΚΙΔ: «Ο ιατρός δεν μπορεί να αρνείται την προσφορά των υπηρεσιών του για λόγους άσχετους προς την επιστημονική του επάρκεια, εκτός εάν συντρέχει ειδικός λόγος που να καθιστά αντικειμενικά αδύνατη την προσφορά των υπηρεσιών του». Ωστόσο υπάρχουν διατάξεις που επιτρέπουν στο γιατρό, επικαλούμενος την ηθική συνείδησή του, να μην αναλάβει ορισμένο περιστατικό.

Η σύμβαση ιατρικής αγωγής λήγει μόλις επιτευχθεί ο σκοπός της σύναψής της, με τον θάνατο κάποιου από τους αντισυμβαλλόμενους (ΑΚ675) ή με καταγγελία με ή χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου (ΑΚ 672, 676). Τέλος, σύμφωνα με το α.9.4 ΚΙΔ: «Ο ιατρός μπορεί να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών, που ήδη προσφέρει στον ασθενή του, για λόγους επιστημονικούς ή προσωπικούς και εφόσον δεν τίθεται σε άμεσο κίνδυνο η υγεία ή η ζωή του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτήν, οφείλει, εφόσον του ζητηθεί, να υποδείξει άλλο συνάδελφό του για την αναπλήρωσή του.».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • “ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ”, διαθέσιμο εδώ
  • “Η ενδοσυμβατική ευθύνη ιατρού και ιδιωτικής κλινικής από τη σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών”, διαθέσιμο εδώ
  • “ΣΥΜΒΑΣΗ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ;”, διαθέσιμο εδώ
  • Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης – Διάλογος με τη Νομολογία, της Κατερίνας Φουντεδάκη,  Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ, 2018, σελ.18-32

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Μαρία Τοκμακίδου
Άννα Μαρία Τοκμακίδου
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά και έχει συμμετάσχει σε εθελοντικές ομάδες σχετικά με το περιβάλλον, τα ζώα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ενδιαφέρεται κυρίως για θέματα δικαίου ιατρικής ευθύνης και διεθνούς δικαίου, για το σκοπό αυτό έχει παρακολουθήσει συναφή σεμινάρια και έχει πάρει μέρος σε θερινά σχολεία. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τον χορό, τη γυμναστική και τα ταξίδια.