Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Σήμερα, πολλά ζευγάρια στην Ελλάδα επιλέγουν τον δρόμο του διαζυγίου, όταν διαπιστώνουν ότι η συζυγική τους σχέση δε μπορεί να συνεχιστεί. Ορισμένες φορές, επιλέγουν τον «πολιτισμένο» δρόμο του συναινετικού διαζυγίου κι άλλες φορές λύνουν τις διαφορές τους κατ΄ αντιδικία ενώπιον του δικαστηρίου. Πριν, όμως, οι σύζυγοι αποφασίσουν οριστικά να πάρουν διαζύγιο, συχνά έχει προηγηθεί η διακοπή της συμβίωσης μεταξύ τους. Άραγε, γνωρίζει κανείς ακριβώς τι σημαίνει στον νομικό κόσμο η διακοπή της συμβίωσης μεταξύ των συζύγων και ποιες είναι οι επιπτώσεις της στην περιουσιακή τους αυτοτέλεια;
Αρχικά, πρέπει να αναφερθεί ότι μία από τις βασικότερες υποχρεώσεις του έγγαμου βίου κατά το άρθρο 1386 του Αστικού Κώδικα είναι η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για συμβίωση. Αυτή μπορεί να παραβιασθεί με δύο τρόπους: είτε με αθέτηση κάποιας ή κάποιων από τις επιμέρους υποχρεώσεις της συμβίωσης, είτε γενικά με την ολική άρνηση του ενός συζύγου να συνεχίσει τη συμβίωση με τον άλλον. Στο παρόν άρθρο μας ενδιαφέρει η τελευταία περίπτωση που αναφέρθηκε, καθώς τότε γίνεται λόγος για διακοπή της συμβίωσης. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τη φυσική και ψυχική απομάκρυνση του ενός από τον άλλο σύζυγο με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου. Αυτό σημαίνει ότι ο σύζυγος που επιθυμεί συνειδητά να δώσει τέλος στην κοινωνία του έγγαμου βίου, είτε απομακρύνεται ο ίδιος είτε εξαναγκάζει τον άλλον σε απομάκρυνση.
Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η συμβίωση αποτελείται από ένα εξωτερικό-υλικό στοιχείο (κοινή διαμονή) και από ένα εσωτερικό-ψυχικό στοιχείο (ψυχική επαφή των συζύγων με συνείδηση κοινωνίας βίου). Καταρχήν, διακοπή της συμβίωσης επέρχεται όταν εκλείψει το υλικό στοιχείο, δεδομένου ότι μπορεί ορισμένες φορές ένα ζευγάρι να αναγκαστεί να χωριστεί και να μείνει σε διαφορετικούς τόπους π.χ. για επαγγελματικούς λόγους ή για λόγους υγείας, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται διακοπή της συμβίωσης, αφού παραμένει το ψυχικό στοιχείο μέσω της συχνής επικοινωνίας των συζύγων και των προσπαθειών τους να αποκτήσουν ξανά κοινή διαμονή. Αντίστοιχα, όμως, μπορεί να επέλθει διακοπή της συμβίωσης όταν οι σύζυγοι συνεχίζουν να διαμένουν μαζί, ενώ ο ένας εξ αυτών ενδέχεται να επιθυμεί να εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη αλλά δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσει μόνος του ένα σπίτι.
Διακοπή της συμβίωσης μπορεί να επέλθει είτε με αποχώρηση είτε με αποπομπή του συζύγου. Ειδικότερα, η αποχώρηση εκδηλώνεται με την ουσιαστική απομάκρυνση ενός συζύγου από το χώρο κοινής διαμονής ή και με τη συναισθηματική αποξένωση του ενός συζύγου από τον άλλο παρά την ενδεχόμενη συγκατοίκησή τους. Από την άλλη, η αποπομπή του ενός συζύγου από τον άλλο πραγματοποιείται με την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περίπτωση κατά την οποία ο ένας σύζυγος απομακρύνει τον άλλον από την κοινή τους στέγη ή τον εμποδίζει να επιστρέψει αλλάζοντας π.χ. την κλειδαριά του σπιτιού όταν απουσιάσει ο άλλος.
