11.9 C
Athens
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ διανόηση και η πολιτική σκέψη του Ισοκράτη

Η διανόηση και η πολιτική σκέψη του Ισοκράτη


Του Θεοχάρη Χατζημανώλη,

Στην ύστερη κλασική αρχαιότητα, η φιγούρα του Ισοκράτη αποτελεί μία από τις επικρατέστερες στο χώρο της ρητορικής και της διανόησης. Ο Ισοκράτης, παραδοσιακά, αποτελεί τμήμα του λεγόμενου κλασικού κανόνα, έχοντας επιχειρήσει την εφαρμογή της δικής του καθολικής μεθόδου και έχοντας αφήσει το στίγμα του στην ιστορία των ιδεών.

Ο Ισοκράτης ήταν γόνος εύπορης οικογένειας και έλαβε την εξαιρετικότερη δυνατή μόρφωση της εποχής του. Δάσκαλός του υπήρξε ο Γοργίας Λεοντίνος, γνωστός σοφιστής και πρωτοπόρος της ρητορικής, ενώ λόγος γίνεται για διδακτική αρωγή από τον σοφιστή Πρόδικο ή και τον πολιτικό Θηραμένη. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η οικογένειά του πέρασε σε κατάσταση ύφεσης και είναι πιθανόν, ο ίδιος, να εργάστηκε ως λογογράφος . Γύρω στα 390, ιδρύει ρητορική σχολή στην Αθήνα, την οποία θα διευθύνει έως τον θάνατό του. Η σχολή πετυχαίνει γρήγορα στην ανταγωνιστικότητα που χαρακτήριζε το πολύβουο εκπαιδευτικό περιβάλλον της Αθήνας. Εντάσεις προκύπτουν μεταξύ του Ισοκράτη και του Αριστοτέλη, επί της ουσίας, μάλλον, στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού ανταγωνισμού.

Όσον αφορά τη λογοπαραγωγική του δραστηριότητα, πρέπει να ληφθεί υπόψιν η βασική παράμετρος της προτίμησης του γραπτού λόγου, έναντι της προφορικής δημόσιας εκφώνησης. Ο ίδιος περιγράφεται ως εσωστρεφής και έχων αδύναμη φωνή στις πηγές. Η ιδεολογία του, την οποία θα εξετάσουμε στη συνέχεια, συνδέεται, εν μέρει, με αυτή τη μεροληψία υπέρ της γραπτής έκφρασης, την οποία θεωρούσε πηγαία ανώτερη και χρονικά αμετάβλητη. Αυτό σημαίνει, πως κάθε φορά που γίνεται αναφορά σε κάποιονωρητορικό του λόγο, νοείται αποκλειστικά η έκδοση του σε γραπτό κείμενο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σχετικά με το παραστατικό κομμάτι της ρητορικής και την πλασματικότητα των προτροπών.

Γενικά, η στοχοπροσήλωση της ρητορικής του Ισοκράτη διέφερε από τη λοιπή αττική ρητορική. Ο Ισοκράτης δεν αποδέχοταν να εντιτλίζεται ως ρήτορας, αλλά ως φιλόσοφος (αν και δεν είναι δόκιμος ο χαρακτηρισμός) και δεν εξέδωσε ποτέ μία Τέχνη Ρητορική. Απέφευγε την επικαιρική χρήση της ρητορικής ως μίας αμιγούς μεθοδολογίας (μίας τέχνης) και επιχειρούσε να την αναδείξει ως τμήμα του επιστημολογικού αξιακού κανόνα, όπως ίσχυε με την ιστοριογραφία του Θουκυδίδη ή με τη φιλοσοφία. Επικέντρωνε τα ενδιαφέροντα της ρητορικής μεθόδου στην ηθικοδιδακτική προτροπή, η οποία αποσκοπούσε στο παρασκευαστικό στάδιο της διαμόρφωσης ενάρετων Αθηναίων πολιτών. Επομένως, συνέδεσε την οντολογία της ρητορικής με την αρχαία αθηναϊκή, αρεταϊκή ηθική. Στο θέμα της εκπαιδευτικής του πρακτικής, άξια αναφοράς είναι η αντίθεση του με τον Πλάτωνα. Τα δύο ρεύματα εκπαίδευσης που προκύπτουν στη συνέχεια, από αυτόν τον ετεροκαθορισμό, αντικατοπτρίζονται σε δύο σχολές, την πλατωνική Ακαδημία και την (πιθανότατα) πρώτη αθηναϊκή ρητορική σχολή του Ισοκράτη. Οι πλατωνιστές αναγνώριζαν την πρωτοκαθεδρία της φιλοσοφίας (από τα μαθηματικά έως και τη μεταφυσική) σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, ενώ οι ισοκρατικοί τη «φιλοσοφία» της ρητορικής, την οποία ο Ισοκράτης επιχείρησε να παγιώσει ως τρόπο προσέγγισης κάθε διαλογικής κατάστασης.

