12.6 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στην Πολιτική Δικονομία

Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή στην Πολιτική Δικονομία


Της Παρής Στεφανή,

Θεωρία και νομολογία συμφωνούν πως η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή αποτελεί διαδικαστική πράξη που ρυθμίζεται από το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, και ως προς τις προϋποθέσεις, αλλά και ως προς τις συνέπειες που προκύπτουν. Ζήτημα, όμως, τίθεται ως προς το είδος της διαδικαστικής αυτής πράξης.

Συγκεκριμένα, κατά μία άποψη, πρόκειται για μια σύνθετη διαδικαστική πράξη, με την οποία παρέχεται, όχι μόνο πρόσκληση για συμμετοχή του δικονομικού εγγυητή στη δίκη, αλλά και «συγκεκαλυμμένη» αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, η οποία αποσκοπεί στην αναγνώριση της εγγυητικής ευθύνης που έχει ο προσεπικαλούμενος έναντι του προσεπικαλέσαντος. Με αυτόν τον τρόπο, προστίθεται νέο αντικείμενο στην εκκρεμή δίκη, που συνεκδικάζεται με την κύρια δίκη. Πάντως, έχει κριθεί, ότι σε περίπτωση που στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δεν έχει σωρευθεί παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, το δικαστήριο της κύριας αγωγής, μετά την αποδοχή της αγωγής, δε θα ασχοληθεί καθόλου με την προσεπίκληση, από τη στιγμή που δεν περιλαμβάνεται ιδιαίτερο αίτημα για αποζημίωση.

Κατ’ άλλη άποψη, πρόκειται για διαδικαστική διαμορφωτική πράξη, που διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης. Στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή γίνεται δεκτό ότι ο προσεπικαλούμενος καθίσταται διάδικος μόνο έναντι του προσεπικαλέσαντος και υπό την προϋπόθεση εμφάνισης μέσω της άσκησης πρόσθετης παρέμβασης, εν αντιθέσει με τα δύο άλλα είδη προσεπίκλησης, δηλαδή των αναγκαίων ομοδίκων και του εμπραγμάτου δικαιούχου, όπου ο προσεπικαλούμενος αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την άσκηση της προσεπίκλησης. Δηλαδή, για να γίνει διάδικος της αρχικής κύριας δίκης, πρέπει να ασκήσει παρέμβαση υπέρ του προσεπικαλέσαντος. Ο δικονομικός εγγυητής, λοιπόν, αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου στο πλαίσιο μιας «νέας δίκης» που διαμορφώνεται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικληθέντος.

Σύμφωνα με μια τρίτη άποψη, αποτελεί «δισυπόστατη» διαδικαστική πράξη. Για τους υποστηρικτές της εν λόγω άποψης, η προσεπίκληση είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, γίνεται διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης, που διεξάγεται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, ώστε ο προσεπικαλούμενος να γίνεται κύριος διάδικος. Στο δεύτερο επίπεδο, ο προσεπικαλούμενος γίνεται εναγόμενος στη δίκη που αφορά την προαναφερθείσα παρεμπίπτουσα αγωγή περί αποζημίωσης. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως η άποψη αυτή αποτελεί τη συναίρεση –τον συνδυασμό– των δύο προαναφερθεισών απόψεων με τη διαφορά ότι η νέα δίκη είναι το αποτέλεσμα της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης που ασκείται εναντίον του προσεπικαλουμένου, και όχι της προσεπίκλησης, καθώς, σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η νέα δίκη αποτελεί το «συγκεκαλυμμένο» αίτημα αποζημίωσης που συμπεριλαμβάνεται στην προσεπίκληση.

Πηγή Εικόνας: pixabay.com

Ταυτόχρονα, υπάρχει μια τέταρτη άποψη, σύμφωνα με την οποία η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι η διαδικαστική πράξη με την οποία γνωστοποιείται η δίκη στον τρίτο, αλλά και προσκαλείται ο τελευταίος για συμμετοχή στην εκκρεμή δίκη. Γίνεται, παράλληλα, δεκτό ότι επέρχονται οι συνέπειες της αγωγής βάσει του άρθρου 89ΚΠολΔ μόνο στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει σώρευση με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Εάν, λοιπόν, δεν υπάρξει αυτή η σώρευση, τότε ο προσεπικαλούμενος (και μη παρεμβάς) δικονομικός εγγυητής δεν αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου, όπως και δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα που να στρέφονται κατά της απόφασης που εκδίδεται στην κύρια δίκη, στην οποία εξακολουθεί να είναι τρίτος.

Πέμπτη –και τελευταία– άποψη υποστηρίζει πως η συγκεκριμένη προσεπίκληση διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης ανεξαρτήτως του εάν θα ασκήσει ο προσεπικαλούμενος παρέμβαση ή όχι, και αυτό γιατί αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής αποτελεί η εγγυητική σχέση, και όχι η αποζημίωση καθαυτή. Ο προσεπικληθείς παραμένει τρίτος ως προς την κυρία δίκη, αλλά έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση. Εάν, όμως, δεν προχωρήσει σε αυτή τη διαδικασία, τότε δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης, δίχως να μπορεί να αμφισβητήσει την ορθότητά της.

Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμοδικίας. Είναι, δηλαδή, απαραίτητο να εκκρεμεί η δίκη στην οποία υπάρχει το ενδεχόμενο ήττας του προσώπου που άσκησε την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή.

Η εν λόγω προσεπίκληση προϋποθέτει, ταυτόχρονα, μια προϋφιστάμενη της εκκρεμοδικίας της αρχικής αγωγής μεταξύ προσεπικαλέσαντος και αντιδίκου έννομη σχέση ανάμεσα στον προσεπικαλέσαντα και στον προσεπικαλούμενο. Με βάση, λοιπόν, αυτή την έννομη σχέση, ο προσεπικαλών έχει δικαίωμα αποζημίωσης έναντι του προσεπικαλουμένου, εάν ηττηθεί στην κύρια δίκη. Η σχέση αυτή μπορεί να έχει ως έρεισμα μια σύμβαση ή το νόμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύμβασης αποτελεί η ασφαλιστική, και ως αντίστοιχο παράδειγμα σχετικά με το νόμο μπορεί να τεθεί η ευθύνη του οφειλέτη εις ολόκληρον. Ένα ακόμη παράδειγμα στο οποίο υπάρχει περίπτωση δικονομικού εγγυητή είναι η περίπτωση του αγοραστή που καλεί τον πωλητή του ως δικονομικό εγγυητή και ως υπόχρεο να του παράσχει αποζημίωση σε δίκη που διεξάγεται μεταξύ του αγοραστή και τρίτου, ο οποίος διεκδικεί το πράγμα (515-516ΑΚ και 382ΑΚ).

Παράλληλα, μία ακόμη εκ των προϋποθέσεων είναι η ιδιότητα του προσεπικαλουμένου ως τρίτου προσώπου. Με αυτόν τον τρόπο ο προσεπικαλών έχει έννομο συμφέρον, προκειμένου να προσεπικαλέσει το τρίτο πρόσωπο που αποτελεί τον προσεπικαλούμενο. Είναι απαραίτητη, λοιπόν, η ύπαρξη δύο εννόμων σχέσεων: η μία η οποία είναι επίδικη στη δίκη που εκκρεμεί, και η άλλη,  η οποία ασκείται με την προσεπίκληση και τελεί σε εξάρτηση από την πρώτη.

Πηγή Εικόνας: pixabay.com

Μία ακόμη προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη αντικειμενικής συνάφειας μεταξύ της εκκρεμούς δίκης και της προσεπίκλησης. Η εν λόγω προϋπόθεση συνάγεται από τον αιτιώδη σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στην ήττα του προσεπικαλέσαντος στην κύρια δίκη και στην έννομη σχέση της εγγυητικής ευθύνης προς αποζημίωση του προσεπικαλουμένου, όπως και από το περιεχόμενο της ήττας του. Η αξίωση για αποζημίωση, λοιπόν, είναι αναγκαίο να βασίζεται στη συγκεκριμένη θεώρηση της ήττας του. Η υποχρέωση, δηλαδή, του προσεπικαλουμένου σε αποζημίωση, εφόσον δεν τελεί υπό την αίρεση της ήττας, καθιστά απαράδεκτη την προσεπίκληση, αλλά και την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.

Όσον αφορά τη νομιμοποίηση, από το άρθρο 88ΚΠολΔ προκύπτει πως ενεργητικά για την άσκηση της προσεπίκλησης δικονομικού εγγυητή νομιμοποιείται ο ενάγων, ο εναγόμενος, αλλά και ο κυρίως παρεμβαίνων. Αυτά τα πρόσωπα, λοιπόν, έχουν τη θέση κυρίων διαδίκων, και σε περίπτωση ήττας τους θα δικαιούνται να ζητήσουν αποζημίωση από τρίτο[11]. Αντιθέτως, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο προσθέτως παρεμβαίνων. Ο τελευταίος μπορεί να νομιμοποιηθεί ενεργητικά μόνο προκειμένου να πετύχει την πρόσθετη παρέμβαση του προσεπικαλουμένου, και όχι για την καταβολή αποζημίωσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κλαμαρής Ν. Κ., Κουσουλής Σ. Ν., Πανταζόπουλος Σ. Σ., Πολιτική Δικονομία (Οργανισμός Δικαστηρίων, Γενική Εισαγωγή και Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια – Απόδειξη), Γ’ Έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2016

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παρή Στεφανή
Παρή Στεφανή
Έχει γεννηθεί το 2000 και ζει στον Πειραιά. Από το 2018 είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Τουρκικά. Έχει παρακολουθήσει μεγάλο αριθμό συνεδρίων και εκδηλώσεων σε σχέση με το αντικείμενο των σπουδών της. Επιπλέον φέρει συμμετοχές σε ρητορικούς αγώνες ως διαγωνιζόμενη, αλλά και ως κριτής. Αγαπάει τη λογοτεχνία, τη μουσική και τον χορό. Η αγαπημένη της φράση είναι «Φτάσε όπου δεν μπορείς!» του Νίκου Καζαντζάκη.