Επιπλέον, ανάλογα με τις αιτίες που οδήγησαν στη διακοπή της συμβίωσης, αυτή διακρίνεται σε δικαιολογημένη και αδικαιολόγητη. Όταν υφίσταται εύλογη αιτία, για παράδειγμα, ο ένας σύζυγος αποχωρεί από την οικία μόλις ανακαλύπτει εξωσυζυγική σχέση του άλλου, τότε κατά το άρθρο 1391 παρ. 1 του Αστικού Κώδικα πρόκειται για δικαιολογημένη διακοπή της συμβίωσης. Όταν όμως δεν υπάρχει εύλογη αιτία ή ενώ υπήρχε αυτή στη συνέχεια εκλείψει, τότε η διακοπή της συμβίωσης καθίσταται αδικαιολόγητη και τότε γίνεται λόγος για «εγκατάλειψη», η οποία, μάλιστα, είναι «αμοιβαία» όταν και οι δύο σύζυγοι διακόπτουν την έγγαμη συμβίωσή τους χωρίς κανένας από αυτούς να έχει εύλογη αιτία.
Αξίζει, ακόμη, να τονιστεί ότι η διακοπή της συμβίωσης ταυτίζεται εννοιολογικά με τη δημιουργία διάστασης ανάμεσα στους συζύγους. Με άλλα λόγια, η διάσταση προκαλείται από τη διακοπή της συμβίωσης. Ποιες είναι λοιπόν οι έννομες συνέπειες της εν λόγω κατάστασης; Γενικά, με τη διακοπή της συμβίωσης παύει η υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες ενώ προκύπτει το ζήτημα ως προς το πώς θα κατανεμηθούν τα κινητά πράγματα στους συζύγους, με τη λύση να τη δίνουν οι διατάξεις 1394 και 1395 του Αστικού Κώδικα.
Ακόμη, κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 και 2 ΑΚ, με τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης ο κάθε σύζυγος έχει αξίωση συμμετοχής στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, εφόσον η αύξηση αυτή οφείλεται στη δική του συμβολή. Όσον αφορά τη γονική μέριμνα, αυτή ασκείται και από τους δύο γονείς χωρίς να αποκλείεται και η ρύθμισή της από το δικαστήριο, κυρίως ως προς το ζήτημα της διαμονής των ανήλικων τέκνων. Παύει, επίσης, η υποχρέωση συνεισφοράς από κοινού για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, η οποία δίνει τη θέση της στην αμοιβαία υποχρέωση διατροφής, η οποία με τη σειρά της ρυθμίζεται αυτοτελώς, ενώ όταν έχουν περάσει τουλάχιστον δύο χρόνια από τη διακοπή της συμβίωσης, τεκμαίρεται αμάχητα ο κλονισμός του γάμου, οπότε καθένας από τους συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση μπορεί να ζητήσει διαζύγιο.
Εν κατακλείδι, αναλύοντας συνοπτικά την έννοια, τις διακρίσεις και τις έννομες συνέπειες της διακοπής συμβίωσης, διαπιστώνει κανείς ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σύνθετο και περίπλοκο ζήτημα, που δικαίως χρήζει ρύθμισης από την ελληνική έννομη τάξη. Σαφώς υπάρχουν και άλλα ειδικότερα ζητήματα που προκύπτουν από την εν λόγω κρίση του γάμου και ρυθμίζονται από το Αστικό μας Δίκαιο, ωστόσο αυτό στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία είναι οι δύο σύζυγοι να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις προκειμένου να λήξει ομαλά ο γάμος τους χωρίς προστριβές που θέτουν σε κίνδυνο τόσο τους ίδιους όσο και τα τέκνα τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2014