Του Ζαχαρία Δ. Πάνου,
Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. ~Σιμωνίδης ο Κείος, Τύμβος των Θερμοπυλών
Κατά τον Θουκυδίδη, η Ιστορία ομοιάζει με μια παραδειγματική εξιστόρηση της ανθρώπινης φιλοσοφίας, ως μάρτυρας των καιρών, λυρικά κι αποφατικά. Η γραφή της δε, ένα συνονθύλευμα αίματος, θυσίας, θριάμβων, διανόησης και μόχθου. Επαγωγικά, η ενσυναισθησιακή της διδασκαλία οδηγεί στην εμπέδωση της Ηθικής, που διάγει την ανθρώπινη φύση, διαχρονικά. Έτσι, η Ιστορία στεφάνωσε με δάφνες αμάραντες τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, όχι για την υπεράνθρωπη αντίσταση που επέδειξαν σε έναν στενωπό γης, μα πρωτίστως γιατί ενσάρκωσαν τη Θυσία, ως φάρο αλληλεγγύης και πίστης στις αξίες που διέπουν την ίδια την εθνική υπόσταση. Όμοια, η ιστορία της μαρτυρικής 5ης Πυροβολαρχίας του Λοχαγού Κοσκινά στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο μάς διδάσκει πως μόνο περιφρονώντας κανείς με θράσος τον θάνατο γίνεται ελεύθερος.
Η «Μεγάλη Εξόρμηση» των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Ελλάδα άριστα προετοιμασμένη, ως απότοκο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που έφερε το Κίνημα στο Γουδί η έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου στον πρωθυπουργικό θώκο, καθώς και η φρενίτιδα εξοπλισμών και αλλαγής δόγματος του Ελληνικού Στρατού. Έτσι, η κήρυξη του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1912, χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από σύσσωμη την ελληνική κοινωνία και ευθύς λίγες μέρες μετά, στη λυσσώδη μάχη των Στενών του Σαραντάπορου, ο τουρκικός στρατός είχε συντριβεί, ανοίγοντας τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Η κατάληψη της Κοζάνης, η διέλευση του ποταμού Αλιάκμονα καθώς και η εμφατική νίκη των ελληνικών όπλων στη μάχη των Γιαννιτσών, έφεραν τη Στρατιά Θεσσαλίας ante portas της Νύμφης του Θερμαϊκού. Ωστόσο, η διαφωνία ανάμεσα στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, ως προς τον καθορισμό κατεύθυνσης προς τη Θεσσαλονίκη ή το Μοναστήρι επέφερε σύγχυση στο Γενικό Επιτελείο. Ο τελικός καθορισμός της Θεσσαλονίκης, ως αντικειμενικού σκοπού της στρατιάς, συνοδεύτηκε με την ανάθεση, στη V Μεραρχία Πεζικού, της προέλασης προς Αμύνταιο και Φλώρινα, έχοντας ως όριο την κατάληψη του Μοναστηρίου, δοθείσης της ευκαιρίας, ενώ παράλληλα ενεργούσε ως πλαγιοφυλακή της λοιπής στρατιάς. Εκ των υστέρων, η ανάθεση ενός τέτοιου τομέα σε μία μόλις μεραρχία ήταν λανθασμένη, αφήνοντας τα άκρα της στρατιάς εκτεθειμένα.
Η V Μεραρχία Πεζικού, διοικούμενη από τον Συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο, προέλασε και κατέλαβε το Αμύνταιο (Σόροβιτς) στις 18 Οκτωβρίου. Η ανεπαρκής λειτουργία του Κύκλου Συλλογής Πληροφοριών και η αδυναμία συνταυτισμού προσπαθειών, με τις επιχειρούντες Σερβικές Δυνάμεις βορειότερα, οδήγησαν τη μεραρχία σε μια αδέξια σειρά ελιγμών προς τη Φλώρινα. Τελικώς, η πληροφόρηση του εφελκυσμού τριών τουρκικών μεραρχιών προς αναχαίτιση της μεραρχίας, οδήγησε τον Συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο στην απόφαση της αμυντικής εγκατάστασης στη γραμμή «Σωτήρας-Αμύνταιο». Στις 22 Οκτωβρίου ξέσπασε η τουρκική επίθεση, η οποία αναχαιτίστηκε, ωστόσο η μεραρχία δοκιμάστηκε σκληρά αντιμετωπίζοντας απώλειες, ενώ τα αποθέματα των πυρομαχικών της ήταν πλέον ανεπαρκή. Η νύχτα της 23ης Οκτωβρίου βρήκε τη μεραρχία εγκατεστημένη αμυντικά με δύο Συντάγματα Πεζικού εμπρός, Λόχο Μηχανικού εγκατεστημένο αμυντικά επί του Υψώματος 640 και δύο Πυροβολαρχίες Πεδινού Πυροβολικού της 1ης Μοίρας (5/1 υπό τον Λοχαγό Θεόδωρο Κοσκινά – 6/1 υπό τον Λοχαγό Χατζηανέστη) ταγμένες προς υποστήριξη των αμυνόμενων.
Υγρασία, ομίχλη και δριμύτατο ψύχος δυσχέραιναν το έργο των δυνάμεων ασφαλείας της ελληνικής διάταξης, ενώ μια αναφορά από περίπολο του 22ου Τάγματος για τουρκικές κινήσεις στο χωριό Ροδώνα αγνοήθηκε. Στην πραγματικότητα, τουρκικά τμήματα διενεργούσαν καταδρομική επιχείρηση, υπό τον Υπολοχαγό Essat, επιχειρώντας να βρεθούν στα νώτα της ελληνικής διάταξης και οδηγούμενα από ντόπιους χωρικούς που γνώριζαν επακριβώς τη μορφολογία της περιοχής.
