Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Το καλοκαίρι του 1941 η Κρήτη, όπως και το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, βρέθηκε κάτω από την κατοχή των «Δυνάμεων του Άξονα». Δεν πέρασε, πάρα ένα μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι να ξεκινήσουν στο νησί οι πρώτες αντιστασιακές ενέργειες, οι οποίες αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της κρητικής Αντίστασης αποτελούσε η συνεργασία με τις δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας. Η μικρή απόσταση που χώριζε την Κρήτη από την -υπό βρετανικό έλεγχο- Αίγυπτο και η παρουσία στο νησί μιας μικρής, αλλά όχι αμελητέας συμμαχικής δύναμης, η οποία δεν κατάφερε να εκκενώσει το νησί μετά τη «Μάχη της Κρήτης», ήταν μόνο δυο από τους λόγους της άνωθεν συνεργασίας.
Μία αντιστασιακή επιχείρηση, κατά την οποία αποδεικνύεται αυτή η στενή επαφή είναι η απαγωγή του στρατηγού Heinrich Kreipe, διοικητή του φρουρίου, όπως το αποκαλούσαν οι Γερμανοί, της Κρήτης. Ποιες ήταν οι δυνάμεις που συμμετείχαν στην άνωθεν επιχείρηση και πως εξελίχθηκε αυτή; Τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν στις παρακάτω σειρές.
Βρισκόμαστε στo 1944 και η πλάστιγγα του πολέμου φαίνεται να γέρνει υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων. Την ίδια περίοδο, το βρετανικό επιτελείο σκέφτεται τη διεξαγωγή μιας επιχείρησης που θα είχε ως στόχο την πτώση του ηθικού των, ήδη ταλαιπωρημένων, γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η επιθετική ενέργεια θα είχε καταδρομικό χαρακτήρα και θα έπρεπε να συντελεστεί όσο το δυνατόν διακριτικότερα. Προκειμένου να κατορθώσουν οι επιλεγόμενοι καταδρομείς να μετακινηθούν εντός της νήσου χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, κρινόταν απαραίτητη η συνεργασία του τοπικού πληθυσμού.
Την άνοιξη του ίδιου έτους, όλα έδειχναν έτοιμα για την εφαρμογή της εξεταζόμενης επιχείρησης. Λίγες μέρες πριν την Κυριακή του Πάσχα, στις 4 Απριλίου, το σύνολο της συμμαχικής δύναμης συγκεντρώθηκε στα νότια παράλια της Κρήτης. Εκεί, ήρθε σε επαφή με συνδέσμους του από τον τοπικό πληθυσμό. Αρχικός σκοπός των απαγωγέων ήταν η μετάβασή τους στο χωριό Κασταμονίτσα. Στο χωριό αυτό θα έβρισκαν το πρώτο τους καταφύγιο.
Η άφιξή τους στην Κασταμονίτσα συνοδεύτηκε από τη συνάντησή τους με τον επικεφαλής των πρακτόρων στην Κρήτη, τον Μίμη Ακουμιανάκη. Η αποστολή του τελευταίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Συγκεκριμένα, η κατοικία του απείχε λίγα μέτρα από αυτήν του Kreipe, την βίλλα Αριάδνη έξω από το Ηράκλειο. Έτσι λοιπόν, στην καταδρομική ομάδα παρουσιαζόταν μία «χρυσή» ευκαιρία. Είχε, δηλαδή, τη δυνατότητα να παρακολουθεί στενά την καθημερινή ρουτίνα του στρατηγού, αλλά και να μελετήσει εξονυχιστικά την περιοχή, ώστε να καταλήξει στο τελικό σχέδιο απαγωγής.
