Της Σοφίας Χρηστακίδου,
Στα δύο προηγούμενα μέρη εξετάσαμε τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι και το 2000 στη Βοσνία. Είδαμε, λοιπόν, ότι η συγκεκριμένη χώρα έχει γνωρίσει πλήθος πολεμικών συγκρούσεων και, ως αποτέλεσμα, οι κάτοικοί της στην πλειοψηφία τους έχουν οδυνηρά βιώματα. Ως επακόλουθο, η οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα στην περιοχή ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη για μία σειρά ετών, με αποτέλεσμα η Βοσνία να αποτελεί μία από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης. Αυτό που θα έπρεπε να κρατήσουμε από τα δύο προηγούμενα μέρη, είναι το γεγονός πως η ιδιαίτερη ιστορία της χώρας δεν της επέτρεψε να εγκαθιδρύσει τους δικούς της θεσμούς για μεγάλο χρονικό διάστημα και έτσι, λοιπόν, δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ένα βιώσιμο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κεντρική Τράπεζά της, η οποία, όπως αναφέραμε και στο πρώτο μέρος, ιδρύθηκε μόλις το 1995 μετά την υπογραφή της Συνθήκης Dayton.
Τα οικονομικά δεδομένα της χώρας ξεκινούν από το 1994 και έπειτα, καθότι πριν τη συγκεκριμένη ημερομηνία υπήρχε μία διαφορετική κρατική οντότητα ή μάλλον καλύτερα τρεις αυτόνομες κρατικές οντότητες. Μετά το πέρας του πολέμου, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος της υποδομής της χώρας είχε καταστραφεί και το εμπόριο είχε νεκρώσει. Μέχρι και το 1996, λοιπόν, υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ της περιοχής είχε πέσει μέχρι και 80%. Επίσης η απασχόληση και οι κοινωνικές παροχές ήταν ανύπαρκτες.
Η παροχή διεθνούς οικονομικής βοήθειας και οι εγχώριες προσπάθειες, βοήθησαν στη γρήγορη οικονομική ανάκαμψη και στον περιορισμό της φτώχειας. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έπαιξαν και διάφορα όργανα, τα οποία υποστήριξαν τη Βοσνία τόσο υλικά όσο και συμβουλευτικά. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, απώτερος σκοπός αυτών των ενεργειών είναι η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε., κάτι που επιθυμούν και οι δύο μεριές. Γενικότερα η παροχή βοήθειας σε μεγάλη κλίμακα κατά τη μετά Dayton εποχή βοήθησε στο να αποκατασταθούν υποδομές που ήταν νευραλγικές για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους και της οικονομίας. Από την άλλη όμως, παρόλο που υπήρχε καθοδήγηση και από την Ε.Ε., λίγα πράγματα έγιναν όσον αφορά τη θέσπιση θεσμών και την αναδιαμόρφωση των υφιστάμενων πολιτικών. Η παράμετρος αυτή, όμως, είναι κάτι που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή εντός της χώρας. Δηλαδή, οι αστικές περιοχές είχαν εντονότερη παρουσία κρατικών οργανισμών και παροχών από ότι έχουν οι αγροτικές περιοχές. Το γεγονός αυτό φυσικά αποτελούσε σημαντικό πρόβλημα, γιατί πολλές περιοχές και μάλιστα σε σημαντικές περιοχές της χώρας (π.χ. στα σύνορα) είχαν μικρότερο πληθυσμό σε σχέση με τα μεγάλα αστικά κέντρα, καθότι τα τελευταία παρείχαν πολύ περισσότερα κίνητρα στους ανθρώπους για να διαμείνουν εκεί.
Πριν την έναρξη του πολέμου, η οικονομία της χώρας ήταν σε μεγάλο βαθμό διαφοροποιημένη και είχε έναν σημαντικό βιομηχανικό τομέα, ο οποίος συνέβαλε πάνω από 50% τόσο στο ΑΕΠ όσο και στην απασχόληση. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα που παρήγαγε η Βοσνία ήταν η ενέργεια, οι πρώτες ύλες, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, δέρματα, υποδήματα, μηχανήματα και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός. Επίσης, ο κλάδος των Πολιτικών Μηχανικών ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένος.
