Του Ανδρέα Βλάχου,
Το έτος είναι 1999. Κινηματογραφικό ντεμπούτο ετοιμάζεται να κάνει μια ταινία, η οποία στο μέλλον δεν θα αποτελέσει μόνο εισπρακτική επιτυχία, αλλά και τον προάγγελο για μια νέα εποχή για τις ταινίες δράσης. Το όνομα της ταινίας αυτής, The Matrix.
Γενική παραδοχή αποτελεί τόσο από τους φανς του franchise, όσο και από λάτρεις του κινηματογράφου, ότι το Matrix τάραξε τα νερά και έφερε μια δυναμική αλλαγή στο status quo που ίσχυε μέχρι τότε για τις ταινίες δράσης. Κι αυτό, διότι κατάφερε να συνδυάσει δύο στοιχεία που μέχρι τότε φάνταζαν αταίριαστα και αντικατοπτρίζονταν από ξεχωριστές θεματικές. Κατάφερε να συνδυάσει τις χορογραφίες και την εκρηκτική δράση με τα υψηλά νοήματα και τις φιλοσοφίες. Πράγμα πρωτόγνωρο για την εποχή, καθώς οι περισσότερες ταινίες δράσης μέχρι τότε βασίζονταν περισσότερο στις εκρήξεις και σε έναν σταθερά επιταχυνόμενο ρυθμό, ενώ οι μάχες αυτές καθεαυτές στηρίζονταν κατά κύριο λόγο στους macho πρωταγωνιστές, των οποίων κύρια αποστολή ήταν να φαίνονται ηρωικοί στην κάμερα ρίχνοντας γροθιές, άγρια βλέμματα και σκληροτράχηλες ατάκες.
Εν ολίγοις, ο θεατής δεν αποκόμιζε τροφή για σκέψη με το τέλος της ταινίας, αλλά ούτε και το επιθυμούσε. Κι εδώ διέφερε το Matrix. Κι αυτό, διότι τα υψηλά αυτά νοήματα αποτελούσαν τον κύριο άξονα της ταινίας και γίνονταν όχι μόνο φανερά μέσα από τους διαλόγους των πρωταγωνιστών, αλλά και κύριο αίτιο της σωματικής σύγκρουσης αυτών. Επομένως, αυτές οι ιδέες και οι φιλοσοφίες κινούσαν την ταινία και αποτελούσαν σημείο ταύτισης των φανταστικών χαρακτήρων και των θεατών. Όπως ο Neo παλεύει, κυριολεκτικά και μη, για να βρει την ταυτότητά του μέσα σε έναν κόσμο μεταβλητό και αβέβαιο, έτσι και ο θεατής παλεύει να αναγνωρίσει τι είναι αληθινό και τι όχι μέσα σε έναν κόσμο γνώριμο, αλλά αφιλόξενο.
Έτσι, λοιπόν, όταν ανακοινώθηκε η μεγάλη επιστροφή του franchise, άρχισα να διερωτώμαι και εγώ εάν πρόκειται για κάτι αληθινό ή για προϊόν φαντασίας. Και μετά τη δημοσίευση του πρώτου τρέιλερ, άρχισα να ανησυχώ. Διότι είτε καλό είτε κακό, το The Matrix Revolutions (2003) είχε ένα καταληκτικό φινάλε για τη σειρά και τους χαρακτήρες. Άξιζε, λοιπόν, η «αναγέννηση» του θρυλικού αυτού franchise;
Το The Matrix: Resurrections (2021) αποτελεί το τέταρτο κεφάλαιο της ιστορίας, στο οποίο ο Τόμας (Νίο) καλείται να πάρει ξανά μια απόφαση, η οποία είτε θα τον οδηγήσει σε μια ζοφερή αλήθεια είτε θα τον κρατήσει παγιδευμένο στην άυλη πραγματικότητά του. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει η Lana Wachowski, ενώ το σενάριο υπογράφουν οι Lana Wachowski, David Mitchel και Aleksandar Hemon. Στην ταινία, πρωταγωνιστούν οι Keanu Reeves (Neo/Thomas Anderson), Carrie-Ann Moss (Trinity/Tiffany), Yahya Abdul-MateenII (Morpheus/Agent Smith), Jonathan Groff (Smith), Neil Patrick Harris (The Analyst) και Jessica Henwick (Bugs).
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να αναφερθεί και η απουσία της Lilly Wachowski, η οποία αποτελούσε για χρόνια το καλλιτεχνικό yin στο δυναμικό yang της αδερφής της, αφήνοντας έτσι τη Lana μόνη στην καρέκλα του σκηνοθέτη να αναλάβει τα ηνία ενός τόσο μεγάλου εγχειρήματος.
