Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Στο περιθώριο της τριήμερης συζήτησης επί της προτάσεως μομφής έναντι της Kυβέρνησης Μητσοτάκη που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, έγινε σαφές με ποιον τρόπο οι πυλώνες του σημερινού καχεκτικού δικομματισμού θα επιχειρήσουν να ανακόψουν την ανοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ. Το ζήτημα που ανέκυψε σχετικά με την ώρα της συνεδριάσεως της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος προοιωνίζει τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Από το 2017 κιόλας, όταν έθεσε εαυτόν για πρώτη φορά στην κρίση του κόσμου της Δημοκρατικής Παράταξης, διεκδικώντας την αρχηγεία του Κινήματος Αλλαγής, ήταν σαφές ότι η αχίλλειος πτέρνα του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν η απουσία του από τη Βουλή. Το γεγονός ότι δεν είχε εκλεγεί βουλευτής του στερούσε τη δυνατότητα της παρουσίας στις μεγάλες διαλογικές αναμετρήσεις των Προέδρων των Κοινοβουλευτικών Ομάδων από του βήματος του Ναού της Δημοκρατίας. Το γεγονός αυτό έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι κοινοβουλευτικοί ανθυποψήφιοί του και σίγουρα βάρυνε στην αξιολόγηση των ψηφοφόρων. Το ίδιο ζήτημα, φυσικά, εξακολούθησε να υφίσταται και στην εσωκομματική αναμέτρηση του περασμένου Δεκεμβρίου. Μόνο που αυτή τη φορά τα πλεονεκτήματα που συγκέντρωνε η υποψηφιότητά του υπερκέρασαν στη συνείδηση των μελών και των φίλων του κόμματος το συγκεκριμένο μειονέκτημα. Η κίνηση της προώθησης του Μιχάλη Κατρίνη στην Προεδρεία της Κ.Ο. συνέβαλε έτι περαιτέρω στην άμβλυνση των συνεπειών της απουσίας Ανδρουλάκη από τη Βουλή, μιας και, κατά κοινή ομολογία, ο βουλευτής μέχρι στιγμής υπηρετεί επάξια τον ρόλο του.
Ήταν, όμως, ζήτημα χρόνου, το ιδιότυπο αυτό σχήμα διοίκησης να δοκιμαστεί σκληρά. Ο Ανδρουλάκης, προκειμένου να μετριάσει τις επικοινωνιακές απώλειες από την απουσία της βουλευτικής ιδιότητος, έχει επιλέξει να πραγματοποιεί ομιλίες στην Κ.Ο., η οποία συνεδριάζει στο κτήριο της Βουλής. Οι τοποθετήσεις του μεταδίδονται τηλεοπτικά και έτσι καταφέρνει να κάνει αισθητή την παρουσία του και εντός του Κοινοβουλίου.
Την ίδια στιγμή, φαίνεται πως η τακτική του αποδίδει καρπούς, μιας και το ΠΑΣΟΚ, με κεκτημένη ταχύτητα από την άκρως επιτυχημένη διοργάνωση των εκλογών ηγεσίας και με αέρα ανανέωσης, σε συνδυασμό με τη φθορά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, καταγράφει εντυπωσιακή άνοδο στις δημοσκοπήσεις. Πλήττει καίρια τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προσελκύοντας κεντρώους ψηφοφόρους, οι οποίοι τον ψήφισαν το 2019 και εξακολουθούν μέχρι πρόσφατα να τον στηρίζουν κυρίως λόγω απέχθειας προς τον ΣΥΡΙΖΑ και απουσίας αξιόπιστης εναλλακτικής. Πλέον βλέπουν κάτι να αλλάζει στο ΠΑΣΟΚ, μιας και η σκληρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση συνοδεύεται με σοβαρά επιχειρήματα και κυρίως με αυτοπεποίθηση, καθότι πλέον δεν ταλαιπωρείται από τον ψυχαναγκασμό της διαρκούς επιβεβαίωσης μιας «προοδευτικής ταυτότητας», που το είχε οδηγήσει σε λογικά άλματα και γραφικότητες το προηγούμενο διάστημα.
Κάνει μεγάλη ζημιά στον Αλέξη Τσίπρα, μιας και το σχέδιό του για απόλυτη κυριαρχία στον χώρο της λεγομένης Κεντροαριστεράς μοιάζει να ναυαγεί οριστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε μπορεί ούτε θέλει να μετατραπεί σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ του 40%+. Δεν κερδίζει από τα Αριστερά, δεδομένου ότι η συγκυβέρνηση με την Ακροδεξιά του Πάνου Καμμένου και το τρίτο και χειρότερο όλων των Μνημονίων τον έχουν οδηγήσει στο να απωλέσει κάθε αξιοπιστία. Χάνει, την ίδια στιγμή, πασοκογενείς ψηφοφόρους, οι οποίοι, απογοητευμένοι από το Κίνημα και αποστρεφόμενοι τη ΝΔ, πύκνωσαν τις γραμμές του την προηγούμενη δεκαετία, αλλά πλέον δεν βλέπουν προοπτική κι έχουν απαυδήσει από αριστερίστικες αγκυλώσεις και πεζοδρομιακές συμπεριφορές σαν αυτές του Πολάκη.
