Της Ιωάννας Μπινιάρη,
«Όσα χρόνια και αν περάσουν, η αρένα παραμένει εν λειτουργία και τα λιοντάρια πεινασμένα καραδοκούν. Οι Ρωμαίοι ζητούν αίμα για να δικαιωθούν ο άρτος και τα θεάματα. Και οι απόγονοι των Ρωμαίων συντηρούν την αρένα».
Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 1969, στην καρδιά της δικτατορίας, παντού ηχεί το σύνθημα «Ελλάς, των Ελλήνων Χριστιανών», χωρίς, βέβαια, να γίνεται αντιληπτό τι πραγματικά σημαίνει για την τότε κοινωνία το καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών. Πολυκατοικίες ανεγείρονται διαρκώς και ολόκληρη η πρωτεύουσα ανοικοδομείται, στον Τύπο κυριαρχεί η λογοκρισία και η αστυνομία αυθαιρετεί διαρκώς για να αποδείξει περίτρανα τη δήθεν ησυχία, τάξη και ασφάλεια που επικρατεί.
Σε αυτή τη «μαύρη» για τη δημοκρατία και την ελευθερία εποχή εκτυλίσσονται τα γεγονότα της ιστορίας που περιγράφεται στο αστυνομικό μυθιστόρημα Μια Μερσεντές χρώματος γκρενά, το οποίο είναι το δεύτερο βιβλίο του νομικού και μουσικού Νίκου Οικονόμου και κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Στάθης, ένας έφηβος γύρω στα δεκαεπτά, που η ανάγκη για χρήματα και ο πειρασμός της οδήγησης μιας 200άρας Μερσεντές, του καινούργιου μοντέλου του 1968, -ένα άπιαστο όνειρο για ένα παιδί της ηλικίας και της τάξης του-, πέφτει στα «δίχτυα» ενός επώνυμου επιχειρηματία και μετέπειτα εφοπλιστή που έχει πάθος για νεαρούς, ερωτικούς συντρόφους.
Ο υπερήλικας πλούσιος επιχειρηματίας ονόματι Κώστας Θωμόπουλος, ή όπως είναι πανελληνίως γνωστός «Τομ Γκας», έχει συχνά την τάση να τριγυρίζει έξω από τα σχολεία και να χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του ως «δόλωμα», προκειμένου να πείσει διάφορους νεαρούς μαθητές να κάνουν λίγη παρέα μαζί του και έτσι να έχουν την ευκαιρία να οδηγήσουν το αυτοκίνητό του επί πληρωμή. Θαμπωμένα τα νεαρά παλικάρια δέχονται αμέσως και όταν μετέπειτα ακολουθεί η πρόταση από τον Τομ Γκας τα επόμενα ραντεβού να πραγματοποιούνται στην πολυτελή κατοικία του με πολύ υψηλότερο αντίτιμο πληρωμής, ούτε εκεί διστάζουν τα νεαρά παιδιά, αναλογιζόμενα τις δύσκολες οικονομικές καταστάσεις που βιώνουν αυτοί και οι οικογένειές τους.
Ένα από αυτά τα ανήλικα παιδιά είναι ο Πέτρος, ο βαθύς έρωτας του εφοπλιστή λόγω της αλητείας και της ανυπέρβλητης ομορφιάς του, ο οποίος συστήνει τον Στάθη στον εφοπλιστή. Το νεαρό αγόρι παρασύρεται από τα χρήματα, το αμάξι και την πολυτέλεια και δέχεται τις ερωτικές συνευρέσεις με τον Τομ Γκας, ο οποίος, εν τω μεταξύ, αλλάζει διαρκώς ερωτικούς συντρόφους, που τους προμηθεύεται από τον ίδιο τον Πέτρο. Η ζωή κυλάει σε αυτούς τους ρυθμούς, οι δουλειές του εφοπλιστή βελτιώνονται με αποτέλεσμα να ξεκινά νέα επιχειρηματικά βήματα, στηριζόμενα στην ευνοιοκρατία της τότε «Εθνικής Κυβερνήσεως», ενώ παράλληλα ο νεαρός ήρωάς μας μελετά ανελλιπώς για να περάσει στο πανεπιστήμιο.
