Του Άγγελου Μεταλλίδη,
Το έτος 1204, κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας, η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους Λατίνους. Θα ακολουθήσει στη συνέχεια η Partitio Romaniae, δηλαδή η συμφωνία διαμελισμού της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το άρθρο με νούμερο 9 θα ρυθμίσει τα θέματα διανομής των εδαφών μεταξύ των Σταυροφόρων. Την πρωτεύουσα και το ένα τέταρτο του κράτους έλαβε ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος. Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός θα πάρει τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα, ενώ επίσης θα δημιουργηθούν το Δουκάτο των Αθηνών και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, με ηγεμόνες τους Όθωνα de la Roche και Γοδοφρείδο Βιλλεαρδουίνο, αντίστοιχα. Οι Αλέξιος και Δαβίδ Κομνηνός θα δημιουργήσουν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ενώ το κράτος της Ηπείρου θα ιδρυθεί από τον Μιχαήλ Α’ Κομνηνό Δούκα. Τέλος, στη Μικρά Ασία θα ιδρυθεί από τον Θεόδωρο Λάσκαρι η αυτοκρατορία της Νίκαιας, στην οποία αξίζει να σημειώσω ότι θα είναι η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη σε όλη αυτή την περίοδο. Τα κράτη αυτά θα είναι σε διαρκή κόντρα για το ποιο θα είναι ο διάδοχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με όλα τους να προσπαθούν να αποκτήσουν αυτόν τον τίτλο. Οι δυο κύριοι πόλοι ήταν η αυτοκρατορία της Νίκαιας και το κράτος της Ηπείρου, που στόχευαν στην ανακαίνιση της αυτοκρατορίας.
Η ιστορική Νίκαια έμελλε να καταστεί για 57 χρόνια έδρα του εξόριστου πολιτικού και θρησκευτικού βυζαντινού στοιχείου και αποτέλεσε κέντρο διάσωσης και διατήρησης του μεσαιωνικού ελληνισμού. Στρατηγικό και εμπορικό κέντρο, καίρια τοποθετημένο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, διακρίθηκε επίσης ως κέντρο γραμμάτων και πολιτισμού, αφού εκεί έζησαν και έδρασαν κορυφαίοι λόγιοι, όπως ο ιστοριογράφος Νικήτας Χωνιάτης, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης και οι μαθητές του, ο Γεώργιος Ακροπολίτης, αυλικός και ιστοριογράφος των Λασκαριδών, καθώς και ο ηγεμόνας Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρις. Παράλληλα, το κράτος της Νίκαιας θα γίνει «κιβωτός» του ελληνοβυζαντινού στοιχείου και της ορθόδοξης χριστιανικής ιδεολογίας, ενώ ο όρος «Έλληνας», που, μέχρι τότε, στην ύστερη αρχαιότητα και στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, ήταν ταυτισμένος με τους «εθνικούς», άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως αντί του σταδιακά περιοριζόμενου «Ρωμαίος», που στο Βυζάντιο ανέκαθεν χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος τιμής, χωρίς κάποια εθνολογικής υφής ταύτιση ή σημασία.
Πρώτος Λασκαρίδης ηγεμόνας υπήρξε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, η ουσιαστική όμως εγκατάσταση ως ηγεμόνα ήταν αυτή του Θεόδωρου Α’ στη Νίκαια, ύστερα από περιπέτειες, μιας και οι πληθυσμοί δεν τον δέχτηκαν ευνοϊκά, και έγινε στην περίοδο 1205-1208. Η επίσημη στέψη του πραγματοποιήθηκε από τον πατριάρχη Μιχαήλ Δ’ Αυτωρειανό το Πάσχα του 1208 στη Νίκαια. Στην περίοδο αυτή, ο Θεόδωρος αντιμετώπισε την εχθρότητα των νέων κυρίων της Κωνσταντινούπολης, των Λατίνων. Αν και αρχικά ηττήθηκε σε δυο αιματηρές μάχες στις βορειοδυτικές μικρασιατικές ακτές, χάνοντας για μερικούς μήνες σημαντικό τμήμα της Βιθυνίας, ο Θεόδωρος τελικά σώθηκε με την ευνοϊκή παρέμβαση του Βουλγάρου τσάρου Καλογιάν-Ιωαννίτζη, που συνέτριψε με το κουμανικό ιππικό του τους δυτικούς ιππότες στην Αδριανούπολη. Με την εκεχειρία του 1207 και τη συνθήκη του 1214 στο Νυμφαίον με τον δυναμικό Λατίνο αυτοκράτορα Ερρίκο της Φλάνδρας, ο Λάσκαρις κατόρθωσε να διατηρήσει σε γενικές γραμμές τις κτήσεις του, παρά τη σοβαρή του ήττα στις όχθες του ποταμού Ρύνδακος. Αποκορύφωμα της σύσφιξης των σχέσεων του Θεόδωρου με τους Δυτικούς υπήρξε η ευνοϊκή συνθήκη του 1219, της οποίας το λατινικό κείμενο τον αναγνωρίζει ως «lmperatorem Graecorum». Ο Θεόδωρος κατάφερε επίσης να σταθεροποιήσει το ανατολικό σύνορο του κράτους, παρά το γεγονός ότι οι τουρκομανικές επιδρομές στα χριστιανικά εδάφη δεν φαίνεται να σταμάτησαν στα επόμενα χρόνια. Η απειλή, πάντως, του Αλεξίου Γ’ εξέλιπε με τη σύλληψη και τον εγκλεισμό του σε μοναστήρι. Η εχθρότητα, όμως, των ανατολικών χριστιανικών κρατών κατά των Λασκαριδών γρήγορα εκδηλώθηκε. Αλλά ούτε και οι Αρμένιοι της Κιλικίας συνέπραξαν ποτέ ενεργά στο πλευρό του Θεόδωρου Α’, του οποίου o ατυχής δεύτερος γάμος με τη Φιλίππα, ανιψιά του Λέοντα Β’ της Αρμενίας, δεν συνέβαλε καθόλου στην ενίσχυση της συνεργασίας.