Μετά την πολεμική σύγκρουση, εκτός από τις τεράστιες καταστροφές και τη νέκρωση της αγοράς, η χώρα είχε να αντιμετωπίσει και τη διαδικασία της Μετάβασης. Πριν τον πόλεμο, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων ήταν κρατικές και λειτουργούσαν μέσα στο προστατευμένο σοσιαλιστικό περιβάλλον που τους παρείχε η Γιουγκοσλαβία. Μετά τις ανακατατάξεις που ακολούθησαν, οι κρατικές επιχειρήσεις έχασαν τον βαρύνοντα ρόλο τους και οι οικονομικοί δρώντες βρέθηκαν μπροστά σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Τα περισσότερα εμπορικά κανάλια είχαν διαταραχθεί υπό τη νέα τάξη πραγμάτων και οι άνθρωποι έπρεπε να αποκτήσουν νέα τεχνογνωσία σχετικά με τη λειτουργία του νέου οικονομικού καθεστώτος. Τελικά, η χώρα κατάφερε να προσαρμοστεί σχετικά γρήγορα στη νέα πραγματικότητα και αύξανε συνεχώς το ΑΕΠ της μέχρι και το 2008. Στο παρακάτω διάγραμμα βλέπουμε ότι το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ είχε αυξητική τάση, ακόμη και κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών ανάκαμψης μετά τον πόλεμο. Η αρχική αυτή τάση, λοιπόν, δεν οφείλεται σε αύξηση του εισοδήματος, το οποίο μάλιστα μειώθηκε όπως αναφέραμε και πιο πριν, αλλά στη δραματική μείωση του πληθυσμού. Οι μισοί σχεδόν πολίτες της Βοσνίας μετανάστευσαν εκτός της χώρας, ενώ ένα σημαντικό μέρος αυτών έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων. Ο πληθυσμός άρχισε να σταθεροποιείται από το 1999 και έπειτα. Από το 2008 και έπειτα έχει και πάλι καθοδική τάση.
Το 2008, έλαβε χώρα η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία έπληξε σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Η μετάδοση της κρίσης στη Βοσνία, πραγματοποιήθηκε μέσω των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες παίζουν σημαντικότατο ρόλο τόσο στο τραπεζικό σύστημα της χώρας όσο και στην πραγματική οικονομία της γενικότερα. Εκτός από τις τράπεζες όμως, μεγάλος αριθμός ξένων επενδυτών, που δραστηριοποιούνται στη Βοσνία, προέρχεται επίσης από την Ευρώπη και εκείνη τη χρονική περίοδο οι επενδυτές είχαν τα δικά τους προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Αποτέλεσμα αυτού ήταν τα εκάστοτε επενδυτικά σχέδια να μείνουν στάσιμα ή και να ακυρωθούν με επακόλουθο την περεταίρω μείωση του εισοδήματος. Κατά τη διάρκεια της κατάστασης αυτής ακολουθήθηκε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική από την κυβέρνηση, προκειμένου να στηριχθούν τα εγχώρια εισοδήματα και η εγχώρια κατανάλωση. Μάλιστα, το 2008 ήταν η πρώτη χρονιά που άρχισαν και πάλι να αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες μετά την εποχή της μετάβασης. Τελικά, η χώρα κατάφερε να αντιστρέψει την πτωτική τάση του ΑΕΠ της από το 2016 και έπειτα. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ύφεσης, το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ παρουσίασε έντονες διακυμάνσεις. Οι παροδικές αυξήσεις που φαίνονται στο διάγραμμα είναι πολύ πιθανό να οφείλονται και στην πτώση του πληθυσμού που ακολούθησε μετά το 2008 και η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη.
Όσον αφορά την τωρινή οικονομική κατάσταση, η Βοσνία δεν επηρεάστηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο άλλες χώρες από την πανδημία του κορωνοϊού. Σαφέστατα η κατάσταση αυτή επέφερε μία στασιμότητα στην ανάπτυξή της, όμως δεν υπέστη τη μείωση του εισοδήματος που υπέστησαν άλλες χώρες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δηλαδή τα τελευταία 2,5 έτη περίπου, ο μέσος Ρυθμός Ανάπτυξης είναι περίπου 3.5%.
Παρόλες τις θετικές προοπτικές της, όμως, η Βοσνία παραμένει μία αναπτυσσόμενη χώρα μεσαίου εισοδήματος, ενώ παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει και τη συνεχή μείωση του πληθυσμού της, αφού ο τελευταίος βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά, σύμφωνα με τις μετρήσεις του 2020, και αγγίζει σχεδόν τα επίπεδα του 1960. Οι κυβερνώντες θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο στη δημιουργία ισχυρών θεσμών και ενός ελκυστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, προκειμένου να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις (εγχώριες και ξένες), ώστε να αυξηθεί το εισόδημα της χώρας. Παράλληλα, θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για αύξηση του πληθυσμού με την υιοθέτηση των αντίστοιχων πολιτικών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- As Economy Recovers, Bosnia and Herzegovina Should Focus on Job Creation, Press Release – The World Bank, Retrieved from here
- Bosnia and Herzegovina: Two decades of Peace and Transition, IBRD – IDA, World Bank Group, 2015, Retrieved from here