Ώσπου ένα τραγικό γεγονός έρχεται να ταράξει τη ροή της εν λόγω ιστορίας, αφού ένας από τους νεαρούς συντρόφους του εφοπλιστή, «μεθυσμένος» από την αίσθηση εξουσίας και την αδρεναλίνη που του πρόσφερε η οδήγηση της Μερσεντές με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χτυπά στον δρόμο με το αμάξι έναν νεαρό οδηγό μηχανής, ο οποίος βρίσκει τραγικό θάνατο. Τα νέα διασπείρονται στην αθηναϊκή κοινωνία και λόγω του δημοφιλούς εφοπλιστή, αλλά και λόγω του ότι ο οδηγός ήταν γείτονας και φίλος του Στάθη, μα και αδερφός της Γιάννας, της κοπέλας με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος. Το συγκεκριμένο περιστατικό γίνεται αφορμή, για να αντιληφθεί ο αναγνώστης πώς η αστυνομία προστάτευε τους ισχυρούς οικονομικά και κοινωνικά πολίτες και πώς αποσιωπούσε σοβαρά γεγονότα και καταστάσεις, προκειμένου να διασώσει το κύρος των «σημαντικών» ανθρώπων, αλλά και να εκθειάσει το αστυνομικό σώμα για την πολύτιμη συνεισφορά του στη γρήγορη και αποτελεσματική επίλυση της εκάστοτε υπόθεσης.
Στο μεταξύ, ο Στάθης περνάει επιτυχώς στο Μικρό Πολυτεχνείο, αρχίζει τα πρώτα ρομαντικά ραντεβού με τη Γιάννα και προσπαθεί να ανοίξει νέους δρόμους στη ζωή του με το να απομακρυνθεί σιγά σιγά από τον Τομ Γκας. Όταν, όμως, ο γνωστός εφοπλιστής βρίσκεται άγρια δολοφονημένος στο σπίτι του και οι κατηγορίες για τον φόνο πέφτουν πάνω του, η ζωή του κυριολεκτικά διαλύεται. Ο υπερβάλλων «ζήλος» ενός αστυνομικού, που μόνο απέχθεια προξενεί στον αναγνώστη, και οι βασανιστικές και σκληρές τακτικές που χρησιμοποιούσαν τότε για να αποσπάσουν ψεύτικες ομολογίες, ερειδόμενες σε εικασίες και μη ενδελεχείς έρευνες, μόνο και μόνο για να κλείσουν γρήγορα την υπόθεση και να αναδειχθούν οι «επιτυχίες» του αστυνομικού σώματος, είχαν τα εξής αποτελέσματα: ένας καταπονημένος από τον κοινωνικό στιγματισμό πατέρας να επιλέγει την αυτοκτονία και ένας αθώος νεαρός άντρας να διαπομπευτεί δημόσια από τον Τύπο και την κοινωνία και να περάσει τρεις μήνες στη φυλακή άδικα μέχρι να βρεθεί ο πραγματικός ένοχος για τον φόνο. Δεν του μένει άλλη επιλογή μετά την αποφυλάκισή του, οπότε επιλέγει την εξορία, για να κλείσει αυτές τις πληγές που δύσκολα επουλώνονται.
Εν τέλει, πρόκειται για ένα ανάγνωσμα που μπορεί να διαβαστεί μέσα σε λιγότερο από μία ημέρα και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς αυτή η συγκλονιστική ιστορία μέσα σε λίγες σελίδες αναδεικνύει την επιπολαιότητα της αστυνομίας που δεν επέδειξε πραγματική μεταμέλεια για το λάθος της, τη διαφθορά, τις αυθαιρεσίες, αλλά και όλα τα «κακώς κείμενα» του δικτατορικού καθεστώς. Πάντως, η τελική έκβαση των γεγονότων μάς αφήνει μια «πικρή» γεύση, καθώς νιώθει κανείς έντονη οργή και λύπη για την καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνει χώρα, για τις εξευτελιστικές και κατάπτυστες μεθόδους που χρησιμοποιούσε η αστυνομία του τότε για να κατασκευάσει έναν δολοφόνο, αλλά κυρίως για την αδικία και τον χλευασμό που υπέστη ο νεαρός ήρωάς μας.