Της Σοφίας – Δυσσέλιας Λίτσα,
Αν κάτι μας δίδαξε, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, το 2021, το έτος των 17 καταγεγραμμένων γυναικοκτονιών και των 6.000 καταγγελιών για περιστατικά έμφυλης βίας, αυτό είναι το εξής: Ο κόσμος μας δεν είναι όμορφος, ρόδινος, ηθικά και αγγελικά πλασμένος. Το σαρωτικό και φοβερά αναγκαίο κίνημα #me_too τάραξε συθέμελα τη σαθρή και, όπως αποδείχτηκε, υποκρίτρια, σε μεγάλο μέρος της, ελληνική κοινωνία. Οι υποθέσεις που το αφορούν, καλώς ή κακώς, δεν περιορίστηκαν στα αστυνομικά τμήματα, τα ανακριτικά γραφεία και τις δικαστικές αίθουσες· μέσω των ΜΜΕ, οι υποθέσεις αυτές μπήκαν σε κάθε ελληνικό σπίτι προκαλώντας οργή, οίκτο, ανατριχίλα και σε ορισμένους, δυστυχώς, κακεντρεχή περιέργεια.
Όσον αφορά την τελευταία, αποτελεί την αφορμή για μικρή -ευτυχώς- μερίδα των μέσων και του κοινού να επιδίδεται σε σκανδαλοθηρικά ρεπορτάζ και εικασίες αντίστοιχα, αλλά και σε απαράδεκτα σχόλια που το μόνο που υποκρύπτουν είναι τάσεις ηδονοβλεψίας, κεκαλυμμένες με το βέλο του πουριτανισμού. Τα μέσα, τα οποία, προς τιμήν τους, αντιμετώπισαν αρχικά με αξιοπρέπεια και ενσυναίσθηση το ξέσπασμα του κινήματος #me_too, φαίνεται πως αλλάζουν στάση κατά το δοκούν, κατά πως τα συμφέρει: Πλέον, δίνουν βήμα σε ανθρώπους με προβληματικές απόψεις, απεγνωσμένες παρουσιάστριες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τα όσα ακούγονται στα πάνελ τους, ενώ εκείνες τα έχουν προηγουμένως εγκρίνει σε συσκέψεις και ταυτόχρονα τηλεοπτικά παράθυρα και ιστοσελίδες βρίθουν από τίτλους «πιασάρικους» και εμετικούς. Τίτλους εμπορικούς, που υπόσχονται λεπτομέρειες για τα καταγγελλόμενα εγκλήματα, που εγγυώνται για δήθεν αποκλειστικές πληροφορίες και μάρτυρες, όλα στον βωμό της υψηλής τηλεθέασης και των αυξημένων κλικ.
Οι λεγόμενες ψυχαγωγικές εκπομπές, που απορώ πραγματικά τίνι τρόπω ψυχαγωγούν τις έρμες τις ψυχούλες μας, όχι μόνο παραγκωνίζουν με άκομψο και άτεχνο τρόπο το έργο της ενημέρωσης αλλά στήνουν σε καθημερινή βάση τηλεοπτικά λαϊκά δικαστήρια. Πάντα με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Παρατηρείται, λοιπόν, μία τάση υπερπροβολής των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, οι καταγγελίες για τα οποία πληθαίνουν στις μέρες μας. Σε πρώτη ανάγνωση, τίποτα το προβληματικό δεν ενέχει αυτή η υπερπροβολή. Εντούτοις, η τελευταία δεν είναι αποτέλεσμα ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο και δίψας για απονομή δικαιοσύνης. Η υπερπροβολή αυτή, κατ’ εμέ, οφείλεται στην αδηφάγα και ηδονοβλεπτική εκείνη ανάγκη του κοινού να θέλει να γνωρίζει τα πάντα, ανάγκη που καθιστά τέτοιου είδους ειδήσεις εμπορικότερες, άρα και προτιμητέες για τα Μέσα.
Με άλλα λόγια, είναι το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας που κάνει ορισμένους (ελπίζω λίγους) να θέλουν να μαθαίνουν όλο και περισσότερες εξονυχιστικές λεπτομέρειες, ειδικά για τις υποθέσεις των σεξουαλικών παρενοχλήσεων και των βιασμών και όχι η λυσσαλέα υποστήριξη της αλήθειας. Είναι η τάση του απαίδευτου -ουδεμία σχέση με το μορφωτικό επίπεδο έχει ο χαρακτηρισμός- ανθρώπου να θέλει να θέτει εαυτόν σε πλεονεκτική θέση: Θέλει να ξέρει τα πάντα χωρίς να βλάπτεται ο ίδιος και χωρίς καμία ντροπή να βγάζει κρίσεις και συμπεράσματα.
Αν διαβάσει κανείς τα σχόλια κάτω από τις ειδήσεις για τα αποτρόπαια εγκλήματα που καταγγέλλονται, θα εντοπίσει διάφορα σχόλια του τύπου «τι δουλειά είχε εκεί;» το θύμα και άλλα που στέκονται σε στοιχεία της ένδυσης ή της εξωτερικής εμφάνισης αυτού, σχόλια εμετικά που δείχνουν την σαθρότητα της σκέψης των όσων τα γράφουν. Δυστυχώς, το λεγόμενο ”victim blaming”, ο ψόγος, δηλαδή, των θυμάτων και η προσπάθεια επιρρίψεως της ευθύνης σε αυτά είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο και φυσικά κατακριτέο. Μία τέτοια τακτική αποπροσανατολίζει από τα σημαντικά και μόνο εμπόδιο μπορεί να σταθεί στη λυτρωτική διαδικασία που συντελείται στην εποχή μας.
Ταυτόχρονα, κυρίες και κύριοι των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ειδικά της ιδιωτικής τηλεόρασης, που τα τελευταία 30 χρόνια μας έχει συνηθίσει σε συστηματικά φροντιστήρια κιτρινισμού και κακού δράματος, καπηλεύονται τον ντόρο γύρω από τα τρομερά που καταγγέλλονται προκειμένου είτε να φανούν υπερασπιστές των αδυνάμων και να βελτιώσουν την εικόνα τους, είτε, στη χειρίστη των περιπτώσεων, να ξεπλύνουν τους φερόμενους ως δράστες, για ίδιους λόγους και συμφέροντα. Ευτυχώς, και σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις.
Φαίνεται, λοιπόν, πως οι αλλεπάλληλες καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης, παρά το λυπηρό τους περιεχόμενο και τη θλίψη και τον αποτροπιασμό που προκαλούν, συμβάλλουν σε μία πολυεπίπεδη κάθαρση και εξέλιξη της κοινωνίας μας: Τα ιερά «τέρατα» και τοτέμ πολλών χώρων αποκαλύπτονται και αποκαθηλώνονται το ένα μετά το άλλο λόγω των εγκληματικών τους πράξεων, οι προβληματικές δηλώσεις και η όποια προσπάθεια συγκάλυψης καταδικάζονται αβλεπί από το κοινωνικό σύνολο, ενώ ταυτόχρονα γίνεται αντιληπτό πως η υποκρισία και ο ψευδοπουριτανισμός μεγάλου μέρους των μέσων και του κοινού, δεν γίνονται αποδεκτά. Με αργούς μεν, σταθερούς δε ρυθμούς, το τρένο της κοινωνικής αλλαγής μας πλησιάζει επιτέλους, τρένο που μόνο αν το προλάβουμε και επιβιβαστούμε σε αυτό, θα μπορούμε να λεγόμαστε ελεύθεροι και δίκαιοι άνθρωποι.