Σταδιακά, το προαναφερθέν σχέδιο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στο μυαλό του Fermor. Η τακτική του αιφνιδιασμού φάνταζε η καταλληλότερη. Ειδικότερα, η επιχείρηση θα εκδηλωνόταν σε στιγμή που ο στρατηγός θα βρισκόταν εντός του οχήματός του. Μάλιστα, το ίδιο όχημα θα χρησιμοποιούνταν ως μέσο διαφυγής, με τους απαγωγείς να θεωρούν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να περάσουν τα γερμανικά σημεία ελέγχου στη διάρκεια της διαδρομής. Ακολούθησε η έρευνα σχετικά με το ιδανικό σημείο του δρόμου, στο οποίο θα λάμβανε χώρα η απαγωγή, με την επιλογή μιας περιοχής που θα παρείχε φυσική κάλυψη στους απαγωγείς.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί και η εμπλοκή των τοπικών αντιστασιακών ομάδων του νησιού. Οι τελευταίες γνώριζαν για την άφιξη της καταδρομικής δύναμης, ωστόσο η στάση που κράτησαν έναντι αυτής δεν ήταν ενιαία. Συγκεκριμένα, σε όλο το διάστημα παραμονής των καταδρομέων στην Κρήτη θα παρατηρήσουμε να τους προσφέρεται βοήθεια από πλήθος αντιστασιακών. Μερικοί από αυτούς υπήρξαν οι αντάρτες του Αθανάσιου Μπουρτζάλη. Αυτοί θα είχαν υποστηρικτικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, με την εμπλοκή τους να πραγματοποιείται μόνο σε περίπτωση απροσδόκητης αντίστασης της γερμανικής πλευράς. Η προγραμματισμένη, όμως, για τις 24 Απριλίου απαγωγή αναβλήθηκε, διότι ο στρατηγός Kreipe επέστρεψε στην κατοικία του νωρίτερα απ’ ότι αναμενόταν.
Όπως ήταν λογικό, η εξέλιξη αυτή θορύβησε τους απαγωγείς, καθώς ήταν υπαρκτή η πιθανότητα να έγιναν αντιληπτοί από τις κατοχικές δυνάμεις. Η ανησυχία τους εντάθηκε λόγω της απειθαρχίας των ανδρών του Μπουρτζάλη. Οι τελευταίοι δεν μπόρεσαν να παραμείνουν κρυμμένοι για μία μέρα. Αντιθέτως, βγήκαν σε δημόσιο χώρο και ήρθαν σε επαφή με άλλα άτομα και τους είδαν ακόμα περισσότερα. Οι ενέργειες αυτές ανάγκασαν τον Fermor να απομακρύνει τους αντιστασιακούς, προκειμένου να μην βρεθούν όλοι σε δυσχερέστερη θέση.
Όπως προαναφέρθηκε, οι απαγωγείς δεν ήταν ευπρόσδεκτοι για το σύνολο των αντιστασιακών ομάδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι επιστολές του ΕΛΑΣ στην καταδρομική ομάδα. Μέσω αυτών, δεν εκδηλωνόταν μόνο η δυσαρέσκειά τους στις βρετανικές ενέργειες, αλλά καθίσταντο σαφές ότι αν πραγματοποιούνταν η επιχείρηση οι αντάρτες θα τους κατέδιδαν στις κατοχικές Αρχές, προκειμένου να μην υπάρξουν αντίποινα στον τοπικό πληθυσμό. Επιστολή στάλθηκε και από την ΕΟΚ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης) του Νομού Ηρακλείου, στην οποία αναγράφονταν οι φόβοι των αντιποίνων και η διαφωνία της οργάνωσης με την επιχείρηση.
