Του Γιώργου Ναθαναήλ,
Χωρίς καμία αμφιβολία, από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή, κάθε ισχυρή πόλη, κάθε καλά οργανωμένο βασίλειο, κάθε πανίσχυρη αυτοκρατορία και, τέλος, κάθε σύγχρονο κράτος που ήθελε να έχει επιρροή κι υπεροχή, έθετε τις βάσεις για μια σταθερή οικονομία. Εξάλλου, μια ισχυρή οικονομία μπορούσε να «καλύψει» πολλές στρατιωτικές ήττες. Ένας τρόπος για να χτιστεί μια οικονομία, είναι να υπάρχει έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία, όμως, διαπιστώνεται πως έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Δε θα βρούμε, εύκολα, να γίνεται εμπόριο ειδών πρώτης ανάγκης μεταξύ διαφόρων περιοχών, αφού κάθε περιοχή προσπαθούσε να καλύψει τις ανάγκες της με όσα παράγονταν σ’ αυτήν. Ωστόσο, δεν πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση πως δεν υπήρχε εσωτερικό εμπόριο. Το παράδοξο, βλέποντάς το εξαρχής, είναι πως διακινούνταν είδη πολυτελείας, γεγονός το οποίο μας οδηγεί στο εύκολο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τις ανώτερες και συνάμα πλουσιότερες τάξεις της βυζαντινής κοινωνίας.
Αλλά, γιατί να κυριαρχούν τα είδη πολυτελείας στο εσωτερικό εμπόριο; Η απάντηση είναι απλή: οι ποσότητες που διακινούνταν δεν ήταν μεγάλες σε αριθμό, με αποτέλεσμα να είναι εύκολο για τους εμπόρους να τις μεταφέρουν. Η μεταφορά εμπορευμάτων ήταν πάντοτε μια επιχείρηση με ρίσκο κι απαιτούσε μεγάλα κεφάλαια, καθώς και χρόνο. Πολλές φορές, ο χρόνος που υπάρχει για εμπορικές συναλλαγές είναι ελάχιστος, καθιστώντας επιτακτική την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
Όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο, η αυτοκρατορία είχε σχέσεις από την αρχή με την Ανατολή. Ίσως ήταν η σταθερότερη αγορά για τους Ρωμαίους, αλλά, εξ όσων γνωρίζουμε, από αυτήν έρχονταν και οι σημαντικότεροι εχθροί της. Ο προαιώνιος εχθρός των Ρωμαίων, οι Πέρσες, ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του εμπορίου της αυτοκρατορίας. Φυσικά, αποτελούσαν το αναγκαίο κακό, αφού, στην πραγματικότητα, η αυτοκρατορία διενεργούσε εμπόριο με τα βασίλεια που βρίσκονταν ανατολικότερα της Περσίας. Έτσι, το κράτος των Σασσανιδών αποτελούσε ένα μεσάζοντα στο ανατολικό εμπόριο των Βυζαντινών. Βέβαια, αυτός ο μεσάζοντας δεν έχανε καμία ευκαιρία και πάντοτε προσπαθούσε να δημιουργήσει προβλήματα στο εμπόριο των Βυζαντινών ή «έσερνε» την αυτοκρατορία σε πόλεμο, προκειμένου να πετύχει ευνοïκότερους εμπορικούς όρους μέσω της συνθήκης ειρήνης.
Επίσης, δεν πρέπει να έχουμε την εικόνα πως η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας ήταν, εξ αρχής, σημαντικό εμπορικό κέντρο. Αντιθέτως, σημαντικότερα εμπορικά κέντρα, μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού Α’ που αναδεικνύεται η σημασία της Κωνσταντινούπολης, είναι η Αντιόχεια κι η Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο. Σ’ αυτές τις πόλεις κατέληγαν οι εμπορικοί δρόμοι της Άπω Ανατολής. Ο Ιουστινιανός Α’ προσπάθησε να παραγκωνίσει τους Πέρσες από το εμπόριο της περιοχής, προσπαθώντας να δημιουργήσει δρόμο από τα βόρεια, μέσω της περιοχής της Λαζικής, καθώς και νότια, προσεγγίζοντας τους Αιθίοπες. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν πέτυχε, αφού οι Πέρσες είχαν παγιωθεί στην περιοχή.