Η απουσία αυτή, όμως, του δυναμικού ντουέτου γίνεται ευδιάκριτη μέσα στην ταινία. Η ευρηματική και άκρως κινηματογραφική ματιά της Lilly, η οποία έδινε ένα διαφορετικό υπόβαθρο στις προηγούμενες ταινίες και τις καθιστούσε εμπειρίες που κάποιος μπορούσε να ζήσει μέσα στον κινηματογράφο, είναι απoύσα, αφήνοντας τη Lana ελεύθερη να αφήσει το δικό της στίγμα. Και παρόλο που αυτό είναι αρκετά θετικό, διότι η ταινία αποκτά μια συγκεκριμένη ταυτότητα και γίνεται κτήμα του σκηνοθέτη, η ατομική προσπάθεια της σκηνοθέτιδας δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συγκροτημένη δουλειά, που έγινε στα τρία προηγούμενα φιλμ.
Η σκηνοθεσία της φαίνεται μαγκωμένη και μουδιασμένη, ενώ περπατάει σε μια γνώριμη πορεία, χωρίς να παίρνει ιδιαίτερα ρίσκα. Αντίστοιχο ρόλο για την ταινία έχει και η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιείται. Κι αυτό, γιατί η ταινία αποτελείται από έντονα χρώματα και μάλιστα κορεσμένα, ενώ αφήνει πίσω το πράσινο φίλτρο, το οποίο δεν αποτελεί απλά το «χρώμα-σταθμό» της σειράς, αλλά χρησιμοποιείται και ως ένα βασικό στοιχείο στον διαχωρισμό του αληθινού από τον ψηφιακό κόσμο. Με αποτέλεσμα, εδώ, να μην γίνεται πολλές φορές διακριτή η εναλλαγή από τον υπαρκτό κόσμο στον ψεύτικο, και η ταινία να χάνει την αισθητική της.
Παρόμοια συναισθήματα προκαλεί και η πλοκή της ταινίας. Ενώ ξεκινά με ξεκάθαρες προθέσεις ως προς το τι θέλει να κάνει, με το να είναι μια ακριβής συνέχεια της ήδη υπάρχουσας ιστορίας, έπειτα παίρνει άλλη πορεία και αποπειράται να γίνει ένα είδος soft reboot για το franchise. Κι αυτό δημιουργεί προβλήματα τόσο στα γεγονότα και τους χαρακτήρες αυτής της ταινίας όσο και σ’ αυτούς των προηγούμενων ταινιών. Και σε αυτό το κομμάτι, συνδέεται και το casting. Θέλοντας, λοιπόν, η ταινία να πάρει μια κάπως διαφορετική τροπή, εισάγει διαφορετικά πρόσωπα σε ήδη υπάρχοντες χαρακτήρες, άλλες φορές με επιτυχία και άλλες όχι τόσο διακριτικά. Επιτυχημένη είναι η περίπτωση του Yahya Abdul-MateenII, ο οποίος καλείται να αναγεννήσει τον Μορφέα, κάτι που καταφέρνει αξιοπρεπώς, από την εξωτερική εμφάνιση μέχρι και τη φωνή του Laurence Fishburne. Επιτυχημένη, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί η εισαγωγή του Jonathan Groff ως Smith, καθώς αδυνατεί σε κάθε βαθμό να συναγωνιστεί τη μεγαλοφυΐα με την οποία αντιμετώπισε ο Hugo Weaving τον χαρακτήρα του Smith, κάνοντάς τον έναν από τους πιο απολαυστικούς «κακούς» του κινηματογράφου.
Σε αντίστοιχο μήκος κινούνται και οι δυο βασικοί άξονες που συγκροτούν κάθε ταινία Matrix. Η δράση και τα υψηλά νοήματα. Με τα τελευταία να είναι σχεδόν ανύπαρκτα, δίνοντας έτσι την αίσθηση ότι τα γεγονότα απλά συμβαίνουν χωρίς κανέναν συγκεκριμένο λόγο ή κάποια ιδέα που κινεί τα νήματα. Απλά και μόνο για να υπάρχει μια τέταρτη ταινία, η οποία θα πυροδοτήσει την αρχή ενός νέου κερδοφόρου franchise. Σε ανάλογη κατάσταση φαίνεται να είναι και η δράση σε αυτήν την ταινία, η οποία όχι μόνο δεν θέτει τον πήχη υψηλότερα από τις προηγούμενες εκδοχές, πράγμα σύνηθες για τις ταινίες Matrix, αλλά δεν πλησιάζει καν τη χορογραφική ιδιοφυΐα και τη θεαματικότητα που χαρακτήριζαν τις σκηνές μάχης, ιδίως στην πρώτη ταινία.
Αυτές οι ελλείψεις, λοιπόν, καθιστούν το τέταρτο αυτό κεφάλαιο και το πιο φτωχό, μεταξύ των τεσσάρων ταινιών, δίνοντας την εντύπωση πως η ταινία δεν έχει τίποτα καινούριο να προσφέρει ή να προσθέσει, ενώ ακόμα και η αρχική προσπάθεια επέκτασης της ιστορίας καταλήγει να μεταβάλλεται σε μια ανακύκλωση των όσων είχαν προηγηθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- How The Matrix Changed Movies Forever, cinelinx.com, διαθέσιμο εδώ.
- Why Lilly Wachowski Sat Out ‘The Matrix 4’: Idea of return ‘Expressly Unappealing’, yahoo.com, διαθέσιμο εδώ.