Παρά την παραπάνω πιεστική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί για τους απαγωγείς, αυτοί αποφάσισαν να εκτελέσουν την αποστολή τους. Έτσι, το βράδυ της 26ης προς 27ης Απριλίου 2 Βρετανοί, ο Patrick Leigh Fermor και ο William Stanley Moss, μεταμφιεσμένοι σε Γερμανούς στρατιώτες ανέλαβαν δράση. Αφού σταμάτησαν το όχημα του στρατηγού Kreipe και απομάκρυναν τον οδηγό, έβαλαν σε εφαρμογή του σχέδιο διαφυγής. Μόλις πέρασαν τα γερμανικά σημεία ελέγχου που υπήρχαν τόσο περιμετρικά του Ηρακλείου, όσο κι εντός της πόλης κι έφτασαν στα σύνορα των Νομών Ηρακλείου και Ρεθύμνου, εγκατέλειψαν το όχημα και συνέχισαν πεζοί. Προκειμένου να γίνει ξεκάθαρο, ποιοι ευθύνονταν για την απαγωγή και να αποτραπούν τα αντίποινα στον τοπικό πληθυσμό, οι απαγωγείς άφησαν εντός του αυτοκινήτου ένα σημείωμα, στο οποία «ενημέρωναν» τις κατοχικές Αρχές.
Η επόμενη φάση του σχεδίου τους προέβλεπε να κατευθύνονταν πεζοί έως την περιοχή των Ανωγείων. Εκεί, θα τους περίμενε ο ασυρματιστής Dunbabin. Ο τελευταίος θα ενημέρωνε το βρετανικό αρχηγείο στο Κάιρο για την άφιξη των απαγωγέων, ώστε να μεταφερθούν από την Κρήτη στην Αίγυπτο. Αυτοί, παρά το μεγάλο ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσαν οι κατοχικές δυνάμεις για τον εντοπισμό τους, έφτασαν στα Ανώγεια και κατάφεραν να επικοινωνήσουν με το Κάιρο. Όσο, όμως, οι Γερμανοί ακολουθούσαν τα ίχνη των καταδρομέων κι έσφιγγε ο κλοιός, τόσο δυσκολότερη γινόταν η διαφυγή τους. Οι επόμενες προσπάθειες επικοινωνίας με το Κάιρο απέτυχαν, ενώ η περιοχή από την οποία θα αναχωρούσαν έγινε γνωστοί στους διώκτες τους. Ύστερα από αρκετές απόπειρες κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το αρχηγείο τους και να αλλάξουν το σημείο διαφυγής.
Η αναχώρηση της καταδρομικής ομάδας πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαΐου. Σε αυτό το σημείο, αξίζουν να επισημανθούν δυο παράγοντες, που λειτούργησαν θετικά στην ομαλή διεξαγωγή της επιχείρησης. Ο πρώτος είναι η φιλική διάθεση του τοπικού πληθυσμού προς τους καταδρομείς. Οι τελευταίοι γίνονταν δεκτοί με ενθουσιασμό σε όποια περιοχή του νησιού κατέφθαναν, με τους Κρήτες να προσπαθούν να τους προσφέρουν την καλύτερη δυνατή φιλοξενία. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η στάση του Heinrich Kreipe κατά τις ημέρες διαφυγής των απαγωγέων. Ο Γερμανός στρατηγός, μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν κινδύνευε η ζωή του, κράτησε μία θετική στάση έναντι των απαγωγέων, δίχως να τους προκαλέσει προβλήματα. Παρά τις προσπάθειες της βρετανικής αποστολής να αποτρέψει τα γερμανικά αντίποινα στον ελληνικό πληθυσμό, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1944, οι γερμανικές δυνάμεις προχώρησαν στην καταστροφή των χωριών που βοηθούσαν τις αντιστασιακές και συμμαχικές δυνάμεις. Επρόκειτο για μία από τις τελευταίες απάνθρωπες πράξεις τους, λίγο πριν την απομάκρυνσή τους από το νησί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κοκονάς, Αλ. Νίκος (1989), Η Γερμανική Κατοχή στην Κρήτη, Ρέθυμνο: Εκδ. Χαλκιαδάκη
- Στάνλεϊ Μος, Γουίλιαμ (2016), Κακό φεγγαραντάμωμα. Το χρονικό της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε, Αθήνα: Εκδ. Μεταίχμιο
- Φέρμορ, Λη Πάτρικ (2016), Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, Αθήνα: Εκδ. Μεταίχμιο
- Χαροκόπος, Ευθ. Γεώργιος, Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, Αθήνα: Εκδ. “Ίδη”