Του Ιωάννη Α. Γκαντούνα,
Η ανθρωπότητα έχει δοκιμαστεί, ανά τους αιώνες, από χιλιάδες διαφορετικές ασθένειες. Άλλες υπήρξαν συχνότερες, άλλες σπανιότερες, κάποιες ήταν σχετικά ήπιες και επέτρεπαν μία ανεκτή ποιότητα ζωής για τον ασθενή και κάποιες παρουσίαζαν ιδιαίτερα οξείες φάσεις, με μοιραία για τον ασθενή κατάληξη. Κάποια νοσήματα είναι γενετικά και οφείλονται σε μεταλλάξεις, κάποια άλλα έχουν περιβαλλοντικό υπόβαθρο και οφείλονται στον τρόπο ζωής μας. Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει ένα φάσμα διαταραχών που ονομάζονται μυϊκές δυστροφίες και αποτελούν γενετικές ασθένειες, που επηρεάζουν τη λειτουργία των μυών. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές και η καθεμία έχει διαφορετική πρόγνωση. Στο σημερινό άρθρο θα αναλύσουμε τη μυϊκή δυστροφία Duchenne (Duchenne Muscular Dystrophy – DMD). Άλλες δυστροφινοπάθειες περιλαμβάνουν τη μυϊκή δυστροφία Becker (BMD), τη σχετιζόμενη με DMD διατατική μυοκαρδιοπάθεια (DCM) κ.ά.
Η DMD περιεγράφηκε για πρώτη φορά το 1868 από τον Guillaume Benjamin Armand Duchenne. Είναι μια θανατηφόρα κληρονομική διαταραχή που προκαλείται από κληρονομικές ή νέες μεταλλάξεις του γονιδίου της δυστροφίνης, χαρακτηρίζεται από ταχέως προοδευτική μυϊκή αδυναμία, απώλεια μυϊκής μάζας και οδηγεί σε απουσία ή ανεπάρκεια λειτουργικής δυστροφίνης. Κατά την ασθένεια αυτή, προοδευτικά, επηρεάζονται και ατροφούν οι μύες της λεκάνης και των ποδιών, ακολουθούν οι μύες των άκρων, του λαιμού και προοδευτικά πολλοί άλλοι.
Η έναρξή της λαμβάνει χώρα στην πρώιμη παιδική ηλικία (στα 3-5 έτη), και οι πάσχοντες παρουσιάζουν αναπτυξιακή καθυστέρηση, δυσκολία στη βάδιση, στο τρέξιμο, στο ανέβασμα σκαλοπατιών, καθυστερημένη έναρξη ομιλίας και προβλήματα μάθησης και μνήμης. Τα πρώιμα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν επίσης, διεύρυνση των μυών της γάμπας (ψευδοϋπερτροφία), λόρδωση της οσφυϊκής μοίρας και δυσκολία στην ανάληψη όρθιας θέσης, από το έδαφος ή από την καρέκλα (Σημείο Gower, όπου ακουμπούν τα χέρια στα γόνατα προκειμένου να ανασηκωθούν).
Στα 4-8 έτη παρατηρείται στασιμότητα της νόσου, εξαιτίας της γρήγορης ανάπτυξης των παιδιών αυτής της ηλικίας που επικαλύπτει τη βραδεία εξέλιξη της νόσου. Σε ηλικία 8-14 ετών το παιδί μπορεί να χρειαστεί αναπηρικό αμαξίδιο, εξαιτίας της απώλειας ανεξάρτητης βάδισης, η οποία οδηγεί στη γρήγορη ανάπτυξη συγκάμψεων των αρθρώσεων και σκολίωσης. Κατά την εφηβεία συνήθως, παρουσιάζονται συμπτώματα καρδιομυοπάθειας και στην ηλικία των 20 ετών περίπου ξεκινούν τα αναπνευστικά προβλήματα, λόγω αδυναμίας του διαφράγματος και των άλλων μυών γύρω από τους πνεύμονες. Οι περισσότεροι ασθενείς με DMD εν τέλει καταλήγουν από καρδιακή ή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Το προσδόκιμο ζωής αγγίζει τα 25 με 40 χρόνια, με τη βέλτιστη δυνατή φροντίδα, ενώ η επιβίωση των ασθενών με DMD έχει βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Μια μελέτη στη Γαλλία διαπίστωσε ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής ήταν 25,77 χρόνια για όσους γεννήθηκαν πριν από το 1970 και 40,95 χρόνια για εκείνους που γεννήθηκαν μετά το 1970.