Η θεματολογία του ρητορικού του έργου, λοιπόν, ποικίλλει, αν και, γενικά, ως άξονα της δημιουργίας του, είναι ασφαλές να θεωρούμε στο μεγαλύτερο βαθμό τη μετά φιλοσοφικών καταβολών διανόηση του. Οι ρητορικοί του λόγοι, αρχικά, διαφοροποιούν τη θέση του από αυτή των υπόλοιπων ρητόρων και σοφιστών (π.χ. ο λόγος Κατά τῶν σοφιστών). Το 380 γράφεται ο Πανηγυρικός, ένα αριστουργηματικό πολιτικό κείμενο, που θα μπορούσε, ίσως, να χαρακτηριστεί και ως μανιφέστο, στο οποίο προτείνεται η συνεργασία των ελληνικών πόλεων εναντίον του αναμφίβολου εχθρού τους, του περσικού βασιλείου, η κατάργηση της Ανταλκιδείου ειρήνης και, ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η ανάγκη αναγνώρισης της ηγεμονικής θέσης της Αθήνας στο εγχείρημα αυτό, λόγω της πολιτιστικής της αίγλης. Γύρω στα 373, μετά την καταστροφή των Πλαταιών από τους Θηβαίους, γράφει τον Πλαταϊκό, όπου εκφράζει την αντίθεση μεταξύ δύο εκ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, την Αθήνα και τη Θήβα, και στρέφει την προσοχή των αναγνωστών στην πολιτική σημασία της αθηναϊκής διπλωματικής επιρροής και την αξία της πολιτικής παρέμβασης. Την περίοδο του Συμμαχικού πολέμου (357-355) γράφονται ο Ἀρεοπαγιτικός και ο λόγος Περὶ Εἰρήνης, που είναι ενδεικτικοί της στροφής των ενδιαφερόντων του ρήτορα στα θέματα της ανόρθωσης του αθηναϊκού κράτους, τόσο πολιτειακά (στην περίπτωση του Αρεοπαγιτικού), όσο και ως προς την πάγια εξωτερική πολιτική των Αθηναίων (στο έργο Περί Ειρήνης), την οποία θεωρεί ιμπεριαλιστική και, ταυτόχρονα, επιζήμια. Το κύκνειο άσμα του, ο Παναθηναϊκός, τον οποίο ο ίδιος μας πληροφορεί πως τον έγραψε από τα 94 του χρόνια έως τα 97, όταν, πλέον, η Ελλάδα υπόκειτο στη βασιλεία των Μακεδόνων, είναι προβληματικός, κυρίως σε θέματα οργανωτικής δομής. Με λίγα λόγια, ο Ισοκράτης υπερασπίζεται τις θέσεις του ως προς τις παιδαγωγικές του πρακτικές στην εισαγωγή και στη συνέχεια, εγκωμιάζει την ανωτερότητα της Αθήνας, ενώ καταλήγει σε μία σύζευξη των πολιτευμάτων, την οποία υποδεικνύει ως διοικητικά καλύτερη.

Στη γενική αποτίμηση του συνόλου του έργου του, ο Ισοκράτης φαίνεται περισσότερο ένας ιδεαλιστής, κυνηγός του εξεζητημένου και του άρτιου – το οποίο ορίζει ορθολογικά – και λιγότερο ένας συμβιβαστικός ρεαλιστής – πραγματιστής. Η πανελλήνια ιδέα που ξεπροβάλλει, πολλές φορές, στο ισοκρατικό έργο, είναι και η καρδιά της πολιτικής σκέψης του ρήτορα. Αν θα έπρεπε να διαχωρίσουμε τα στάδια εξέλιξης της πανελλήνιας ιδέας ως προς τον τρόπο πρόσληψης και έκφρασης της από τον Ισοκράτη, διαιρετική βάση θα έπρεπε να είναι το ποιος αρμόζει να ηγηθεί των ενοποιημένων Ελλήνων στον αγώνα τους κατά των Περσών. Στην αρχική διατύπωση της πολιτικής αυτής θέσης, ως αφετηρία της πρακτικής προέκτασης του θέματος αυτού προτείνεται η Αθήνα, όπως μας εκδηλώνεται στον Πανηγυρικό, ενώ, στο τέλος, η ισοκρατική διανόηση ρέπει από τον πατριωτικό ουτοπισμό στον πραγματιστικό συμβιβασμό και αποδέχεται, ως αναγκαιότητα, την ηγεσία των Μακεδόνων στον ελληνικό κόσμο.