Ο κ. Μητσοτάκης, λοιπόν, χάνει το Κέντρο και ο κ. Τσίπρας τους πασοκογενείς. Ο πρώτος συνειδητοποιεί ότι πλέον ο υγιεινός περίπατος τελειώνει κι ο δεύτερος ότι δεν έχει δεδομένη ούτε καν τη δεύτερη θέση στις επόμενες εκλογές. Λογικό, λοιπόν, και οι δύο να στραφούν εναντίον του ΠΑΣΟΚ, με όχημα το βασικό μειονέκτημα του Προέδρου του. Ο Μητσοτάκης ξέρει ότι οι Κεντρώοι ψηφοφόροι επιθυμούν κυρίως την σταθερότητα, η οποία πηγάζει από την κυβερνησιμότητα. Κατά συνέπεια, επενδύει στο γεγονός ότι, αντί ενός δυνάμει Πρωθυπουργού να παλεύει από το βήμα της Βουλής με τους αντιπάλους του, θα δουν έναν «υπηρεσιακό» Πρόεδρο Κ.Ο να το κάνει.
Ο Τσίπρας γνωρίζει ότι η αντι-δεξιά νοοτροπία που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του παλαιού ΠΑΣΟΚ επιβάλλει την παρουσία ενός ηγέτη που θα κατακεραυνώνει σε ζωντανή, προσωπική μονομαχία τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Ένας από τους λόγους, άλλωστε, που οδήγησαν τον Τσίπρα στην κατάθεση της πρότασης μομφής ήταν και η επιδίωξη του πλήγματος στον Ανδρουλάκη: να συσπειρώσει τον ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάζει τάσεις αποσύνθεσης και να πλασαριστεί ως ο ηγέτης της Κεντροαριστεράς, πετώντας το μπαλάκι της υπερψήφισης ή μη της πρότασης μομφής στον Ανδρουλάκη, ο οποίος αφενός αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφετέρου δηλώνει αντίθετος στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών όσο ο κορωνοϊός καλπάζει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η προσωρινή απόρριψη εκ του Προέδρου της Βουλής του αιτήματος του Κινήματος Αλλαγής για παραχώρηση αίθουσας συνεδρίασης της Κ.Ο. στερούσε τη δυνατότητα από τον Ανδρουλάκη να διασαφηνίσει και τους λόγους που το κόμμα του επέλεξε να υπερψηφίσει την πρόταση μομφής. Πέραν των καθαρά πολιτικών λόγων, οποιαδήποτε διαφορετική συμπεριφορά θα αντίβαινε στην ουσία της συνταγματικής τάξεως: Το Κίνημα Αλλαγής είναι κόμμα της αντιπολίτευσης, που ουδέποτε παρείχε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, καταψηφίζοντάς την, επίσης, και στο πλαίσιο κορυφαίων κοινοβουλευτικών διαδικασιών, όπως η ετήσια ψήφιση του Προϋπολογισμού.
Την ίδια στιγμή, η υπερψήφιση της κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ δε θα πρέπει να ερμηνευτεί ως συμφωνία με την ανερμάτιστη και καιροσκοπική του στρατηγική. Την ίδια στιγμή που αναβάλλει το συνέδριο και τις υπόλοιπες εσωκομματικές του διαδικασίες λόγω της πανδημίας, ζητεί εκατομμύρια πολίτες να συρρεύσουν στις κάλπες! Ευτελίζει δε για ακόμη μία φορά την κοινοβουλευτική λειτουργία, κάνοντας χρήση του «όπλου» της πρότασης μομφής μόνο και μόνο για να ξεφύγει από τα εσωτερικά του αδιέξοδα. Όταν είναι απολύτως σαφές, μάλιστα, ότι ο συσχετισμός δυνάμεων και η πολιτική συγκυρία αποκλείουν πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη διά της συγκεκριμένης οδού, η θέση του Ανδρουλάκη είναι απολύτως ξεκάθαρη και συνεπής. Το ίδιο βέβαια ξεκάθαρη είναι και η στόχευση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που από διαφορετικές αφετηρίες σπεκούλαραν εναντίον του, όταν δεν ήταν ακόμη σίγουρο το αν θα έχει τη δυνατότητα να απαντήσει ο ίδιος έστω σε επίπεδο Κ.Ο. .
Η απουσία Ανδρουλάκη από τη Βουλή είναι μειονέκτημα για τον ίδιο και το ΠΑΣΟΚ. Σε εσωκομματικό πολιτικό επίπεδο κρίθηκε στις τελευταίες εσωκομματικές κάλπες. Σε ευρύτερο επίπεδο γίνεται μέχρι στιγμής επιτυχημένη προσπάθεια, ώστε να στοιχήσει όσο το δυνατόν λιγότερο. Το βέβαιο είναι ότι τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν σε κάθε ευκαιρία. Πλέον, όμως, η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται δείχνει να ξεπερνάει αυτούς τους σχεδιασμούς…