Στον Θεόδωρο Α’ οφείλεται η τοποθέτηση των βάσεων για την εξέλιξη του εξόριστου κράτους, όμως ακόμη μεγαλύτερες μεταβολές στη διακυβέρνηση και τη διοίκησή του συντελέστηκαν επί Ιωάννη Γ’ Βατάτζη. Οι σχέσεις του ηγεμόνα με την αυλική και την επαρχιακή αριστοκρατία τέθηκαν σε νέες βάσεις με τον σταδιακά αυξανόμενο έλεγχό τους εκ μέρους του συμπαγούς κρατικού μηχανισμού, κάτι που οδήγησε στον περιορισμό των αυτονομιστικών κινημάτων. Κύρια χαρακτηριστικά των μεταβολών που συντελέστηκαν ήταν η απλοποίηση του κρατικού μηχανισμού και η εξάρτηση των μελών της αριστοκρατίας, όσον αφορά τους τίτλους και τα αξιώματα που κατείχαν οι αριστοκράτες, καθώς και τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί. Παράλληλα, η εξωτερική πολιτική του Βατάτζη χαρακτηρίζεται από στρατιωτικές επιτυχίες κατά των Βουλγάρων, των Λατίνων της Ρωμανίας και του αντίζηλου ηπειρωτικού κράτους. Ως το 1225 οι Λατίνοι είχαν εκκενώσει τη Μικρά Ασία, εκτός από τη λωρίδα της Νικομήδειας, ενώ τα νησιά Σάμος, Χίος, Λέσβος, Κως και Ικαρία είχαν αναγνωρίσει την επικυριαρχία της Νίκαιας. Το «ζενίθ» των επιτυχιών υπήρξε η κατάληψη από τον Βατάτζη της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης, που από το 1224 είχε περιέλθει στην κατοχή του Θεόδωρου της Ηπείρου.
Την εντυπωσιακή ανάπτυξη της Νίκαιας αξιοποίησε, αρκετά χρόνια αργότερα, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, πραγματοποιώντας το όραμα της ανακατάληψης της Βασιλεύουσας, ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη του νίκη στη μάχη της επί της τριπλής συμμαχίας της Ηπείρου, της Σικελίας και των Φράγκων του Μορέως. Φυσικά, όπως είναι γνωστό, για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης χρειάστηκε και αρκετή τύχη. Η ανακατάληψη έγινε έπειτα από ένα τυχαίο γεγονός στις 25 Ιουλίου 1261, ενώ η λατινική φρουρά της απουσίαζε σε επιχειρήσεις στα νότια του Ευξείνου Πόντου. Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, που έτυχε να περιπολεί στην περιοχή, έγινε εύκολα κύριός της, ενώ ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β’ με τον Βενετό πατριάρχη διέφυγαν στη Δύση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιαρένης, Η. (2008), Η συγκρότηση και η εδραίωση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας: ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Α’ Κομνηνός Λάσκαρις, Αθήνα: Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών.
- Λάππας, Ν. Α., Πολιτική ιστορία του κράτους της Ηπείρου κατά το 13ο αι., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2007. Διαθέσιμο εδώ.
- Πεταλάς, Σ. Γ., Η δημοσιονομική πολιτική του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222-1254), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2014. Διαθέσιμο εδώ.
- Σαββίδης, Α. Γ. Κ., Δεριζιώτης Λ. Α. (2011), Ιστορία του Βυζαντίου: με αποσπάσματα από τις πηγές, 3η έκδ. συμπληρ. και εμπλουτ., Αθήνα: Εκδ. Πατάκη
- Σαραντίδης, Κ. Δ., Εκκλησία, πολιτισμός και πολιτική στην αυτοκρατορία της Νικαίας (1204-1261). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Θεολογίας, 2017. Διαθέσιμο εδώ.
- Σαρσάκης, Ιωάννης Α. (2018), Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης ο Άγιος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. 3η έκδ. Θεσσαλονίκη: Ορθόδοξος Κυψέλη.