Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Όπως γνωρίζουμε, το ΝΑΤΟ είναι ένας πολιτικοστρατιωτικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1949, στις απαρχές δηλαδή του Ψυχρού πολέμου μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης». Η χώρα μας προσχώρησε μαζί με τη Τουρκία το 1952 σε μια προσπάθεια που έκαναν οι Η.Π.Α. να εφαρμόσουν το δόγμα του Rimland, ή αλλιώς δόγμα περιμετρικής ανάσχεσης, για την καταπολέμηση της Ε.Σ.Σ.Δ. Το πώς και το γιατί προσχωρήσαμε -ή καλύτερα μας προσχώρησαν- χρειάζεται τεράστια ανάλυση που για λόγους οικονομίας δεν θα γίνει στο παρόν άρθρο. Οι αναλύσεις και οι κριτικές που έχουν γίνει εν Ελλάδι για τον οργανισμό σχετικά με τη δράση του, όσον αφορά τα ελληνικά ζητήματα και συμφέροντα, ποικίλουν. Αυτό που οφείλουμε να εξετάσουμε είναι ο ρόλος της Ελλάδας εντός του οργανισμού σήμερα, αν υφίσταται ακόμα.
Εξετάζοντας πραγματολογικά τα δεδομένα του παρόντος, διαφαίνεται πως μόνο τυπικός-ιστορικός είναι ο ρόλος που κατέχει η χώρα μας. Αρχικά, η ελληνική εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά ζητήματα από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και έπειτα (Κυπριακό, Μακεδονικό, ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα, καθημερινή τουρκική προκλητικότητα), στα οποία η αντίδραση του ΝΑΤΟ ήταν πρακτικά ισχνή. Σε μια τέτοια ανάλυση θα συνηγορούσε η συντριπτική πλειονότητα των ερευνητών. Το παραπάνω γεγονός, όμως, είναι απολύτως φυσιολογικό και αυτό είναι που δεν γίνεται αντιληπτό πολλές φορές «εντός των τειχών» της χώρας μας. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε με κάποιους άξονες λειτουργίας και συνεχίζει να υπάρχει θέτοντας στόχους, που, όπως είναι λογικό -και μας έχει διδάξει η θεωρία του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις- σε έναν μεγάλο βαθμό, υπαγορεύονται από τις Η.Π.Α., ως υπερδύναμη. Σίγουρα, λοιπόν, ένας από αυτούς τους στόχους δεν είναι η προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων. Για να το θέσω καλύτερα, θα ήταν συμφέρον του ΝΑΤΟ η προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων στον βαθμό που η σημασία τους για την επιβίωση του οργανισμού ήταν κομβικής σημασίας.
Συνεπώς, καθώς εξετάζουμε τον ρόλο της χώρας μας εντός του ΝΑΤΟ, οφείλουμε να το κάνουμε τοποθετώντας πάνω από την έρευνά μας έναν ρεαλιστικό μανδύα που έχει φτιαχτεί σύμφωνα με τα συμφέροντα του ίδιου του οργανισμού. Η παραπάνω πρόταση γίνεται πιο ξεκάθαρη αν σκεφτούμε πως η μεγαλύτερη απειλή για το συμφέρον της επιβίωσης του κράτους μας, που είναι η Τουρκία, είναι, επίσης, μέλος του οργανισμού και με τεράστιο γεωστρατηγικό ρόλο. Στις μέρες μας, παρόλο που όντως δεν έχουμε -και δεν είχαμε και ποτέ- ρόλο διαμορφωτή εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ, η παραμονή μας και η προσπάθεια ανέλιξής μας είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη.
Η Kυβέρνηση Ερντογάν σε συνδυασμό με την προεδρία Μπάιντεν στις Η.Π.Α. έχει φέρει ένα πολύ ψυχρό κλίμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η χώρα μας έχει μπροστά της ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας που πρέπει να εκμεταλλευτεί. Οι Η.Π.Α., για την ικανοποίηση των στρατηγικών τους συμφερόντων, χρειάζονται και τις δύο χώρες και ενίοτε έχουν φερθεί με μεγαλύτερη «γενναιοδωρία» στην Τουρκία εντός του ΝΑΤΟ, εξαιτίας των στόχων που είχαν θέσει. Στο παρόν, όμως, με τη νέο-οθωμανική πολιτική που εφαρμόζει η Τουρκία μετά το 2016 και το αποτυχημένο πραξικόπημα, παρατηρείται ευρέως η στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς ανατολάς. Η Ελλάδα -όπως και γίνεται- έχει κομβικό συμφέρον να επικοινωνήσει τη συγκεκριμένη τακτική και να παίξει το ρόλο «προσηλωμένου» συμμάχου στις Η.Π.Α. Η διαφορά που οφείλει να επιδείξει στη δράση της η χώρα μας είναι να μην επικεντρωθεί μονόπλευρα μόνο σε αυτό το κομμάτι.