Δυστροφίνη
Το γονίδιο της δυστροφίνης, που εντοπίζεται στο χρωμόσωμα Χ, είναι το μεγαλύτερο γονίδιο του ανθρώπινου οργανισμού και αποτελεί περίπου το 0,1% του συνολικού γονιδιώματος! Η πρωτεΐνη που δημιουργείται από το γονίδιο αυτό, παράγεται σε μεγάλες ποσότητες κυρίως στα μυϊκά κύτταρα που ευθύνονται για την κίνηση του ανθρώπινου σώματος (σκελετικοί μύες) και στον καρδιακό μυ. Η δυστροφίνη είναι απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία των μυών και λείπει ή βρίσκεται σε πολύ μικρές ποσότητες, σε άτομα με Duchenne. Αυτή η πρωτεΐνη είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα, τη δύναμη και τη λειτουργία των μυϊκών ινών. Χιλιάδες διαφορετικές μεταλλάξεις έχουν βρεθεί σε ασθενείς με DMD. Η απώλεια της δυστροφίνης οδηγεί σε εκτεταμένες αλλαγές στη λειτουργία και τη δομή των μυών, που τελικά οδηγούν σε συνεχιζόμενη μυϊκή βλάβη, προοδευτικό εκφυλισμό των μυών και αντικατάσταση των μυϊκών ινών από λιπώδη και συνδετικό ιστό.
Γιατί οι ασθενείς είναι κυρίως αρσενικού γένους;
Η DMD προσβάλλει κυρίως άνδρες με συχνότητα 1/3.300 γεννήσεις αρρένων παγκοσμίως, αν και σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να επηρεάσει τις γυναίκες (1 περίπτωση ανά 50.000.000 γεννήσεις). Ο ανθρώπινος οργανισμός αποτελείται από 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων κι από ένα ζεύγος φυλετικών χρωμοσωμάτων, που μπορεί να είναι είτε XY για τους άνδρες είτε XX για τις γυναίκες. Οι άνδρες κληρονομούν ένα χρωμόσωμα Χ από τη μητέρα και ένα χρωμόσωμα Υ από τον πατέρα τους. Έτσι η DMD εμφανίζεται κυρίως σε νεαρούς άνδρες, οι οποίοι κληρονόμησαν το μεταλλαγμένο γονίδιο από τη μητέρας τους, δεδομένου πως η DMD συνδέεται με το χρωμόσωμα Χ. Τα θηλυκά, που έχουν ένα χρωμόσωμα Χ με το μεταλλαγμένο γονίδιο, ονομάζονται φορείς. Οι γυναίκες-φορείς συνήθως δε νοσούν, μπορεί όμως να παρουσιάσουν μυϊκή αδυναμία και κούραση ή καρδιοπάθεια σε μεγαλύτερη ηλικία. Το ένα τρίτο των περιπτώσεων DMD υπολογίζεται ότι οφείλεται σε νέες μεταλλάξεις, ενώ τα δύο τρίτα προέρχονται από μητέρες-φορείς.
Διάγνωση και θεραπεία της DMD
Για τη διάγνωση της μυϊκής δυστροφίας Duchenne απαιτείται μία σειρά διαφορετικών εξετάσεων. Η πρώτη ένδειξη παρέχεται από απλές αιματολογικές εξετάσεις. Σε ασθενείς με DMD, τα επίπεδα της κινάσης της κρεατινίνης (Creatine Kinase – CK) είναι εξαιρετικά αυξημένα, κατά 50-100 φορές πάνω από το φυσιολογικό. Ωστόσο, η μέτρηση των επιπέδων της CK στο αίμα δεν αποτελεί από μόνη της διάγνωση για DMD. Για τον λόγο αυτό, είναι επιβεβλημένο να πραγματοποιηθεί γενετικός έλεγχος, έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί το είδος της μετάλλαξης στο γονίδιο της δυστροφίνης. Η επιβεβαίωση αυτή θα βοηθήσει στο να καθοριστεί, εάν το παιδί είναι υποψήφιο για κλινικές δοκιμές εξειδικευμένων γονιδιακών θεραπειών. Για μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί και βιοψία μυός. Η εξέταση αυτή αφενός ταυτοποιεί την ποσότητα δυστροφίνης που υπάρχει στα μυϊκά κύτταρα και αφετέρου βοηθά στην επιβεβαίωση της DMD και στην απόρριψη κάποιας πιο ήπιας μυϊκής δυστροφίας. Τέλος, συμπληρωματικά μπορεί να πραγματοποιηθεί ηλεκτρομυογράφημα (ΗΜΓ), ώστε να ελεγχθεί εάν η μυϊκή αδυναμία του παιδιού είναι αποτέλεσμα καταστροφής μυϊκού, και όχι νευρικού, ιστού, αλλά και ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), για την καταγραφή της ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς και την ανίχνευση βλαβών του καρδιακού μυός.