Το εμπόριο των Ρωμαίων στα Βαλκάνια και στη Μαύρη θάλασσα δεν υπήρχε από την αρχή της ύπαρξης της αυτοκρατορίας. Τα Βαλκάνια, για πολλά χρόνια, ήταν μια περιοχή ευρύτερης αναταραχής λόγω των βαρβαρικών επιδρομών, καθώς κι η περιοχή στις βόρειες ακτές της Μαύρης θάλασσας δεν είχε σταθεροποιηθεί ακόμη. Από τα Βαλκάνια, με σημαντικό βυζαντινό κέντρο τη Θεσσαλονίκη, έφθαναν στην αυτοκρατορία μεταλλεύματα από τη Σερβία κι αλάτι από την Τρανσυλβανία, τα οποία μεταφέρονταν μέσω θάλασσας στην Κωνσταντινούπολη και στη Δύση.
Από και προς τη βόρεια Ευρώπη, μέσω της Χερσώνας και του Κιμμερίου Βοσπόρου, εισέρχονταν γουναρικά, ήλεκτρος και δούλοι, κι εξάγονταν προïόντα από την Ανατολή, καθώς και προïόντα παραγόμενα από τους Βυζαντινούς. Το εμπόριο αυτό θα χαθεί σταδιακά όταν, γύρω στον 9ο αιώνα, οι Ρώσοι θα έρχονται, οι ίδιοι, στην Κωνσταντινούπολη, για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους.
Εμπόριο διεξαγόταν και με τους Άραβες, καθώς υπήρχαν αρκετοί εμπορικοί σταθμοί στον αραβικό κόλπο. Ωστόσο, οι Άραβες ήταν, κατά βάση, εχθρικοί στους Βυζαντινούς, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει έντονη εμπορική δραστηριότητα. Επίσης, οι Άραβες ήταν αυτοί που κατέκτησαν ένα σημαντικό μέρος της αυτοκρατορία, οδηγώντας, έτσι, στην ανάδειξη των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας και της Κωνσταντινούπολης σε σημαντικά εμπορικά κέντρα.
Το εμπόριο με τη Δύση, η οποία ήταν ο κυριότερος στόχος των βυζαντινών εμπόρων, υπήρχε πάντοτε. Το εμπόριο της εποχής αφορούσε είδη πολυτελείας και ξεκινούσε από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας. Μέχρι τον 4ο αιώνα οι Δυτικοί έρχονταν στην Ανατολή, αλλά λόγω της πολιτικής μεταβολής αυτό άλλαξε. Οι έμποροι της Ανατολής πηγαίνουν σε πόλεις όπως η Ρώμη, η Ραβέννα, η Καρχηδόνα κι η Νεάπολη. Νέα ώθηση στο εμπόριο με τη Δύση έδωσαν οι κατακτήσεις του Ιουστινιανού, πράγμα που οδήγησε στην ανάπτυξη μεγάλων παροικιών εμπόρων, ακόμα κι από τη Συρία. Ωστόσο, σταδιακά, οι Δυτικοί επανήλθαν στο εμπόριο και κατάφεραν να αποσπάσουν προνόμια από την αυτοκρατορία. Τα πρώτα προνόμια φαίνεται πως δόθηκαν το 992 από το Βασίλειο Β’ στους Βενετούς, σε μια εποχή ακμής για την αυτοκρατορία. Το λάθος της παραχώρησης εμπορικών προνομίων στους Δυτικούς, οδήγησε στην αποδυνάμωση του εμπορικού στόλου της αυτοκρατορίας. Σταδιακά, αυτό οδήγησε στην οικονομική μαράζωση της αυτοκρατορία και, με μαθηματική ακρίβεια, στις στρατιωτικές ήττες και την απώλεια εδαφών.
Βιβλιογραφία
- Steven Runciman, Βυζαντινός πολιτισμός, σελ. 226-248
- Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος, σελ. 479-480 και 485-494
- Συλλογικό έργο από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Ιστορία του Βυζαντίου, σελ. 224-231
Γεννημένος το 1999 και μεγαλωμένος στη Βέροια. Απόφοιτος Γενικού Ενιαίου Λυκείου. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Αρθρογραφεί για την αρχαιότητα, ελληνική και ρωμαϊκή, την μεσαιωνική και βυζαντινή Ιστορία και διετέλεσε αρχισυντάκτης στην ομώνυμη κατηγορία του OffLine Post για έξι μήνες (Ιούλιος-Δεκέμβριος 2019).