Επεξηγηματικά, οφείλουμε να αναλάβουμε ηγετικό ρόλο στις προσπάθειες ρύθμισης του κουρδικού ζητήματος στη Μέση Ανατολή, να υποστηρίξουμε το Ισραήλ, όχι γιατί γίναμε φίλιες χώρες, αλλά διότι τα αξονικά μας συμφέροντα στο παρόν είναι παρόμοια. Επιπρόσθετα, εντός του ΝΑΤΟ, αλλά και της Ε.Ε., επιβάλλεται να ηγηθούμε της προσπάθειας ένταξης όλων των Δυτικών Βαλκανίων και στους δύο οργανισμούς και ειδικότερα της Αλβανίας, την οποία η Τουρκία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει ως προγεφύρωμα για την επίτευξη των αναθεωρητικών της σκοπών. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλω να αναγνωρίσω την πολύ σωστή κίνηση-συμφωνία που έγινε ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία με το συνυποσχετικό που υπογράφηκε, με σκοπό να λυθούν οι διαφορές μας ως προς την ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να προσαρμοστεί και να αλλάξει δόγμα από “reactive” σε “proactive”. Το υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου έχει αρχίσει να εξελίσσεται στα πλέον ασταθή του κόσμου, με αποτέλεσμα η προσοχή, η σύνεση και η επικέντρωση της χώρας μας στις δικές της δυνάμεις να είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη. Σε αυτό το σημείο θέλω να εμβαθύνω περαιτέρω στο παραπάνω «πόρισμα». Ως κράτος και ως λαός από την περίοδο της ανεξαρτησίας μας τείναμε να στηριζόμαστε κηδεμονικά στην εκάστοτε μεγάλη δύναμη της εποχής, με την ελπίδα πως με αυτόν τον τρόπο θα πραγματοποιηθούν τα αξονικά μας συμφέροντα. Με άλλα λόγια, θεωρούσαμε τόσο μεγάλο το επίπεδο τρωτότητας του ελληνικού συμφέροντος επιβίωσης που, για να το εξισορροπήσουμε, προσπαθούσαμε να προσδεθούμε στις μεγάλες δυνάμεις, ώστε να βρούμε τα απαραίτητα παράθυρα ευκαιρίας ή και συντελεστές εξωτερικής εξισορρόπησης για να δράσουμε.
Η συγκεκριμένη φοβική ανάλυση που κάναμε σε συνδυασμό με την πρακτική ήταν προδήλως λανθασμένη και αυτό αποδεικνύεται και πάλι ιστορικά. Εκτός από το λαμπρό διάστημα της στρατιωτικής «χρυσής» εννιαετίας 1912-1921, η ιστορία μας μετά την Ανεξαρτησία είναι λίγο πολύ γεμάτη από εθνικές τραγωδίες. Δεν χρειάζεται να θυμίσω τον Κριμαϊκό πόλεμο που με την υποχρεωτική ουδετερότητα και την κατοχή των Αθηνών και του Πειραιά, ουσιαστικά, ξευτελιστήκαμε και αποδείξαμε πως δεν έχουμε συντελεστές ισχύος ισχυρού κράτους, τον «ατυχή» και καταστροφικό πόλεμο του 1897, το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, που συνδέεται με την αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας, και πιο πρόσφατα τα Ίμια. Ακόμη και το «έπος του ‘40» -όπως ευρέως χαρακτηρίζεται- έληξε με παράδοση-συνθηκολόγηση της Ελλάδος και πολύ σκληρή κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα, με τον Ιωάννη Μεταξά να ομολογεί στο ημερολόγιό του πως ένιωθε προδομένος από τη στάση της Ιταλίας και της Γερμανίας. Ειδικά εκείνος με το παρελθόν του και την πρόβλεψή του για την αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας έπρεπε να γνωρίζει πως δεν υπάρχουν ιδεολογικές ή άλλου τύπου «συγγένειες» και «φιλίες» στις διεθνείς σχέσεις!
Έδωσα αρκετή έμφαση στα παραπάνω, διότι θέλω να τονίσω τη σημασία της αρχής της αυτοβοήθειας. Ένα κράτος που δεν την τηρεί ευλαβικά είναι καταδικασμένο να βιώσει εθνικές τραγωδίες και καταστροφές. Στον αντίποδα, το «φωτεινό» παράδειγμα του Ισραήλ μάς δείχνει τον τρόπο με τον οποίον ένα κράτος που περιβάλλεται από εχθρούς που θέλουν να το αφανίσουν, καταφέρνει να επιβιώσει, επειδή πρώτα από όλα έχει αποφασίσει να το κάνει πάση θυσία για την ύπαρξη και τη συνέχειά του. Αν δεν διδαχθούμε από τα λάθη μας και δεν εξετάσουμε με προσοχή, έστω και κυνικότητα, πολλές φορές τις διεθνείς σχέσεις, θα είμαστε καταδικασμένοι να υποπίπτουμε στα ίδια σφάλματα που θα μας οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ανάλογες τραγωδίες. Συμπερασματικά, η χώρα μας οφείλει -για να ικανοποιήσει τα συμφέροντά της- να παραμείνει μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά, παράλληλα, να μην εθελοτυφλεί, ακροβατώντας σε ουτοπικές ιδέες, που μπορεί να την οδηγήσουν σε επανάληψη ανείπωτων καταστροφών.