Μετά τη διάγνωση, ξεκινά η παρακολούθηση του παιδιού από μία ομάδα εξειδικευμένων επαγγελματιών. Αρχικά το παιδί ακολουθεί πρόγραμμα φυσικοθεραπειών για τη διατήρηση της μυϊκής δύναμης και ευελιξίας. Σε κατάλληλη ηλικία ξεκινά η λήψη κορτικοστεροειδών, που συμβάλλουν στη διατήρηση της κίνησης άνω και κάτω άκρων και τη διατήρηση της σωστής λειτουργίας του μυοσκελετικού συστήματος, καθώς και στη σωστή αναπνευστική λειτουργία. Τέλος, ενδείκνυται πρόγραμμα εργοθεραπείας, υδροθεραπείας και πρόγραμμα διατροφής, ειδικά μετά τη λήψη των κορτικοστεροειδών, για τον έλεγχο του βάρους και τη σωστή λήψη των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών.
Ο κύριος στόχος της θεραπείας, για άτομα με DMD, είναι η διατήρηση του επιπέδου λειτουργικότητας και συνεπώς η μεγιστοποίηση της ποιότητας ζωής. Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία, οι υπάρχουσες θεραπευτικές προσεγγίσεις δεν αποκαθιστούν τον μυϊκό ιστό και τη χαμένη λειτουργία, αλλά βοηθούν στον έλεγχο των συμπτωμάτων. Φάρμακα, όπως τα στεροειδή (πρεδνιζολόνη και η δεφλαζακόρτη), μπορεί να βελτιώσουν τη δύναμη και τη λειτουργία των μυών. Ωστόσο, οι παρενέργειες των στεροειδών κάνουν επικίνδυνη τη χορήγησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, κατά τα τελευταία στάδια της νόσου μπορεί να χρειαστούν βοηθητικές συσκευές για αναπνευστικές δυσκολίες. Σήμερα, αρκετές γενετικές θεραπείες για τη DMD βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές. Συνήθως, αυτές οι θεραπείες στοχεύουν στη μερική αποκατάσταση της λειτουργίας της δυστροφίνης.
Μυϊκή δυστροφία Duchenne και ψυχολογία
Η διάγνωση της DMD επηρεάζει τη ζωή τόσο των πασχόντων νέων όσο και των γονέων τους. Αισθήματα απομόνωσης, κατάθλιψης, άγχους, θυμού και εξάντλησης αναφέρονται συχνά. Επιπλέον, πιθανές οικονομικές δυσκολίες, σωματική εξάντληση και στέρηση ύπνου για τους γονείς, αποτελούν παράγοντες πρόσθετης θλίψης. Συνεπώς, η αποδοχή είναι ο σημαντικότερος παράγοντας διαμόρφωσης της ποιότητας ζωής τέτοιων οικογενειών. Παράγοντες που μπορούν να μετριάσουν τις επιπτώσεις της DMD στην ποιότητα ζωής και να συμβάλλουν στη συναισθηματική ανάκαμψη των ασθενών και των γονέων τους περιλαμβάνουν την ικανοποίηση των παιδιών από τη φροντίδα και τη θεραπεία, την κοινωνική αλληλεπίδρασή τους, την αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των μελών της οικογένειας και τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες.
Συμπερασματικά, η μυϊκή δυστροφία Duchenne είναι μία βαριά, ανίατη και σχετικά συχνή διαταραχή με συνεχή κλινική επιδείνωση. Είναι μία ασθένεια άγνωστη στο ευρύ κοινό, πολύ επώδυνη όμως για τις οικογένειες των πασχόντων τέκνων. Στη χώρα μας υπάρχει ένα σωματείο, εν ονόματι MDA Hellas, που εργάζεται για τη φροντίδα ατόμων με νευρομυϊκές παθήσεις, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Η 7η του Σεπτέμβρη έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ευαισθητοποίησης για τη DMD. Μήπως ήρθε η ώρα να ευαισθητοποιηθούμε όλοι μας;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μυϊκή Δυστροφία Duchenne (DMD), mdahellas.gr. Διαθέσιμο εδώ
- Duchenne muscular dystrophy, rarediseases.info.nih.gov. Διαθέσιμο εδώ
- Duchenne Muscular Dystrophy, hopkinsmedicine.org. Διαθέσιμο εδώ
- Μυϊκή δυστροφία Duchenne, Methodology OrphanAnaesthesia, orpha.net. Διαθέσιμο εδώ
- Nussbaum RL, Mclnnes RR, Willard HF, (2011), Thompson & Thompson Ιατρική Γενετική, 7η Αγγλική Έκδοση-2η Ελληνική Έκδοση, Broken Hill Publishers Ltd.
- Duan D. et al., (2021), Duchenne muscular dystrophy. Nature Reviews| Disease Primers, 7(13): 1-19. Διαθέσιμο εδώ
- Gao Q, McNally EM, (2015), The Dystrophin Complex: Structure, Function and Implications for Therapy. Comprehensive Physiology, 5: 1223-39. Διαθέσιμο εδώ
- Shih JA, Folch A, Wong BL, (2020), Duchenne Muscular Dystrophy: the Heart of the Matter. Current Heart Failure Reports, 17(3): 57-66. Διαθέσιμο εδώ