Η όραση του Ισοκράτη πάνω σε θέματα κρατικού προσδιορισμού ανοίγει νέους ορίζοντες στην εξέλιξη των θεσμών και την πρόσληψη της εξουσίας από το κοινωνικό υπόστρωμα. Αυτοί, αφ’ ενός ερμηνεύονται ως μία ιστορική αναγκαιότητα και συνακολούθως επιβεβαιώνουν την κοινωνική ευαισθησία και ενσυναίσθηση του Ισοκράτη ως πολιτικού διανοητή, αφ’ ετέρου εκδηλώνουν την αντίθεση των ιδεών του ρήτορα και την ιδεολογική του μεταστροφή από την προσκόλληση, κατά έναν συντηρητικό τρόπο, στο εξιδανικευμένο παρελθόν της κλασικής Αθήνας, στην αναγνώριση της αναπόδραστης εξαφάνισης των κρατικών ιδιαιτεροτήτων κάθε μίας ξεχωριστής, αρχαιοελληνικής πόλεως.

Στα θέματα εσωτερικής συγκρότησης των κρατών, καταλυτικό ρόλο για την ερμηνεία του ισοκρατικού στοχασμού έχει ο Αρεοπαγιτικός λόγος. Γενικά, ο Ισοκράτης φαίνεται πως υπήρξε υποστηρικτής του μετριοπαθούς έναντι του ριζοσπαστικού, όσον αφορά τον χαρακτήρα της δημοκρατίας. Τα προβλήματα που αξίζει να αναφέρουμε, αφορούν τη μεθοδολογία του Ισοκράτη και είναι δύο. Το πρώτο σχετίζεται με την εμμονή του Ισοκράτη να εκθειάζει την έκφανση του Αθηναϊκού πολιτεύματος, όπως αυτό ήταν διαμορφωμένο κατά τον 5ο αιώνα. Η αποδιοπομπή, σε εξιδανικευμένες επικλήσεις, μίας παρελθούσας «πραγματικότητας», καθίσταται ενίοτε απλουστευτική και δυσχεραίνει τη ρεαλιστική αντιμετώπιση των καταστάσεων. Το δεύτερο αφορά τη χρήση της ρητορικής ως απόλυτης μεθόδου για την εκδήλωση και ανάπτυξη του πολιτικού «μανιφέστο». Οι συμβάσεις της ρητορικής καθηλώνουν τον ρήτορα στην αναζήτηση της στεντόρειας ρήσης, του δυναμικού ρητορικού σχήματος, ενώ, ταυτόχρονα, η συνολική ρητορική σύνθεση είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να απευθύνεται σε συγκεκριμένο ακροατήριο (στην προκειμένη περίπτωση αναγνωστικό κοινό). Ταυτόχρονα, εύλογα είναι και τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με τη συμφεροντολογική υστεροβουλία του γράφοντος. Γενικά, ο Ισοκράτης, στο λόγο αντιτίθεται ουσιαστικά στις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη το 462 και φέρεται να ομογενοποιείται με τους εκφραστές των αντιδημοκρατικών φρονημάτων. Επί της ουσίας, μέσω των ρητορικών σχημάτων και της επιχειρηματολογικής επιτήδευσης, επιδιώκει εγκωμιαστικά την αναβίωση ενός τιμοκρατικού καθεστώτος (παρόμοιο με αυτό του Σόλωνα και του Κλεισθένη), το οποίο, όμως, στην εφαρμογή του πρόκειται, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο, για μία μετριοπαθή ολιγαρχία («αριστοκρατία» κατά την αριστοτελική πολιτειολογική φιλοσοφία). Ιδανικός τοποτηρητής της ηθικής λειτουργίας των θεσμών της Αθήνας σε αυτό το πολίτευμα, ορίζεται ο Άρειος Πάγος.

Ο Ισοκράτης, παρά τις όποιες εμμονές του σχετικά με την πρωτοκαθεδρία της ρητορικής μεθόδου και του γραπτού λόγου, επηρέασε τον ρου της ανθρώπινης σκέψης. Η επιρροή του παραμένει ζωντανή έως και σήμερα, έως κάποιον βαθμό.


Θεοχάρης Χατζημανώλης

Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1999. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Στα ενδιαφέροντα και τις δράσεις που αναπτύσσει συμπεριλαμβάνονται θεματικές ενότητες πολιτικής, ιστορίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και κριτικής της τέχνης. Συμμετέχει σε πολιτικές προσομοιώσεις, επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες και ασχολείται από την παιδική του ηλικία με το θέατρο. Γνωρίζει αγγλικά και ιταλικά. Στο OffLine Post γράφει ιστορικά θέματα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