Με το πρώτο φως της 24ης Οκτωβρίου, ο Λόχος Μηχανικού της μεραρχίας δέχθηκε σφοδρότατο πυρ από το τουρκικό συγκρότημα. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης! Για πρώτη και τελευταία φορά στην «Εξόρμηση» των Βαλκανικών Πολέμων, ελληνικό τμήμα υποχωρούσε άτακτα, βρισκόμενο εν πλήρη σύγχυση. Τα Συντάγματα Πεζικού της μεραρχίας, βλέποντας την άτακτη οπισθοχώρηση συμπτύχθηκαν προς το χωριό Σωτήρας συντεταγμένα. Το πυροβολικό ανέλαβε την κάλυψη της σύμπτυξης, με σφοδρό και ακριβές πυρ, ενώ στη συνέχεια διατάχτηκε η κίνησή του προς τα πίσω. Μοιραία, ο λογικός εφελκυσμός του ελληνικού πυροβολικού ακολουθούμενο το κύριο Σώμα της Μεραρχίας ήταν η εφόρμηση της μαρτυρικής δράσης της 5ης Πυροβολαρχίας του Λοχαγού Θεόδωρου Κοσκινά, η οποία εξαρχής έβαλε με μέγιστη ταχυβολία ξεπερνώντας εαυτόν.
Νωρίτερα, ο Ταγματάρχης Γουβέλης είχε διατάξει ρητώς την Πυροβολαρχία να μην εγκαταλείψει τη θέση της χωρίς γραπτή διαταγή κι έτσι, παρά το πυρ εναντίον της, αυτή συνέχισε να βάλλει με τις τουρκικές δυνάμεις να την πλησιάζουν. Τα πυροβόλα Sneider της Πυροβολαρχίας έβαλαν ασταμάτητα καλύπτοντας τα υποχωρούντα τμήματα. Λόχοι Πεζικού φώναζαν, επί ματαίω, στους Πυροβολητές να εγκαταλείψουν τη θέση τους, ωστόσο πριν τις τελικές βολές ο Λοχαγός Θεόδωρος Κοσκινάς στην τελευταία του διαταγή προς τους άντρες του είπε: «Είναι καύχημά μας, ότι μας δίνουν μια τόσο τιμητική διαταγή να μείνουμε εδώ τελευταίοι και να πεθάνουμε στις θέσεις μας για τους άλλους. Είμαι βέβαιος ότι θα κάμετε το καθήκον σας, ακλόνητοι και περήφανοι».
Από παράλειψη του Ταγματάρχη Γουβέλη, η Πυροβολαρχία ποτέ δεν ειδοποιήθηκε να συμπτυχθεί με τη σειρά της κινούμενη προς θέσεις βαθιάς εισχωρήσεως, παρά έμεινε ταγμένη να βάλλει. Ο Λοχαγός Ταμπακόπουλος, παρατηρώντας τον κίνδυνο στον οποίο έχει εισαχθεί η Πυροβολαρχία, ευθύς απέστειλε αγγελιαφόρο προς τις θέσεις της, διατάζοντας την άμεση απόσυρσή της. Ωστόσο, ο Λοχαγός Κοσκινάς αρνήθηκε «σαν έτοιμος από καιρός, σαν θαρραλέος» αποκρινόμενος ατάραχα: «Δεν υποχωρώ άνευ έγγραφης διαταγής», θέλοντας να υπερασπιστεί με πίστη και αφοσίωση τις διαταγές που είχε λάβει, και να πεθάνει στα πυροβόλα για να καλύψει τη σύμπτυξη των φίλιων στρατευμάτων. Μάταια, ο Λοχαγός Ταμπακόπουλος τάχιστα συνέταξε έγγραφη διαταγή. Ως τότε, οι ομοβροντίες του Τουρκικού Πυροβολικού, μαζί με λυσσώδεις επιθέσεις του υποστηριζόμενου πεζικού, είχαν καταφέρει να φτάσουν στους Χώρους Τάξης της Πυροβολαρχίας. Από τους πρώτους έπεσε ο Διοικητής της κι έπεσαν άπαντες οι Αξιωματικοί αυτής, Ανθυπολοχαγοί Καθηκούρης Κωνσταντίνος και Οικονομόπουλος Νικόλαος, καθώς και το σύνολο των Πυροβολητών.
Η θυσία τους όμως δεν ήταν μάταιη. Οι φονικές άμεσες βολές της 5ης Πυροβολαρχίας ήταν αυτές, που αποστέρησαν τους επιτιθέμενους Τούρκους από το επιθετικό momentum ισχύος κι επέτρεψαν στο σύνολο της δοκιμαζόμενης V Μεραρχίας Πεζικού να αναδιοργανωθεί στην Κοζάνη την επομένη και να επιστρέψει στον αγώνα.
Η ιστορία της μαρτυρικής 5ης Πυροβολαρχίας του Λοχαγού Κοσκινά θα υπενθυμίζει για πάντα πως ελεύθεροι είναι μόνο οι γενναίοι, όπως προτάσσει ο Επιτάφιος του Περικλή. Πως η αρετή γεννά την αυτοθυσία και πως ακόμα κι αν οι Μήδοι επιτέλους διαβούνε, αφού ο Εφιάλτης φανεί, πάντα «τιμή θα αρμόζει, σε όσους την ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1970), Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, Τόμος Α΄, Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού
- Καραγιαννίδης, Ιωάννης (2010), «Η προσφορά του Λοχαγού Θεόδωρου Κοσκινά», Στρατιωτική Επιθεώρηση, Αθήνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού